Αυξάνει το ρίσκο χρεοκοπίας και η κυβέρνηση πανηγυρίζει…

Φωτο: Shutterstock

Την ώρα που η κυβέρνηση προσπαθεί να συντηρήσει το πανηγυρικό κλίμα για την έξοδο από το μνημόνιο, το ρίσκο χρεοκοπίας της χώρας, όπως μπορεί να «μετρηθεί» με βάση τα συμβόλαια ασφάλισης έναντι κινδύνου αθέτησης πληρωμών, τα γνωστά CDS, έχει αυξηθεί σχεδόν κατά 20% από τον Αύγουστο ή κατά 58% από τον περασμένο Ιανουάριο.

Τα πολυσυζητημένα, από το 2010, CDS δεν βρίσκονται σήμερα καθημερινά στο προσκήνιο του ενδιαφέροντος, όπως συνέβαινε όταν η σχετική αγορά περνούσε ημέρες δόξας, καθώς πολλοί θεσμικοί επενδυτές ζητούσαν από μεγάλες τράπεζες ασφάλιση του κινδύνου των ελληνικών ομολόγων, εκτινάσσοντας στα ύψη αποδόσεις και συναλλαγές και τροφοδοτώντας ακόμη και σενάρια συνωμοσίας για υπερκέρδη από την ελληνική κατάρρευση.

Τελικά, καθώς δόθηκε χρόνος στους επενδυτές να περιορίσουν την έκθεσή τους σε ελληνικά ομόλογα, πριν την αναδιάρθρωση χρέους του 2012, οι πληρωμές που πήραν οι ασφαλισμένοι μέσω CDS ήταν σχετικά μικρού ύψους, 2,5 δισ. δολαρίων. Έκτοτε, η αγορά των CDS, όχι μόνο για τα ελληνικά ομόλογα, έχει «ξεφουσκώσει» αρκετά και δεν απασχολεί τους τίτλους των οικονομικών εντύπων.

Παρά ταύτα, η ασφάλιση του κινδύνου αθέτησης πληρωμών δεν έχει σταματήσει και στις τιμές των CDS εξακολουθεί να αποτυπώνεται η εκτίμηση της αγοράς για το ρίσκο χρεοκοπίας χωρών, τραπεζών και επιχειρήσεων.

Τα στοιχεία για το κόστος ασφάλισης έναντι του κινδύνου αθέτησης πληρωμών από το Ελληνικό Δημόσιο, δηλαδή το κόστος ασφάλισης του κινδύνου των ελληνικών ομολόγων, είναι μάλλον απογοητευτικά και ουδόλως συνάδουν με το καλλιεργούμενο από την κυβέρνηση πανηγυρικό κλίμα για την έξοδο από τα προγράμματα διάσωσης, την κατάκτηση δημοσιονομικής σταθερότητας και τη βιωσιμότητα του χρέους:

Σύμφωνα με τα στοιχεία της εξειδικευμένης ενημερωτικής ιστοσελίδας, worldgovernmentbonds.com:

  • Το κόστος ασφάλισης των ελληνικών ομολόγων με CDS πενταετούς διάρκειας, που είχε εκτιναχθεί σε αστρονομικά ύψη την περίοδο του ελληνικού default (2012), είχε μειωθεί στις 290 μονάδες βάσης (2,90%) στα τέλη Ιανουαρίου 2018, όταν ακόμη ήταν ισχυρές οι προσδοκίες για μια καλή διευθέτηση του ελληνικού χρέους και επιτυχή έξοδο από το πρόγραμμα διάσωσης, ενδεχομένως και με μια προληπτική πιστωτική γραμμή, που θα έδινε στην Ελλάδα πρόσβαση και στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, επιτρέποντας αγορές ομολόγων από την κεντρική τράπεζα.
  • Όμως, από αυτό το χαμηλό σημείο, το κόστος ασφάλισης ακολουθεί αυξητική πορεία. Στις 20 Αυγούστου, ημέρα λήξης του τρίτου μνημονίου, είχε ήδη εκτιναχθεί στις 390 μονάδες, δηλαδή περίπου 35% υψηλότερα από την χαμηλή τιμή στα τέλη Ιανουαρίου 2018. Σε αυτή την αύξηση του κόστους ασφάλισης αντανακλάται η απογοήτευση της αγοράς για τη ρύθμιση του χρέους, που διασφαλίζει μόνο μεσοπρόθεσμα τη βιωσιμότητά του, αλλά και οι αμφιβολίες για την οικονομική πολιτική μετά τη λήξη του προγράμματος, καθώς ήταν σαφής η πρόθεση της κυβέρνησης να χαλαρώσει την οικονομική πολιτική για να ανακτήσει εκλογικούς πόντους.
  • Από τότε, η αυξητική πορεία του κόστους ασφάλισης συνεχίσθηκε, για να φθάσει στις 461 μονάδες βάσης στις αρχές αυτού του μήνα. Σε σχέση με τη χαμηλή τιμή του 2018, το spread έχει αυξηθεί περίπου κατά 58%. Όπως εξηγείται από το worldgovernmentbonds.com, αν ένας επενδυτής χρειάζεται να πληρώνει ασφάλιστρο 4,61% για την ασφάλιση ενός ελληνικού ομολόγου, αυτό μεταφράζεται σε μια εκτίμηση πιθανοτήτων χρεοκοπίας της Ελλάδας που πλησιάζει το 8%, ποσοστό ανησυχητικό υψηλό, για μια χώρα που βγήκε από μια 10ετή οικονομική περιπέτεια και θα έπρεπε να έχει εξυγιάνει τα οικονομικά της.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η αύξηση του κόστους ασφάλισης δεν μπορεί να εξηγηθεί, τουλάχιστον σε μεγάλο βαθμό, με την πρόσφατη ιταλική κρίση. Τα CDS της Ιταλίας εκτινάχθηκαν από τις 87 μονάδες, τον Απρίλιο 2018, στις 273 μονάδες, τον Οκτώβριο. Όμως, από τότε έχουν μειωθεί στις 223 μονάδες, στις αρχές αυτού του μήνα, ενώ τα ελληνικά CDS συνέχιζαν την αυξητική τους πορεία.

Από αυτούς τους αριθμούς εξηγείται και ο διατηρούμενος αποκλεισμός της Ελλάδας από την αγορά ομολόγων: αν το κόστος ασφάλισης του κινδύνου ενός ελληνικού τίτλου (4,6%) ξεπερνά την απόδοσή του (περίπου 4,4%, αυτή την περίοδο), είναι προφανές ότι τα ελληνικά ομόλογα δεν μπορούν να είναι ελκυστικά στους επενδυτές.

Και για να κρίνουν οι επενδυτές ότι η αναμενόμενη απόδοση ξεπερνά το εκτιμώμενο ρίσκο των ελληνικών ομολόγων, δεν αρκούν οι πανηγυρικές δηλώσεις από τους κυβερνώντες και οι διανομές επιδομάτων, αλλά απαιτούνται ουσιαστικές αλλαγές, που θα βελτιώσουν το προφίλ ρίσκου των ελληνικών τίτλων.

ΣΧΕΤΙΚΑ