Η επίθεση στις τράπεζες και η αντοχή των καταθετών

Φωτο: Shutterstock

Στο τέλος Μαΐου 2018, οι διοικήσεις των τραπεζών ετοιμάζονταν για το πιο ανέμελο καλοκαίρι από το ξέσπασμα της κρίσης.

Έχοντας ολοκληρώσει με επιτυχία την νέα άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, το γνωστό stress test, το οποίο μάλιστα «έτρεξε» η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, με την οικονομία σε ανοδική πορεία και με συνεχή βελτίωση ρευστότητας, οι τράπεζες ήταν βέβαιες ότι τα χειρότερα είναι πίσω. Η ακραία αβεβαιότητα των προηγουμένων ετών, οι συζητήσεις περί Grexit, τα κύματα εκροών καταθέσεων φάνταζαν μακρινά και περασμένα.

Ο τελευταίος μεγάλος σκόπελος ήταν το stress test το οποίο οι τράπεζες ξεπέρασαν εύκολα. Το κρίσιμο stress test ολοκληρώθηκε χωρίς να υπάρχει ανάγκη για νέες αυξήσεις κεφαλαίου, ενώ μόνον η Τράπεζα Πειραιώς θα έπρεπε να προχωρήσει σε μικρής κλίμακας κεφαλαιακή ενίσχυση μέσω της έκδοσης ομολόγων, έχοντας σημαντικό χρονικό περιθώριο για να την υλοποίηση της συναλλαγής. Μάλιστα, η αγορά προεξοφλώντας την επιτυχή ολοκλήρωση του stress test οδήγησε σε ράλι τις τραπεζικές μετοχές άνω του 15% στα μέσα Απριλίου 2018.

Έτσι, τον περασμένο Ιούνιο, ο δείκτης των τραπεζών βρίσκονταν μια ανάσα από το επίπεδο των 700 μονάδων και η μετοχή της Alpha Bank διαπραγματεύονταν στο επίπεδο των 2 ευρώ, η Τράπεζα Πειραιώς πάνω από τα 3 ευρώ, η Εθνική Τράπεζα λίγο χαμηλότερα των 3 ευρώ και η μετοχή της Eurobank βρίσκονταν μια ανάσα από το επίπεδο του 1 ευρώ! Στα μέσα Ιουλίου ο δείκτης των τραπεζών σημείωσε μια ήπια υποχώρηση και βρίσκονταν στα επίπεδα των 650 μονάδων.

Η αρχή της μεγάλης κατρακύλας

Ωστόσο η αισιοδοξία του καλοκαιριού και οι προσδοκίες για την πορεία των τραπεζών μετά την επιτυχία του (τρίτου) stress test δεν επαληθεύτηκαν. Το αντίθετο.

Η τελευταία ημέρα του Αυγούστου, με τον δείκτη των τραπεζών να σημειώνει «βουτιά» της τάξης του 3,5%, έδωσε μια μικρή γεύση του τι θα ακολουθήσει. Η πρώτη συνεδρίαση του Σεπτεμβρίου 2018 ξεκίνησε με -3,1% για τις τράπεζες, για να ακολουθήσουν νέες «βουτιές» -5,78% και -4,5% στις 4 και 5 Σεπτεμβρίου.

Κάπως έτσι ξεκίνησε η μεγάλη χειμερινή επίθεση των ξένων κερδοσκοπικών fund στις εγχώριες τράπεζες με σκοπό να οδηγήσουν, βίαια, τράπεζες σε αδιέξοδο και υποχρεωτικές ανακεφαλαιοποιήσεις.

Στο διάστημα 29 Αυγούστου – 7 Σεπτεμβρίου ο δείκτης των τραπεζών υποχώρησε κατά 21%, και μετά από μια ολιγοήμερη ανοδική αντίδραση, σημείωσε νέα «βουτιά» κατά 15% με τον δείκτη των τραπεζών να υποχωρεί στο επίπεδο των 425 μονάδων.

Η πτώση ήταν ανεξήγητη. Η κατάρρευση των μετοχών θύμιζε μέρες του 2012 και του 2015, ωστόσο τίποτα άλλο στην οικονομία και την γενικότερη κατάσταση της χώρα δεν δικαιολογούσε σύνδεση με τις δραματικές αυτές χρονιές. Το αντίθετο.

