Η ιταλική εισβολή, οι τράπεζες και τα capital controls του 1940

Με την επιβολή κεφαλαιακών περιορισμών αντέδρασε η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) στην ιταλική εισβολή της 28ης Οκτωβρίου 1940. Η είδηση της εισβολής, και της εμπλοκής της χώρας μας στον Πόλεμο, προκάλεσε όπως ήταν φυσικό έντονη ανησυχία στους πολίτες οι οποίοι έσπευσαν στα ταμεία των τραπεζών για να αποσύρουν τις καταθέσεις τους.

Έτσι η ΤτΕ δεν είχε πολλές επιλογές. Την ημέρα κήρυξης του πολέμου, την 28η Οκτωβρίου, ανακοίνωσε την επιβολή περιορισμών στις αναλήψεις μετρητών: οι πολίτες θα μπορούσαν να πραγματοποιούν αναλήψεις καταθέσεων ποσού που αντιστοιχούσε μέχρι το 5% του υπολοίπου κάθε λογαριασμού ανά μήνα, με ανώτατο όριο τις 10.000 δραχμές, ποσό που αντιστοιχεί σε περίπου 1.600 ευρώ σημερινά χρήματα. Είναι εντυπωσιακό ότι το όριο του 1940, με την Ελλάδα σε πόλεμο και επιβαρυμένη με τις υπέρογκες δαπάνες της πολεμικής προσπάθειας, ήταν περίπου όσο το όριο των capital controls που επιβλήθηκαν το καλοκαίρι του 2015! Ακόμα πιο εντυπωσιακό είναι ότι, αντίθετα με το 2015, οι τράπεζες δεν έκλεισαν ούτε μια ημέρα, παρά την κήρυξη του Πολέμου.

Μέχρι την ιταλική εισβολή η ΤτΕ είχε με επιτυχία καταφέρει να αποκρούσει τις πιέσεις, να διαχειριστεί τα κύματα πανικού και να κρατήσει όρθιες τις τράπεζες χωρίς κεφαλαιακούς περιορισμούς. Το ξέσπασμα του Πολέμου στην Ευρώπη και η επαπειλούμενη Ιταλική εισβολή στη χώρα μας είχαν προκαλέσει μεγάλη αναστάτωση στους πολίτες οι οποίοι έσπευδαν να αποσύρουν τις καταθέσεις τους. Ωστόσο κεντρική επιλογή της ΤτΕ ήταν να αποφευχθούν τα capital controls: έτσι η ΤτΕ προσέφερε απεριόριστη ρευστότητα στις τράπεζες διασφαλίζοντας την ομαλή, κανονική, λειτουργία τους, καθησυχάζοντας έτσι τους καταθέτες και κερδίζοντας την εμπιστοσύνη τους. Μέσα σε λίγους μήνες από το ξέσπασμα του Πολέμου στην Ευρώπη η κυκλοφορία των χαρτονομισμάτων αυξήθηκε κατά 35% και το στοίχημα κερδήθηκε: η αναστάτωση περιορίστηκε, η ψυχολογία βελτιώθηκε και η εμπιστοσύνη στο εθνικό νόμισμα ενισχύθηκε οδηγώντας μάλιστα σε αύξηση καταθέσεων.

Την πολιτική της μη επιβολής περιορισμών στις τραπεζικές καταθέσεις –λόγω των ευρύτερων και μακροχρόνιων επιπτώσεων που θα είχαν στο τραπεζικό σύστημα και την οικονομία- η ΤτΕ αναγκάστηκε να εγκατάλειψει με την ιταλική εισβολή: μέχρι τότε οι κρίσεις πανικού είχαν αντιμετωπιστεί με την παροχή απεριόριστης ρευστότητας στις τράπεζες, αυξάνοντας ωστόσο κατά πολύ τα χαρτονομίσματα που κυκλοφορούσαν στην οικονομία, με κίνδυνο αύξησης του πληθωρισμού. Μια ακόμα μεγαλύτερη αύξηση των χαρτονομισμάτων και μάλιστα σε συνθήκες πολέμου θα οδηγούσε σε έκρηξη του πληθωρισμού. Έτσι η ΤτΕ επέλεξε το πικρό ποτήρι των capital controls.

