Τράπεζες: Τι κρύβει η «βουτιά» σε Ελλάδα και Ευρώπη

Economista
ECONOMISTA
Τράπεζες: Τι κρύβει η «βουτιά» σε Ελλάδα και Ευρώπη

Μπορεί η «βύθιση» των εγχώριων τραπεζικών μετοχών το 2018, κυρίως από το καλοκαίρι, να προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση και αναταραχή με πολλούς να προδικάζουν νέο αδιέξοδο για τον κλάδο, ωστόσο η πίεση των τραπεζών δεν είναι ελληνικό φαινόμενο.

Το 2018 ο δείκτης iShares STOXX Europe 600 Banks υποχώρησε κατά 33% ενώ ο δείκτης MSCI Europe Banks Index υποχώρησε σε ποσοστό 24%. Ο τραπεζικός δείκτης στην Ιταλία από τον περασμένο Μάιο έχασε το 40% της αξίας του, ενώ η ιταλική Intesa, μια τράπεζα που προχώρησε σε μεγάλες κινήσεις τόσο για την αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων όσο και την ενδυνάμωση της κεφαλαιακής της βάσης, από τον Μάιο του 2018, υποχωρεί κατά 35%, απώλειες ανάλογες της μετοχής της Eurobank και της Alpha Bank.

Μετοχές τραπεζών όπως η γερμανική Deutsche Bank και της γαλλικής BNP Paribas υποχωρούν κατά 55% και 37% αντίστοιχα.

Σύμφωνα με αναλυτές, η μεγάλη πτώση των ευρωπαϊκών τραπεζών οφείλεται στην εντεινόμενη ανησυχία για την εξασθένιση των ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης στην Ευρώπη αλλά και την παγκόσμια οικονομία, και την αύξηση των πιθανοτήτων ύφεσης.

Η επιδείνωση του οικονομικού περιβάλλοντος, σε συνδυασμό με την ανησυχία για την πολιτική κατάσταση σε Ιταλία, Γαλλία αλλά και Γερμανία οδηγεί τους επενδυτές σε μια συντηρητική στάση και σε ρευστοποιήσεις τραπεζών, οι οποίες αναμένεται να δεχθούν τις μεγαλύτερες επιπτώσεις από την επιβράδυνση των οικονομιών.

Το 2018 ο δείκτης των τραπεζών υποχώρησε κατά σχεδόν περίπου 50% ενώ μετά το καλοκαίρι πολλές φορές οι μετοχές των εγχώριων τραπεζών βρέθηκαν σε τροχιά «ελεύθερης» πτώσης και πολλοί έσπευσαν να σημειώσουν ότι με την πτώση η αγορά προδικάζει νέο αδιέξοδο των τραπεζών και πιθανή νέα ανακεφαλαιοποίηση λόγω των μη εξυπηρετούμενων δανείων.

Η πορεία των τραπεζικών μετοχών το 2018

Μάλιστα το περασμένο φθινόπωρο, η κυβέρνηση συγκάλεσε έκτακτες συσκέψεις αντιδρώντας στην κατακόρυφη πτώση των τιμών των τραπεζικών μετοχών.

Ωστόσο, όπως προκύπτει από τα στοιχεία, το περιβάλλον τόσο για τις τράπεζες όσο και ευρύτερα για την οικονομία έχει βελτιωθεί σημαντικά τους τελευταίους 12 μήνες. Οι τράπεζες το 2018 πέρασαν με επιτυχία το stress test, σχεδόν μηδένισαν την εξάρτησή τους από τον έκτακτο μηχανισμό ρευστότητας (ELA), βελτίωσαν σημαντικά τη ρευστότητά τους με αύξηση καταθέσεων, ενώ ξεπέρασαν τους στόχους μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων.

Οι νέες απώλειες των τραπεζών προκάλεσαν ανησυχία καθώς ήρθαν σε συνέχεια των μεγάλων απωλειών των προηγουμένων ετών. Το ζήτημα των «κόκκινων» δανείων και του αναβαλλόμενου φόρου αποτελούν σοβαρές εστίες ανησυχίας και οι οποίες μπορεί να οδηγήσουν είτε σε νέα ανακεφαλαιοποίηση είτε σε απομείωση των παλαιών μετόχων.

Επιπλέον, δεδομένου ότι το ενδιαφέρον των επενδυτών για ευρωπαϊκές τραπεζικές μετοχές είναι εξαιρετικά περιορισμένο, και πολύ περισσότερο για ελληνικές τα hedge funds που έχουν προχωρήσει σε ανοιχτές πωλήσεις έχουν πολύ μεγαλύτερα περιθώρια να καθοδηγούν τις μετοχές των τραπεζών προς χαμηλότερα επίπεδα τιμών, καθώς δεν εκδηλώνεται καμία σοβαρή αντίδραση.

Πολύ εύκολα, με μικρό όγκο συναλλαγών, μπορούν να αναχαιτίζουν κάθε ανοδική προσπάθεια όπως σήμερα που ο δείκτης των τραπεζών βρέθηκε να ενισχύεται κατά 3% για να κλείσει τελικά με απώλειες της τάξης του 2%.

