Η ανάπτυξη το '19: Επίδοση ρεκόρ ή άλλη μια απογοήτευση;

Σε επίπεδο ρεκόρ, για την περίοδο μετά το 2008, προβλέπεται ότι θα αυξηθεί φέτος ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Όμως, οι προβλέψεις για ένα ρυθμό επέκτασης έως και 2,5% έχουν τεθεί σε δοκιμασία, κυρίως λόγω των ισχυρών αντίθετων ανέμων που έχουν αρχίσει να πνέουν στην παγκόσμια οικονομία.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της κυβέρνησης, το 2019 η οικονομία θα «τρέξει» με ρυθμό 2,5%, από 2,1% το 2018 και 1,5% το 2017, που ήταν και η πρώτη χρονιά με θετικό πρόσημο στην ανάπτυξη από το 2007. Ελαφρώς πιο μετριοπαθείς είναι οι προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος, που εκτιμά ότι ο ρυθμός ανάπτυξης του 2019 θα είναι 2,3%.

Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο περιμένει ανάπτυξη με ρυθμό 2,4%, εκτιμώντας ότι αυτό θα είναι και το σημείο κορύφωσης της αναπτυξιακής δυναμικής, καθώς τα επόμενα χρόνια θα αρχίσει να υποχωρεί ο ρυθμός, για να πέσει στο 1,2% το 2022.

Ορισμένοι αναλυτές του ιδιωτικού τομέα είναι λιγότερο αισιόδοξοι για το 2019. Η Citigroup, για παράδειγμα, εκτιμά ότι ο ρυθμός ανάπτυξης θα πέσει στο 1,8%.

Κλειδί η επιστροφή στην αγορά

Το μεγάλο, αναπάντητο ερώτημα, από το οποίο θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό αν η οικονομία θα πετύχει ισχυρούς αναπτυξιακούς ρυθμούς το 2019, ή αν θα υπάρξει μια δυσάρεστη έκπληξη επιβράδυνσης, είναι αν θα αποκατασταθεί φέτος η χρηματοπιστωτική κανονικότητα, κάτι που συνδέεται άμεσα με τη δυνατότητα εξόδου του Δημοσίου στην αγορά ομολόγων.

Όπως σημείωνε η Τράπεζα της Ελλάδος στην τελευταία της έκθεση, «οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων εξακολουθούν να βρίσκονται σε υψηλά επίπεδα, λόγω αναταράξεων στις διεθνείς αγορές, ιδιαίτερα στην Ιταλία, αλλά και λόγω της ανησυχίας σχετικά με το ενδεχόμενο ανατροπής μεταρρυθμίσεων που είχαν συμφωνηθεί στο πλαίσιο του προγράμματος. Ως αποτέλεσμα, οι ελληνικές επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά αντιμετωπίζουν υψηλό κόστος δανεισμού, γεγονός που υποδηλώνει ότι η ελληνική οικονομία δεν έχει ακόμη επιστρέψει στην κανονικότητα».

Δυστυχώς, οι τελευταίες εξελίξεις δείχνουν ότι η Ελλάδα κινείται μακριά από το στόχο της επιστροφής στην κανονικότητα. Μετά τη συμφωνία για τον ιταλικό προϋπολογισμό, στις 31 Δεκεμβρίου η απόδοση του ιταλικού 10ετούς ομολόγου είχε πέσει στο 2,749%, ενώ στις 18 Οκτωβρίου είχε φθάσει στο 3,763%. Αντίθετα, η απόδοση του ελληνικού 10ετούς τίτλου παρέμεινε πολύ υψηλή, στο 4,382%.

Την ίδια στιγμή, το κλίμα που διαμορφώνεται στις διεθνείς αγορές μόνο ως ευνοϊκό για την έξοδο του Δημοσίου στην αγορά ομολόγων δεν χαρακτηρίζεται. Στο κλείσιμο του έτους, ο S&P 500 είχε απώλειες 6,2% και ο Stoxx Europe 600 υποχώρησε κατά 13%.

Με αυτά τα δεδομένα, το επενδυτικό κλίμα για τίτλους χαμηλής επενδυτικής διαβάθμισης, όπως οι ελληνικοί, δεν θα είναι καλό το 2019. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους προετοιμάζεται και για δυσμενή σενάρια, καθώς δεν αποκλείει ακόμη και να αντληθεί ένα πολύ μικρό ποσό από την αγορά το 2019 (3 δισ. ευρώ).

Αν επιβεβαιωθεί αυτό το σενάριο, ουσιαστικά ο αποκλεισμός της οικονομίας από τη διεθνή αγορά θα παραταθεί και δεν θα αποκατασταθούν συνθήκες κανονικότητας στη χρηματοδότηση επιχειρήσεων και νοικοκυριών, κάτι που θα επηρεάσει σοβαρά το ρυθμό ανάπτυξης.

Δημοσιονομικοί κίνδυνοι

Στην ήδη επικρατούσα αβεβαιότητα για την επιστροφή της χώρας στην αγορά ομολόγων προστίθενται οι κίνδυνοι που έχουν δημιουργηθεί από πολιτικές αποφάσεις, οι οποίες καθιστούν οριακή την επίτευξη του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα το 2019.

