Νέο ρεκόρ στη Wall Street μετά τη μείωση επιτοκίων της Fed
Με άνοδο έκλεισε το χρηματιστήριο στη Γουόλ Στριτ, ενώ ο δείκτης S&P 500 κατέγραψε το δεύτερο ιστορικό του υψηλό μέσα σε τρεις ημέρες, καθώς, όπως αναμενόταν, η ομοσπονδιακή κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ, η Fed, προχώρησε σε μείωση του επιτοκίου της και κατέστησε σαφές ότι θα περιμένει πριν λάβει οποιαδήποτε νέα απόφαση.
Ο δείκτης Dow Jones της βιομηχανίας έκλεισε με άνοδο 115,54 μονάδων (+0,43%), στις 27.186,69 μονάδες.
Ο δείκτης Nasdaq, στον οποίο δεσπόζουν οι τίτλοι των εταιρειών του τομέα της τεχνολογίας, έκλεισε με άνοδο 27,12 μονάδων (+0,33%), στις 8.303,98 μονάδες.
Ο δείκτης των 500 μεγαλύτερων εισηγμένων εταιρειών στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, ο S&P 500, ο οποίος θεωρείται ο πιο ενδεικτικός της γενικής τάσης, έκλεισε με άνοδο 9,88 μονάδων (+0,33%), στις 3.046,77 μονάδες, επίπεδο χωρίς ιστορικό προηγούμενο.
Νωρίτερα, η ομοσπονδιακή τράπεζα (Fed) μείωσε και πάλι τα επιτόκια, για τρίτη συνεχόμενη φορά, στην προσπάθεια που καταβάλει προκειμένου να στηρίξει την ανάπτυξη στις ΗΠΑ, η οποία φαίνεται να επιβραδύνεται.
Η Νομισματική Επιτροπή της Fed αποφάσισε να μειώσει τα επιτόκια κατά ένα τέταρτο της μονάδας (0,25), στο 1,50-1,75%. Δεν απέκλεισε όμως το ενδεχόμενο να μην συνεχιστεί άμεσα αυτή η πτωτική πορεία.
Η σημερινή μείωση ήταν η τρίτη σε ισάριθμους μήνες. Από τα τέλη του 2015 τα επιτόκια είχαν αυξηθεί εννέα φορές.
Όπως και τον Σεπτέμβριο, στην ανακοίνωσή της η Νομισματική Επιτροπή επικαλείται την επιβράδυνση της παγκόσμιας ανάπτυξης και τον χαμηλό πληθωρισμό για να δικαιολογήσει την απόφασή της. Αυτήν την φορά ωστόσο λείπει η διαβεβαίωση ότι η Fed «θα ενεργήσει με τον κατάλληλο τρόπο για να στηρίξει την ανάπτυξη». Οι αγορές ενδέχεται να ερμηνεύσουν αυτήν την έλλειψη ως ένδειξη ότι έφτασε στο τέλος του αυτή η «προσαρμογή», όπως την αποκαλεί ο πρόεδρος της Fed, Τζερόμ Πάουελ.
Κατά το τρίτο τρίμηνο του έτους, η αύξηση του ΑΕΠ στις ΗΠΑ υποχώρησε στο 1,9%, ενώ στο πρώτο τρίμηνο έφτασε το 3,1% και στο δεύτερο το 2%. Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα σημείωσε ότι μολονότι οι δαπάνες των νοικοκυριών παραμένουν «ισχυρές», οι επενδύσεις των επιχειρήσεων και οι εξαγωγές είναι «αδύναμες».