Η οικονομία βρίσκονταν σε σταθερή τροχιά ανάκαμψης (+1,4 το 2017, κοντά στο 2% για το 2018 και πάνω από 2% αναμένεται το 2019), η ανεργία είχε μειωθεί σημαντικά, η αγορά ακινήτων ήταν σε πορεία ανάκαμψης, το καλοκαίρι του 2018 υπήρξε συμφωνία για το χρέος που βελτίωνε τη θέση της χώρας, οι καταθέσεις των τραπεζών αυξάνονταν, οι τράπεζες μείωναν σύμφωνα με τους στόχους το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, η χώρα ολοκλήρωνε το τρίτο μνημόνιο και ετοιμάζονταν για την μεγάλη επιστροφή στις αγορές. Επιπλέον στη χώρα υπήρχε μια κοινωνική σταθερότητα και σχετική πολιτική σταθερότητα που είχαμε πολλά χρόνια να δούμε.

Οι πολιορκητικοί κριοί των κερδοσκόπων

Παρόλα αυτά η επίθεση των πωλητών στις ελληνικές τραπεζικές μετοχές δεν στερούνταν βάσης. Τα αδύναμα λειτουργικά αποτελέσματα των τραπεζών, ειδικά στο σκέλος των εσόδων, και η σχετικά αργή πρόοδος στο θέμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων αποτέλεσαν τους βασικούς τροφοδότες της απαισιοδοξίας. Ωστόσο ο κύριος λόγος ήταν η επιδείνωση των συνθηκών στις διεθνείς αγορές και οι ανησυχίες για την κατάσταση στην Ιταλία και την Τουρκία.

Επιπλέον λόγους προσέφεραν η ανησυχία για την αναθεώρηση των δεικτών MSCI και τον κίνδυνο διαγραφής από τον δείκτη εγχώριων τραπεζικών μετοχών τροφοδότησε πωλήσεις, η παροχολογία του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ, ενώ μεγάλη απογοήτευση αποτέλεσε η μη αναβάθμιση της Ελλάδας από την Moody’s.

Η επίθεση στην Πειραιώς

Οι ύαινες των αγορών επικεντρώθηκαν στην Τράπεζα Πειραιώς. Η επιδείνωση των διεθνών συνθηκών και η δραστική μείωση των συναλλαγών εταιρικών ομολόγων εκ των πραγμάτων οδηγούσε σε μετάθεση της ομολογιακής έκδοσης για την οποία είχε δεσμευτεί στην ΕΚΤ. Για τους ίδιους λόγους και η Ελληνική Δημοκρατία προχώρησε στην μετάθεση ομολογιακής έκδοσης για το 2019 αλλά και άλλες μεγάλες εταιρίες όπως η Aegean Airlines η οποία επίσης σχεδίαζε την έκδοση εταιρικού ομολόγου (το οποίο τελικά εκδόθηκε με επιτυχία πριν λίγες εβδομάδες).

Το έναυσμα για την επίθεση στην Πειραιώς έδωσε δημοσίευμα ξένου ειδησιογραφικού πρακτορείου, στις 28 Σεπτεμβρίου, ότι ο SSM πιέζει την τράπεζα να προχωρήσει στην άντληση των 500 εκατ. ευρώ μέσω ομολογιακής έκδοσης μέχρι το τέλος του έτους σημειώνοντας παράλληλα για τον κίνδυνο υψηλού κόστους λόγω των δυσμενών συνθηκών στις αγορές ομολόγων. (Σήμερα ξέρουμε ότι η διοίκηση της Πειραιώς δεν βρέθηκε υπό πίεση και έχει εξασφαλίσει τον απαιτούμενο χρόνο από τις εποπτικές αρχές για να προχωρήσει χωρίς πίεση στην συναλλαγή).

Ωστόσο, μετά τα τότε αρνητικά νέα, την Τρίτη 2 Οκτωβρίου η μετοχή της Πειραιώς πραγματοποίησε «βουτιά» κατά 13,22% ενώ την επόμενη ημέρα υποχώρησε περαιτέρω 20,7% χάνοντας μέσα σε 48 ώρες περισσότερο από το 30% της αξίας της. Παράλληλα η Πειραιώς στοχοποιήθηκε από πολλές πλευρές, ανταγωνιστές και αναλυτές ως ο αδύναμος κρίκος του συστήματος με προβλήματα που δεν λύνονται. Μαζί με την Πειραιώς σε ελεύθερη πτώση, μικρότερης ωστόσο έντασης, βρέθηκαν και οι μετοχές των υπολοίπων συστημικών τραπεζών αλλά και ο Γενικός Δείκτης.

