Alpha: Καίριας σημασίας ο αναπτυξιακός για το ΑΕΠ

NEWSROOM
Alpha: Καίριας σημασίας ο αναπτυξιακός για το ΑΕΠ

Η εκτίμηση του ρυθμού μεγέθυνσης που περιέχεται στο Προσχέδιο του Προϋπολογισμού υποστηρίζεται από το βελτιούμενο οικονομικό κλίμα στο δεύτερο εξάμηνο του τρέχοντος έτους, αλλά και από την ανοδική πορεία των δεικτών οικονομικής συγκυρίας, όπως η απασχόληση, το ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, η μεταποιητική παραγωγή, η οικοδομική δραστηριότητα και οι πωλήσεις αυτοκινήτων.

Αυτό εκτιμά η Alpha Bank στο εβδομαδιαίο δελτίο της με τίτλο «Αποτελεσματικότητα Αναπτυξιακού νόμου και Φορολογικής πολιτικής: Η Σημασία του Μόνιμου Χαρακτήρα των Μεταρρυθμίσεων και της Εμπροσθοβαρούς Εφαρμογής τους».

Η εισαγωγή του νέου Αναπτυξιακού Νόμου είναι καίριας σημασίας για την επίτευξη υψηλού ρυθμού μεγέθυνσης, καθώς προβλέπει σημαντικές μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων και περαιτέρω απλοποίηση των γραφειοκρατικών διαδικασιών στο επιχειρείν. Η αξιόπιστη εφαρμογή του είναι ακόμη μεγαλύτερης σημασίας. Οι επιχειρήσεις και οι διεθνείς επενδυτές πρέπει να πεισθούν ότι η μεταρρυθμιστική προσπάθεια διαμορφώνει ένα μόνιμο πλέον θεσμικό πλαίσιο κανόνων. Επιπλέον, η επιτάχυνση αδειών και εγκρίσεων για ορισμένα μεγάλα - σε όρους δαπάνης και απασχόλησης - έργα, ενισχύει την αξιοπιστία και την προσήλωση σε αυτήν την πολιτική.

Η νέα κυβέρνηση, προκειμένου να αξιοποιήσει το πολιτικό κεφάλαιο που διαθέτει, στην πρώιμη μετεκλογική περίοδο, τόσο στο εσωτερικό από τις επιχειρήσεις και τους πολίτες, όσο και στο εξωτερικό από τις αγορές και τους διεθνείς πιστωτές της χώρας, οφείλει να εφαρμόσει γρήγορα και αποτελεσματικά τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που περιλαμβάνονται στο νέο Αναπτυξιακό Νόμο.

Στόχος είναι η διαμόρφωση ενός περιβάλλοντος φιλικού προς τις επενδύσεις, το οποίο θα οδηγήσει σε υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης, καθώς προβλέπει μία σειρά από αλλαγές που στοχεύουν στη μείωση της γραφειοκρατίας και την απλοποίηση των διαδικασιών που αφορούν σε αδειοδοτικά, περιβαλλοντικά και πολεοδομικά θέματα. Συγκεκριμένα, εισάγεται, μεταξύ άλλων, μια ευέλικτη διαδικασία πιστοποίησης αναφορικά με την έναρξη και την ολοκλήρωση της παραγωγικής λειτουργίας της επένδυσης και αναδιατυπώνονται οι γενικές αρχές αδειοδότησης των επιχειρήσεων. Επίσης, σημειώνεται ότι πλέον θα απαιτείται έγκριση λειτουργίας ή εγκατάστασης βιομηχανικών μονάδων μόνο στις περιπτώσεις αποφυγής κινδύνων (περιβαλλοντικών, οικονομικών, δημοσίου συμφέροντος κ.ά.).

Παράλληλα, δημιουργούνται νέες υποδομές, όπως ο ενιαίος ψηφιακός χάρτης και το εθνικό μητρώο υποδομών, οι οποίες προβλέπουν την καταγραφή των χαρακτηριστικών των κτιρίων και των εκτάσεων που συνδέονται με την άσκηση επενδυτικής ή κατασκευαστικής δραστηριότητας, καθώς και όλων των δημοσίων υποδομών και κτιρίων.