Όπως επισημαίνει η Τράπεζα της Ελλάδος στην τελευταία, ενδιάμεση έκθεσή της, «η κυβέρνηση, σε συμφωνία με τους εταίρους, ακύρωσε την περικοπή των συντάξεων και αποφάσισε να υλοποιήσει μια επεκτατική δημοσιονομική δέσμη μέτρων, ύψους 0,6% του ΑΕΠ, μερικώς αντισταθμιζόμενη από περικοπή δημοσίων επενδύσεων ύψους περίπου 0,3% του ΑΕΠ.

Ως αποτέλεσμα, το πρωτογενές πλεόνασμα της γενικής κυβέρνησης περιορίζεται στο 3,6% του ΑΕΠ, οριακά υψηλότερο του στόχου 3,5% του ΑΕΠ, έναντι 4,25% του ΑΕΠ σύμφωνα με την αναθεωρημένη πρόβλεψη του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής (ΜΠΔΣ) 2019-2022, που βασιζόταν στην υπόθεση ότι θα υλοποιούνταν όλα τα ψηφισμένα μέτρα εξοικονόμησης συνταξιοδοτικών δαπανών και εξισορροπητικών παρεμβάσεων σε στοχευμένες κοινωνικές δαπάνες και δημόσιες επενδύσεις.

Η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι η μη εφαρμογή των θεσμοθετημένων περικοπών στις συντάξεις το 2019, σε συνδυασμό με την εφαρμογή των αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας οι οποίες έκριναν αντισυνταγματικές προγενέστερες περικοπές στις συντάξεις, δρουν επιβαρυντικά στην ανάλυση βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους, καθώς οδηγούν σε προς τα άνω αναθεώρηση της συνταξιοδοτικής δαπάνης και αποτελούν το σημαντικότερο δημοσιονομικό κίνδυνο μεσοπρόθεσμα».

Επιδείνωση διεθνούς κλίματος

Όλα αυτά συμβαίνουν την ώρα που το διεθνές περιβάλλον έχει επιδεινωθεί αισθητά. Όπως σημείωνε στο τελευταίο δελτίο της η Alpha Bank, το διεθνές οικονομικό περιβάλλον έχει γίνει λιγότερο ευνοϊκό και πιο ευμετάβλητο:

  • Η παγκόσμια ζήτηση ενδέχεται να περιορισθεί καθώς υπάρχουν ενδείξεις εξασθενήσεως του αναπτυξιακού ρυθμού σε Κίνα, Ηνωμένο Βασίλειο, Ευρωζώνη και ΗΠΑ. Η ρητορική του εμπορικού προστατευτισμού και ιδιαίτερα η εμπορική διαμάχη ΗΠΑ-Κίνας μπορεί να εντείνει τις γεωπολιτικές εντάσεις περιορίζοντας το διεθνές εμπόριο.
  • Το ενδεχόμενο της αποχωρήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου (Brexit) από την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) χωρίς συγκεκριμένο πλαίσιο συμφωνίας θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά τις εμπορικές ροές, να αποδυναμώσει το διαθέσιμο εισόδημα των Βρετανών τουριστών λόγω εξασθένησης της στερλίνας και να μειώσει τους διαθέσιμους κοινοτικούς πόρους για την Ελλάδα.
  • Το επιβαρυμένο πολιτικό κλίμα στη Γαλλία και η υψηλή δημοτικότητα των αντιευρωπαϊκών πολιτικών σχημάτων στο βαθμό που θα αποτυπωθεί στο αποτέλεσμα των εκλογών για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί να επιτείνει την αβεβαιότητα στις χρηματοπιστωτικές αγορές, να διατηρήσει υψηλά τα μακροχρόνια επιτόκια και κατά συνέπεια να καταστήσει πιο δυσχερή την προσφυγή της Ελλάδας στις αγορές.
  • Παράλληλα, ενδέχεται να επιτείνει το πρόβλημα της απουσίας ενιαίας πολιτικής γραμμής σε καίρια ζητήματα της ΕΕ που σχετίζονται με τη χώρα μας (προϋπολογισμός, γεωργική πολιτική, εμβάθυνση Ευρωζώνης, μεταναστευτικό).

Άγνωστος "Χ" οι εκλογές

Σε όλες αυτές τις πηγές κινδύνου και τους παράγοντες αβεβαιότητας για την πορεία της οικονομίας θα πρέπει να προστεθεί και ο άγνωστος "Χ" των εκλογών.

Βέβαιο θεωρείται ότι μέχρι να στηθούν οι κάλπες των βουλευτικών εκλογών, η οικονομική πολιτική θα βρεθεί σε ακινησία, ενώ και πολλές αποφάσεις του ιδιωτικού τομέα ενδέχεται να αναβληθούν.

Το χειρότερο, για την οικονομία, σενάριο είναι αυτό που επίσημα προβάλλεται από την κυβέρνηση, δηλαδή να στηθούν κάλπες πολύ κοντά στο τέλος της τετραετίας, τον Σεπτέμβριο ή τον Οκτώβριο. Σε αυτή την περίπτωση, η προεκλογική "ακινησία" θα καλύψει το μεγαλύτερο μέρος του έτους, περιορίζοντας την ανατπυξιακή δυναμική της.

Πάντως, ξένοι οίκοι, όπως η Citi, δεν βλέπουν τις εκλογές πλέον ως μια απειλή εκτροχιασμού της οικονομίας, αλλά μάλλον σαν ευκαιρία για το σχηματισμό μιας κυβέρνησης περισσότερο φιλικής προς την αγορά.

ΣΧΕΤΙΚΑ