Με την επιβολή των capital controls το 1940 οι τράπεζες απέφυγαν τα χειρότερα ωστόσο ήταν μια μάχη που δύσκολα μπορούσε να κερδηθεί: η χρηματοδότηση των πολεμικών δαπανών ήταν δυσβάσταχτο βάρος για τη χώρα μας. Οι στρατιωτικές δαπάνες εκτοξεύτηκαν ενώ τα δημόσια έσοδα άρχισαν να υποχωρούν μην αφήνοντας άλλα περιθώρια πλην της προσφυγής στην εκτυπωτική μηχανή. Από την έναρξη του πολέμου μέχρι τον Απρίλιο του 1941, 9,41 δις. δραχμές εισέρευσαν στην οικονομία, διπλασιάζοντας σχεδόν την κυκλοφορία του χρήματος. Και αυτό δεν ήταν τίποτα μπροστά στην νομισματική αποσταθεροποίηση και την πληθωριστική έκρηξη που πραγματοποιήθηκε στα χρόνια της κατοχής.

Η φυγάδευση του χρυσού στην Κρήτη

Είχε περάσει ο χειμώνας του 1940 – 1941 και όπως έγραψε ο Βενέζης, το ελληνικό έθνος, καταματωμένο, είχε συνθέσει νέες επικές σελίδες της ιστορίας του: αφού απώθησε τον πανίσχυρο Ιταλό εισβολέα από το ελληνικό έδαφος, είχε φέρει το μήνυμα της ελευθερίας στην μαρτυρική γη της Βορείου Ηπείρου. «Ήτο, αυτή, μία δόξα που η λάμψις της εγέμισε με Ελλάδα τον κόσμον».

Παρόλα αυτά η εμπλοκή της Γερμανίας στον πόλεμο υπέρ της Ιταλίας ήταν βέβαιη - μόνο θέμα χρόνου – γεγονός που δεν άφηνε κανένα περιθώριο αισιοδοξίας για την τελική έκβαση του πολέμου: η επίθεση της Γερμανίας θα οδηγούσε την κατάληψη της Ελλάδας.

Στις αρχές του 1941 ενώ το στρατιωτικό επιτελείο επεξεργαζόταν την οργάνωση της άμυνας σε συνεργασία με τα λιγοστά βρετανικά στρατεύματα, το πολιτικό προσωπικό προετοίμαζε τα σχέδια αποχώρησης από την Ελλάδα. Η διοίκηση της Τράπεζας της Ελλάδος, με άκρα μυστικότητα ενεργοποίησε σχέδιο για την μεταφορά πάνω από 20 τόνων χρυσού σε ασφαλή τοποθεσία εκτός Αθηνών: στην Κρήτη.

Στις αρχές Φεβρουαρίου 1941, πιθανότατα την Καθαρά Δευτέρα, 314 κιβώτια χρυσού μεταφέρθηκαν σε δυο αντιτορπιλικά του πολεμικού ναυτικού, τον Βασιλέα Γεώργιο και την Βασίλισσα Όλγα και τα μετέφεραν στο Υποκατάστημα της ΤτΕ στο Ηράκλειο. Μόνον τρεις ή τέσσερις γνώριζαν για την μεταφορά του πολύτιμου φορτίου.

Πηγές

Το κείμενο έχει βασιστεί κυρίως στο βιβλίο του Ανδρέα Κακριδή, «Κυριάκος Βαρβαρέσος, Η βιογραφία ως οικονομική ιστορία» και στο «Χρονικόν της Τράπεζης της Ελλάδος» του Ηλία Βενέζη.

ΣΧΕΤΙΚΑ