Πανικόβλητη η κυβέρνηση

Στην κυβέρνηση επικράτησε πανικός: ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος συγκάλεσε σύσκεψη στην οποία συμμετείχαν ο υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ Δημήτρης Λιάκος, ο πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Χαράλαμπος Γκότσης και ο διευθύνων σύμβουλος του ομίλου του Χρηματιστηρίου Αθηνών Σωκράτης Λαζαρίδης. Η κυβέρνηση απέδωσε, σωστά, την πίεση σε κερδοσκοπικές κινήσεις ωστόσο οι συσκέψεις αποτέλεσαν μια επιλογή υψηλού ρίσκου καθώς το ζήτημα των τραπεζών μετατράπηκε σε «πρώτο» θέμα με κίνδυνο διάχυσης του πανικού.

Η Τράπεζα της Ελλάδος απέφυγε την παραμικρή παρέμβαση, τις ημέρες των έντονων πιέσεων, εκτιμώντας ότι υπήρχε κίνδυνος η παρέμβαση να προκαλέσει μεγαλύτερη ανησυχία στους καταθέτες. Αρκετές ημέρες αργότερα ο διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας, δήλωσε ότι η πτώση δεν δικαιολογούνταν και την απέδωσε σε κινήσεις της αγοράς.

Οι τραπεζικές μετοχές παρέμειναν υπό πίεση. Οι όποιες ανοδικές αντιδράσεις τις αγοράς και των τραπεζών δεν είχαν διάρκεια, ενώ οι πιέσεις των Νοέμβριο συνεχίστηκαν λόγω της ανησυχίας για την αναθεώρηση του MSCI, ανησυχία που επιβεβαιώθηκε καθώς στα μέσα Νοεμβρίου ανακοινώθηκε ότι Εθνική, Πειραιώς και Eurobank τέθηκαν εκτός δείκτη MSCI.

Το ισχυρότερο όπλο των short ωστόσο δεν ήταν άλλο από την πολύ μικρή εμπορευσιμότητα της ελληνικής αγοράς, που τους επέτρεπε με λίγες δεκάδες εκατομμύρια δολάρια να «γκρεμίζουν» τις τραπεζικές μετοχές. Συστηματικά και σε πολλές συνεδριάσεις, ακόμα και σε ανοδικές ημέρες, στο κλείσιμο «έμπαιναν» στις δημοπρασίες κάποιες εντολές πώλησης χιλιάδων μετοχών οδηγώντας τες τελικά στο χαμηλότερο σημείο της ημέρας.

Το μεγάλο «ποντάρισμα» με στόχο ανακεφαλαιοποίηση

Έμπειρα τραπεζικά στελέχη σημειώνουν στο economistas.gr ότι η πίεση του χειμώνα ήταν ακραία υπερβολική και δεν στηριζόταν σε πραγματικά στοιχεία για την κατάσταση των τραπεζών.

Ακόμα περισσότερο, πιστεύουν ότι η κίνηση της αγοράς, και των επενδυτών που τροφοδότησαν τις επιθετικές ρευστοποιήσεις, δεν προεξοφλούσε αδιέξοδο αλλά επιδίωκε ενεργητικά και επιθετικά να οδηγήσει σε αδιέξοδο τις τράπεζες.

Με τα capital controls να έχουν χαλαρώσει και να επιτρέπεται η ελεύθερη μετακίνηση καταθέσεων από τράπεζα σε τράπεζα, εκτιμάται ότι επενδυτές που είχαν προχωρήσει σε ανοιχτές πωλήσεις σε τραπεζικές μετοχές, επιχείρησαν να δημιουργήσουν έναν μεγάλο χρηματιστηριακό πανικό με στόχο ο πανικός στις μετοχές να μεταδοθεί στους καταθέτες προκαλώντας μαζικές μεταφορές καταθέσεων από την Πειραιώς σε άλλες τράπεζες.

Αν συνέβαινε αυτό, και η Πειραιώς έρχονταν αντιμέτωπη με σοβαρό πρόβλημα ρευστότητας, τότε αυξάνονταν κατά πολύ οι πιθανότητες οι αρχές να δώσουν το πράσινο φως στη διάσπαση της τράπεζας σε καλή και κακή. Σημειώνεται ότι η χρηματιστηριακή αξία της Πειραιώς βρέθηκε κάποια στιγμή κάτω από τα 300 εκατ. ευρώ.

Η αρχή του τέλους

Το σχέδιο των κερδοσκόπων πήγε εξαιρετικά κατά το ήμισυ: δημιουργήθηκε χρηματιστηριακός πανικός, που θύμιζε τις ημέρες του 2012 και της ηρωικής διαπραγμάτευσης του 2015 που οδήγησε στο κλείσιμο των τραπεζών, σε capital controls, και στον (σχεδόν) μηδενισμό της περιουσίας των μετόχων των τραπεζών.

