Η μεγάλη στροφή της ΒΙΑΝΕΞ στις εξαγωγές

Με άνοδο της τάξης του 25% κινήθηκαν το 2017 οι εξαγωγές της εταιρείας ΒΙΑΝΕΞ , αποτελώντας σημαντικό αντίβαρο στις απώλειες που προκαλούν τα μέτρα για το φάρμακο στην εγχώρια αγορά και ιδιαίτερα τις πιέσεις των τιμών. Η εταιρεία κινούμενη σ αυτή τη στρατηγική ανάπτυξης, εκτιμά ότι το 2018 έκλεισε με τζίρο της τάξης των 236 εκατ. ευρώ και κέρδη στα περίπου 6 εκατ. ευρώ.

Η εξαγωγική δραστηριότητα του ομίλου ΒΙΑΝΕΞ έχει αναπτυχθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια και μάλιστα το 2017 κατέγραψε τις μεγαλύτερες πωλήσεις σε ξένες αγορές, με το περίπου 55% αυτών στην Ευρωπαϊκή αγορά, φτάνοντας τα 50 εκατ. ευρώ από 40,2 εκατ. ευρώ το 2016. Πλέον οι εξαγωγές αποτελούν πάνω από το 20% του καθαρού τζίρου της εταιρείας.

Η εταιρία εξάγει τα προϊόντα της μέσω τοπικών διανομέων σε 35 χώρες στην Ευρώπη (Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, Ισπανία, Γερμανία, Δανία, Ολλανδία, Κύπρο), στη Μέση Ανατολή (Ιορδανία, Σ. Αραβία), στην Αφρική (Τυνησία, Σουδάν, Νότια Αφρική, Ακτή Ελεφαντοστού) και στην Ασία (Φιλιππίνες, Ιαπωνία, Βιετνάμ, Σιγκαπούρη, Ταϊβάν).

Παράλληλα κύρια δραστηριότητά της είναι η παραγωγή και εμπορία φαρμακευτικών προϊόντων δικής της ιδιοκτησίας ή under license από τρίτους. Επίσης παράγει προϊόντα για λογαριασμό τρίτων (contract manufacturing). Διαθέτει 4 παραγωγικές μονάδες.

Θυγατρική της ΒΙΑΝΕΞ παρέχει υπηρεσίες διανομής και προώθησης στο χώρο του φαρμακείου και του γενικού εμπορίου (super-market). Πρόκειται για μια στρατηγική επιχειρηματική επιλογή, με δεδομένο ότι ο τομέας των ΜΗ.ΣΥ.ΦΑ. ( μη συνταγογραφούμενα φάρμακα) εξελίσσεται ταχύτατα στην Ελλάδα. Από τη χρήση 2014 άρχισε να δραστηριοποιείται και στην πώληση γενόσημων φαρμάκων.

Επίσης ο όμιλος ελέγχει και την εταιρεία EL DRUG η οποία ιδρύθηκε το 2006. Στην μετοχική της σύνθεση εκτός από τη ΒΙΑΝΕΞ συμμετέχουν ένας όμιλος επιστημόνων ερευνητών καθώς και η Εταιρεία Διαχείρισης της Περιουσίας του Πανεπιστημίου Πατρών. Η εταιρεία ELDRUG δραστηριοποιείται στην έρευνα και ανάπτυξη καινοτόμων φαρμακευτικών προϊόντων.

Ο κύκλος εργασιών μετά την αφαίρεση του Claw Back το 2017 παρουσίασε μείωση 1% και ανήλθε σε ποσό 236.310.330,74 ευρώ έναντι ποσού 238.786.671,39 ευρώ της προηγούμενης χρήσεως. Τα μικτά κέρδη εκμεταλλεύσεως παρουσίασαν μείωση 9,7% και ανήλθαν σε ποσό 45.041.260,46 ευρώ έναντι ποσού 49.853.777,38 ευρώ της προηγούμενης χρήσης, ενώ τα καθαρά κέρδη διαμορφώθηκαν στα 5,8 εκατ. ευρώ έναντι 12,3 εκατ. ευρώ το 2016.

Όπως επισημαίνει η διοίκηση το μακροοικονομικό και χρηματοοικονομικό περιβάλλον στην Ελλάδα εμφανίζει σημάδια σταθεροποίησης, ωστόσο εξακολουθεί να υπάρχει αβεβαιότητα. Παρόλ’ αυτά δεν αναμένεται να επηρεάσει σημαντικά την λειτουργία, τη ερευνητική δραστηριότητα και την οικονομική κατάσταση του ομίλου.

Λαμβάνοντας υπόψη την συνέχιση της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα τις μειώσεις των τιμών των φαρμάκων και την επιβολή των νομοθετημένων κρατήσεων (claw back και rebate) η διοίκηση προχώρησε στην εκτίμηση ότι οι προοπτικές παραμένουν σταθερές όσον αφορά στην πορεία των πωλήσεων και των αποτελεσμάτων.

ΣΧΕΤΙΚΑ