Η πτώση των εγχώριων τραπεζικών μετοχών κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2018 αλλά και στο ξεκίνημα του 2019, είναι αδικαιολόγητη υπό την έννοια ότι στο διάστημα αυτό δεν υπάρχουν αρνητικές εξελίξεις. Αντίθετα, το περιβάλλον έχει βελτιωθεί σημαντικά. Γιατί λοιπόν να υπάρχει αυτή η κατάρρευση μεταξύ των αποτιμήσεων του Απριλίου 2018 και σήμερα;

Τα παραπάνω ωστόσο, δεν σημαίνουν αναγκαστικά ότι η πτώση είναι εντελώς αδικαιολόγητη. Το ζήτημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων αποτελεί μεγάλη εστία αβεβαιότητας και είναι λογικό ορισμένοι επενδυτές, να προχωρούν σε ανοιχτές πωλήσεις τραπεζικών μετοχών, προδικάζοντας ότι το πρόβλημα δεν θα μπορέσει να επιλυθεί σύμφωνα με τον σημερινό σχεδιασμό. Επιπλέον, οι απαισιόδοξοι έχουν ένα ακόμα ισχυρό επιχείρημα: το θέμα των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων (DTCs). Όπως σημειώνουν, ακόμα κι αν οι τράπεζες καταφέρουν να πιάσουν τους στόχους μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι εξαιρετικά απίθανο να πετύχουν το απαιτούμενο ύψος κερδοφορίας προκειμένου να κάνουν χρήση των DTCs χωρίς την έκδοση νέων μετοχών υπέρ του Δημοσίου κάτι που θα μπορούσε να οδηγήσει στην κρατικοποίηση των τραπεζών.

Πολλοί αναλυτές αποδίδουν την χρηματιστηριακή εικόνα των τραπεζών περισσότερο στην απουσία αγοράς, δηλαδή την απροθυμία κεφαλαίων να τοποθετηθούν σε ελληνικές τραπεζικές μετοχές, και όχι σε αρνητικές εξελίξεις.

Η υπόθεση των ελληνικών τραπεζών που παίζει η short πλευρά της αγοράς, αποδίδει επειδή δεν υπάρχει αγορά όχι επειδή διότι επιβεβαιώθηκαν οι εκτιμήσεις της σημειώνουν. Τονίζουν την περίπτωση της Eurobank: ο βασικός μέτοχος της τράπεζας την ενίσχυσε με περίπου 900 εκατ. ευρώ την τράπεζα, ενώ η διοίκηση της τράπεζας υλοποιεί ένα πολύ φιλόδοξο σχέδιο που θα μειώσει δραστικά τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια μέχρι το τέλος του έτους, ενώ παράλληλα αντιμετωπίζει το πρόβλημα των DTCs. Αν και η μετοχή της τράπεζας, μετά την ανακοίνωση του σχεδίου, έχει αποκομίσει ένα σημαντικό premium σε σχέση με τις άλλες συστημικές τράπεζες, εντούτοις δεν έχει αλλάξει δραστικά την εικόνα της μετοχής, η οποία παραμένει κοντά σε ιστορικά επίπεδα τιμών, ακριβώς διότι, τονίζουν, δεν υπάρχει αγορά για να αποτιμήσει τις θετικές εξελίξεις. Τα short χαρτοφυλάκια εξακολουθούν να ενισχύουν τις ανοιχτές θέσεις τους στη μετοχή της Eurobank.

Παράλληλα, υπό κυοφορία είναι δύο σημαντικά σχέδια για την αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων από την Τράπεζα της Ελλάδος (το οποίο αντιμετωπίζει και το ζήτημα του αναβαλλόμενου φόρου) και το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, τα οποία μπορούν να αλλάξουν δραστικά τα δεδομένα για τον τραπεζικό κλάδο.

Όλα αυτά κάνουν πολλούς να πιστεύουν ότι η χρηματιστηριακή εικόνα των εγχώριων τραπεζικών μετοχών ελάχιστη σχέση έχει με την πραγματικότητα, και τις θεμελιώδεις εξελίξεις, και την αποδίδουν στην απουσία αγοραστικού ενδιαφέροντος που επιτρέπει τα hedge fund που έχουν προχωρήσει σε ανοιχτές πωλήσεις να καθοδηγούν τις τιμές.

Σε ό,τι αφορά την έλλειψη ενδιαφέροντος αναφέρουν ότι πέραν της γενικότερης επενδυτικής αποστροφής προς τραπεζικές μετοχές, όπως αποτυπώνεται στην μεγάλη πανευρωπαϊκή πτώση των τραπεζικών μετοχών, υπάρχουν πολλοί περισσότεροι λόγοι αποχής από την Ελλάδα. Όπως τονίζουν μετά από τόσα χρόνια απογοητεύσεων, πολλά χαρτοφυλάκια προτιμούν να αγοράσουν μόνο αφού πειστούν ότι τόσο το ζήτημα των «κόκκινων» δανείων, όσο και του αναβαλλόμενου έχουν επιλυθεί ακόμα και αν αυτό οδηγήσει σε πολύ υψηλότερες τιμές, παρά να πάρουν ξανά ρίσκο.

ΣΧΕΤΙΚΑ