Κρίσιμη τηλεδιάσκεψη για την πρώτη κατοικία

Economista
ECONOMISTA
Κρίσιμη τηλεδιάσκεψη για την πρώτη κατοικία
Φωτο: Shutterstock

Σε εξέλιξη βρίσκεται αυτή την ώρα η κρίσιμη τηλεδιάσκεψη με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς για το νέο θεσμικό πλαίσιο προστασίας της πρώτης κατοικίας, με την κυβέρνηση να βρίσκεται σε άμυνα, καθώς έχουν τεθεί επί τάπητος προτάσεις των Ευρωπαίων για αυστηρούς «κόφτες», που θα κλείσουν σημαντικά την περίμετρο της προστατευτικής ρύθμισης, περιορίζοντας τον αριθμό των δικαιούχων, ιδιαίτερα όσων έχουν εμπορική/επαγγελματική δραστηριότητα.

Σύμφωνα με πληροφορίες, στην τηλεδιάσκεψη η ελληνική πλευρά εκπροσωπείται μόνο από τον υπουργό Οικονομίας, Ευκλείδη Τσακαλώτο και τον υφυπουργό παρά τω πρωθυπουργό, Δημήτρη Λιάκο, κάτι που σημαίνει ότι οι συζητήσεις έχουν ξεφύγει πλέον από το τεχνικό επίπεδο, όπου είχαν σημαντικό ρόλο και οι Έλληνες τραπεζίτες, και έχουν περάσει στο πολτικό, με την κυβέρνηση να βρίσκεται μπροστά σε δύσκολες αποφάσεις, αν θέλει να καταλήξει σε μια συμφωνία, με την οποία θα κλείσει, στο Eurogroup του Απριλίου, η δεύτερη μεταμνημονιακή αξιολόγηση.

Όπως ανέφερε νωρίτερα το economistas, οι διαβουλεύσεις ως τώρα έχουν παγιδευτεί σε δύο παράλληλους κύκλους ατέρμονων συζητήσεων, ενώ απομένει λιγότερο από μια εβδομάδα ως το κρίσιμο Euroworking της ερχόμενης Δευτέρας.

Οι πληροφορίες του economistas.gr αναφέρουν, μάλιστα, ότι αν και η κυβέρνηση δεν απορρίπτει το ενδεχόμενο να χαμηλώσει κατά τι τα περιουσιακά κριτήρια- κι αυτό θα φανεί στη σημερινή προγραμματισμένη τηλεδιάσκεψη μεταξύ υπουργών κι επικεφαλής των Θεσμών- οι Ευρωπαίοι δεν μοιάζουν πρόθυμοι να κλείσουν την εκκρεμότητα. Συγκεκριμένα, αντί καταθέσεων 5.000 ευρώ, η κυβέρνηση συζητά για 15.000- 20.000 ευρώ, καθώς και για αξία υπόλοιπης ακίνητης περιουσίας στις 100.000 ευρώ. Με αυτά τα όρια, οι υπολογισμοί δείχνουν ότι η περίμετρος θα μικρύνει αλλά όχι απαγορευτικά ήτοι θα καλύπτει γύρω στους 150.000 «κόκκινους» δανειολήπτες.

Σύμφωνα με πληροφορίες του economistas.gr, που ρίχνουν φως στις απαιτήσεις των Ευρωπαίων και στο ναυάγιο του Eurogroup, όλα ξεκινάνε από τον έντονο προβληματισμό, το φόβο Βρυξελλών και Φρανκφούρτης, ότι η ταχύτητα ολοκλήρωσης των νέων διαδικασιών προστασίας δεν θα είναι αυτή που υπόσχονται οι Ελληνικές Αρχές κι ότι το νέο πλαίσιο θα κακοφορμίσει όπως ο νόμος Κατσέλη. Στη χθεσινή τηλεδιάσκεψη- μια από τις πολλές- σε επίπεδο τεχνικών κλιμακίων, απλώς επιβεβαιώθηκε αυτή η έλλειψη εμπιστοσύνης.

Συγκεκριμένα, αυτό που φοβίζει τους Ευρωπαίους είναι ότι εάν «πέσουν» 200.000 αιτήσεις στην ηλεκτρονική πλατφόρμα, το σύστημα θα φρακάρει. Και δεν είναι η σχεδόν αυτόματη διαδικασία ελέγχου των κριτηρίων αυτή που φοβίζει, αλλά το στάδιο της επεξεργασίας των αιτήσεων που θα γίνει στις τράπεζες. Έτσι, ενώ οι ελληνικές Αρχές υπολογίζουν και διαβεβαιώνουν ότι κάθε αίτηση θα διεκπεραιώνεται μέσα σε 3 μήνες από τη στιγμή που θα «πέφτει» στο σύστημα, οι Ευρωπαίοι φοβούνται ότι η διαδικασία θα χρονίζει, όπως συμβαίνει τώρα στα Ειρηνοδικεία, όπου λιμνάζουν χιλιάδες αιτήσεις προστασίας.

Ο φόβος τους γίνεται εντονότερος από τη στιγμή που κάποιος, ο οποίος θα απορρίπτεται από τη διαδικασία ή θα επιλέγει ο ίδιος να απορρίπτει την προτεινόμενη ρύθμιση, δεν θα χάνει το δικαίωμα της δικαστικής προστασίας και της ασυλίας από τα μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης. Σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, η προστασία αυτή προβλέπεται από Κοινοτική Οδηγία, άρα το μόνο που θα μπορούσε να γίνει για να «φρενάρει» όσους θέλουν να κρύβονται, είναι κάποιο αντικίνητρο, όπως το να υποχρεούται να πληρώνει το 30% της δόσης του δανείου, έως ότου εκδικαστεί το αίτημα. Ωστόσο, ούτε αυτή η ασφαλιστική δικλείδα φαίνεται ότι πείθει τους Ευρωπαίους.

Κι επειδή αυτός ο φόβος για τις τεχνικές διαδικασίες δεν καταλαγιάζει, κάπως έτσι καταλήξαμε στην σκληρή γραμμή των Ευρωπαίων για τα περιουσιακά κριτήρια, αφού θεωρούν ότι εάν μικρύνει δραστικά η περίμετρος προστασίας, μπορεί να αποφευχθεί το black out στο σύστημα υποδοχής κι επεξεργασίας των αιτήσεων. Έχοντας, πλέον, στοιχεία από τις τράπεζες, η κυβέρνηση ετοιμάζεται να αντιπροτείνει στους Ευρωπαίους χαμηλότερα από τα αρχικά περιουσιακά όρια, αλλά όχι αυτά που ζήτησαν στο τελευταίο Eurogroup.

ΣΧΕΤΙΚΑ