Η θέση ότι η αναπτυξιακή δυναμική της χώρας τα επόμενα έτη θα στηριχθεί στον σχηματισμό παγίου κεφαλαίου και όχι στη ζήτηση από το εξωτερικό αντικατοπτρίζεται επαρκώς στις εκτιμήσεις που ενσωματώνονται στο Προσχέδιο του Προϋπολογισμού. Συγκεκριμένα, η μεγέθυνση της οικονομικής δραστηριότητας το 2020 αναμένεται να προέλθει κυρίως από την αύξηση των επενδύσεων κατά 13,4% και ιδιαίτερα από την αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων (+15,8%), ενώ προβλέπεται ότι θα συνεχιστεί και η ανάκαμψη των δημοσίων επενδύσεων κατά 7,6%.

Επίσης, σημαντική συμβολή θα έχει η ιδιωτική κατανάλωση, η οποία προβλέπεται να αυξηθεί κατά 1,8%, στηριζόμενη κυρίως στην εκτιμώμενη αποκλιμάκωση του ποσοστού ανεργίας στο 15,6% το 2020. Από την άλλη πλευρά, ο εξωτερικός τομέας της οικονομίας, αναμένεται να έχει οριακά αρνητική συμβολή, αφού η μεγέθυνση των επενδύσεων και της ιδιωτικής κατανάλωσης εκτιμάται ότι θα αυξήσει τις εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών (+5,2%), περισσότερο τις εξαγωγές (+5,1%).

Η ταυτόχρονη επίτευξη ισχυρής αναπτυξιακής δυναμικής (2,8% ρυθμός μεγέθυνσης) και διασφάλισης δημοσιονομικής σταθερότητας και πειθαρχίας (πρωτογενές πλεόνασμα 3,56% του ΑΕΠ) το 2020, μπορεί να διαμορφώσει τις συνθήκες για:

(α) την αποκλιμάκωση του δημοσίου χρέους και τη διαμόρφωση μιας δυναμικής δανειακής στρατηγικής του ελληνικού Δημοσίου και

(β) τον εξορθολογισμό των δημοσιονομικών στόχων στο μέλλον, σε συμφωνία με τους Ευρωπαίους εταίρους, εξέλιξη η οποία μπορεί να εξασφαλίσει το δημοσιονομικό χώρο που απαιτείται για την επίτευξη υψηλών και διατηρήσιμων ρυθμών ανάπτυξης.

Συγκεκριμένα, το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί το 2020 στο 167,8% του ΑΕΠ, από 173,3% του ΑΕΠ το 2019. Η δανειοδότηση του ελληνικού Δημοσίου μέσω των αγορών τα επόμενα έτη αναμένεται να αντικαταστήσει σταδιακά τα δάνεια με ομόλογα. Το ύψος των δαπανών για τόκους του χρέους της Κεντρικής Διοίκησης διαμορφώνεται περί το 3%-3,3% του ΑΕΠ.

Όπως αναφέρεται στο Προσχέδιο του Προϋπολογισμού, «οι μειωμένες δαπάνες τόκων τα τελευταία χρόνια οφείλονται στη μείωση του ύψους του δημοσίου χρέους, μετά την ανταλλαγή των ομολόγων (PSI) του Μαρτίου 2012 και την επαναγορά του Δεκεμβρίου 2012, τη μείωση των επιτοκίων των δανείων του μηχανισμού στήριξης και την αναβολή καταβολής τόκων για τα δάνεια που χορηγήθηκαν από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας».

Επίσης, δεδομένων των υψηλών ταμειακών διαθεσίμων του ελληνικού Δημοσίου και των σχετικά περιορισμένων χρηματοδοτικών αναγκών του για το 2020, οι στόχοι της δανειακής στρατηγικής θα είναι: η διασφάλιση της εκδοτικής παρουσίας του ελληνικού Δημοσίου στις διεθνείς αγορές κεφαλαίων, η παροχή εκδόσεων υψηλής ρευστότητας, η μείωση των περιθωρίων δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου, καθώς και η περαιτέρω διασφάλιση της συνέπειας της Ελλάδας, ως κρατικού εκδότη, η αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας αλλά και της εμπιστοσύνης της διεθνούς επενδυτικής κοινότητας.

ΣΧΕΤΙΚΑ