Ωστόσο στο πιο κρίσιμο σημείο του σχεδίου, να μεταδοθεί ο πανικός στους καταθέτες, υπήρξε θεαματική αποτυχία. Ο κόσμος, οι πολίτες δεν φοβήθηκαν. Μετά από όλα όσα βιώσαν οι πολίτες τα προηγούμενα χρόνια, μια (μεγάλη) πτώση των τιμών των μετοχών δεν ήταν αρκετή για να πανικοβάλει κανέναν. Κάπου εκεί το παιχνίδι τελείωσε, με την πραγματικότητα να επιβάλλεται.

Το 2018 έκλεισε με μεγάλη αύξηση καταθέσεων για την Τράπεζα Πειραιώς και γενικότερα για τις εγχώριες τράπεζες. Ειδικά για την Πειραιώς, που είχε στοχοποιηθεί ως ο αδύναμος κρίκος, το 2018 έκλεισε με πολλά ρεκόρ με σημαντικότερο την μεγάλη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Παράλληλα δεν τέθηκε ζήτημα, πολύ περισσότερο δεν ασκήθηκε πίεση, για μια άρον άρον έκδοση ομολόγων.

Παράλληλα το χειμώνα του 2018 είδαν το φως της δημοσιότητας τα σχέδια του ΤΧΣ και της ΤτΕ, τα οποία άλλαζαν δραστικά τα δεδομένα και τις προοπτικές αντιμετώπισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Επιπλέον το σχέδιο της ΤτΕ αντιμετώπιζε και το θέμα των χαμηλών εσόδων και του αναβαλλόμενου φόρου που αποτελούσε μεγάλο πρόβλημα για τις τράπεζες. Η Eurobank από την πλευρά της ανακοίνωσε το Σχέδιο Επιτάχυνση με την συγχώνευση της Grivalia και την δραστική μείωση των «κόκκινων» δανείων».

Τα σχέδια αρχικά αγνοήθηκαν από την αγορά. Ωστόσο οι short επενδυτές πια δεν είχαν άλλα βέλη στη φαρέτρα τους πέρα από το να διατηρήσουν το κλίμα απαισιοδοξίας και τις αποτιμήσεις των τραπεζών χαμηλά. Το Ιανουάριο οι μετοχές των τραπεζών βρέθηκαν στο χαμηλότερο σημείο των τελευταίων ετών ωστόσο ο χρόνος για τους short μετρούσε αντίστροφα: ολοένα και περισσότεροι άρχισαν να κατανοούν τα σχέδια της ΤτΕ και του ΤΧΣ και την σημασία τους για την επιτάχυνση μείωσης των «κόκκινων» δανείων, οι συνθήκες στις διεθνείς αγορές βελτιώθηκαν, το ελληνικό δημόσιο επέστρεψε με επιτυχία στις αγορές. Οι πωλητές έμειναν από καύσιμα και ξένα χαρτοφυλάκια, ειδικά μετά το μπαράζ επαφών που είχαν οι διοικήσεις των τραπεζών εξηγώντας την κατάσταση και τα δεδομένα, που έβλεπαν το θετικό σενάριο άρχισαν να αγοράζουν.

Ακολούθησε το ράλι των τραπεζικών μετοχών, σημειώνοντας άνοδο άνω του 55% με την Πειραιώς που είχε δεχθεί τις ισχυρότερες πιέσεις να τριπλασιάσει την τιμή της μετοχής.

Όπως είχε γράψει το economistas.gr στις 28/2: «Το αν θα "καούν" οι σορτ, δηλαδή οι επενδυτές που έχουν προχωρήσει σε ανοιχτές πωλήσεις τραπεζικών μετοχών, είναι πρόωρο να το πει κανείς. Πρέπει όλα αυτά που φαίνεται ότι είναι σε καλό δρόμο να γίνουν πραγματικότητα - στη χώρα έχουμε μακρά παράδοση να αυτοπυροβολούμε τα πόδια μας μόλις τα πράγματα πάνε να βελτιωθούν.

Αυτό όμως που είναι βέβαιο είναι ότι οι ξένοι πωλητές έχουν σταματήσει τις ρευστοποιήσεις (και οι οποίες οδηγούσαν τις μετοχές χαμηλότερα χωρίς αρνητικές ειδήσεις), τα θετικά νέα πολλαπλασιάζονται, οι αγοραστές (σε πρώτη φάση εγχώριοι επενδυτές) επιστρέφουν και έχουν αυξηθεί δραστικά οι πιθανότητες ενός Βατερλό για τα fund που έχουν προχωρήσει σε ανοιχτές πωλήσεις».

ΣΧΕΤΙΚΑ