Alpha Bank: Οι προκλήσεις της νέας δεκαετίας

NEWSROOM
Alpha Bank: Οι προκλήσεις της νέας δεκαετίας
Φωτο: Eurokinissi

Η αυγή της νέας δεκαετίας χαρακτηρίζεται αφενός από το ασταθές διεθνές οικονομικό και γεωπολιτικό περιβάλλον και αφετέρου από την προσδοκία επανόδου του κατά κεφαλήν ΑΕΠ της χώρας μας σε τροχιά σύγκλισης με τον κοινοτικό μέσο, μετά τη μακροχρόνια οικονομική ύφεση που στιγμάτισε την περασμένη δεκαετία, όπως αναφέρεται στο Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της Alpha Bank.

Η ήπια ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας των τελευταίων ετών, η οποία ενεθάρρυνε αυτές τις προσδοκίες, στηρίχθηκε κυρίως στην ενίσχυση της ενεργού ζήτησης. Συγκεκριμένα, το πραγματικό ΑΕΠ της Ελλάδας σημειώνει άνοδο την τελευταία τριετία, χάρη στη συμβολή της ιδιωτικής κατανάλωσης και των καθαρών εξαγωγών, ενώ αναμένεται ισχυροποίηση του ρυθμού μεγέθυνσης του ΑΕΠ το τρέχον έτος (Γράφημα 1).

Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η επενδυτική δαπάνη αναμένεται να ενισχυθεί σημαντικά στο διάστημα 2020-2021 αποτελώντας το βασικό μοχλό επέκτασης της οικονομικής δραστηριότητας. Μια τέτοια εξέλιξη θα ήταν καθοριστικής σημασίας για τις μελλοντικές παραγωγικές δυνατότητες της χώρας και τη συμμετρική ενίσχυση της πλευράς της προσφοράς.

Όπως παρατηρείται στο γράφημα, το πραγματικό ΑΕΠ συγκλίνει με το δυνητικό ΑΕΠ, το προϊόν δηλαδή που θα μπορούσε να παράξει η οικονομία, εάν αξιοποιούσε στο έπακρο τις παραγωγικές της δυνατότητες, με αποτέλεσμα η διαφορά τους, γνωστή ως παραγωγικό κενό, να ακολουθεί πτωτική πορεία από το 2013 έως και το 2019, ενώ αναμένεται σχεδόν να μηδενιστεί το 2021. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το παραγωγικό κενό της οικονομίας, θα φθάσει σταδιακά μέχρι το 2021, στα 800 εκατ. Ευρώ, ή στο -0,4% του δυνητικού ΑΕΠ. Η μείωση του παραγωγικού κενού αποδίδεται όχι μόνο στην αύξηση του πραγματικού ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (σε σταθερές τιμές 2015), λόγω της ανερχόμενης ενεργού ζήτησης, αλλά κυρίως, στην πτώση του δυνητικού ΑΕΠ, η οποία ανήλθε σωρευτικά το διάστημα 2010-2018 σε 14% (-7,1% την περίοδο 2013-2018) και η οποία μάλιστα δεν φαίνεται να ανατρέπεται την επόμενη διετία. Η εξέλιξη αυτή αντανακλά την αποδυνάμωση των παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας, λόγω της παρατεταμένης περιόδου αποεπένδυσης.

Δεδομένου ότι το δυνητικό ΑΕΠ αντανακλά, μεταξύ άλλων, το βαθμό στον οποίο μπορεί η ελληνική οικονομία να επιτύχει μακροχρόνια και βιώσιμη οικονομική μεγέθυνση, θα πρέπει να δοθεί έμφαση σε οικονομικές πολιτικές που συμβάλλουν στη βελτίωση των παραγωγικών δυνατοτήτων της οικονομίας και έχουν ως αποτέλεσμα την παράλληλη ανοδική πορεία του πραγματικού και του δυνητικού προϊόντος της χώρας. Η ταυτοποίηση των συγκεκριμένων παρεμβάσεων πολιτικής και η ένταξή τους στο σχεδιασμό της οικονομικής πολιτικής των επομένων ετών, συνιστά ένα σημαντικό εθνικό στόχο. Η πολιτική σταθερότητα, σε συνδυασμό με τη χρονική απόσταση από την έναρξη του επόμενου εκλογικού κύκλου, επιτρέπουν τον σχεδιασμό με μακρύ χρονικό ορίζοντα και την υλοποίηση μέτρων μακροχρόνιας απόδοσης.

Προϋπόθεση για την αναγνώριση και ταυτοποίηση των μεγάλων προκλήσεων, καθώς και των απαιτούμενων μέτρων πολιτικής της επόμενης δεκαετίας, είναι η κατανόηση των αιτίων της φθίνουσας πορείας του δυνητικού προϊόντος της οικονομίας. Αυτή υποδηλώνει ουσιαστικά την αποδυνάμωση της ποσότητας και της ποιότητας των συντελεστών παραγωγής, δηλαδή του κεφαλαίου και της εργασίας, η οποία αποτυπώνεται στο Γράφημα 2, καθώς και της παραγωγικότητας.

Πιο αναλυτικά, σε ό,τι αφορά το φυσικό κεφάλαιο, αυτό έχει εξασθενήσει σημαντικά τα τελευταία χρόνια (-9,2%, σωρευτικά, την περίοδο 2010-2018), καθώς το επίπεδο της επενδυτικής δαπάνης βρίσκεται συστηματικά χαμηλότερα από το ύψος των αποσβέσεων. Το χαμηλό ύψος των επενδύσεων έχει επίσης επηρεάσει αρνητικά την ποιότητα του φυσικού κεφαλαίου της χώρας, καθώς καθυστερεί την ενσωμάτωση των μεγάλων καινοτομιών στο πεδίο της ψηφιακής τεχνολογίας και οικονομίας. Παράλληλα και το εργατικό δυναμικό της χώρας (μπλε γραμμή) έχει μειωθεί την τελευταία δεκαετία, γεγονός που οφείλεται τόσο στη δημογραφική γήρανση του πληθυσμού, όσο και στην εκροή καταρτισμένου ανθρώπινου κεφαλαίου στο εξωτερικό (brain drain).

Λόγω των ανωτέρω, η παραγωγικότητα της εργασίας δεν παρουσιάζει τάσεις ανόδου τα τελευταία έτη και αναμένεται να διαμορφωθεί σε αρνητικό έδαφος το 2019 (-0,4%), ενώ αναμένεται να ανακάμψει με αργό ρυθμό την επόμενη διετία σύμφωνα με τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (+0,1% το 2020 και +0,6% το 2021). Αξίζει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι η παραγωγικότητα του συνόλου των συντελεστών παραγωγής (total factor productivity), όπως αποτυπώνεται στο Γράφημα 2, παρουσιάζει ήδη τάση ανάκαμψης - μετά την μεγάλη επιδείνωση κατά τα έτη της κρίσης - που αναμένεται να ισχυροποιηθεί τα επόμενα έτη (+1,3% τη διετία 2020-2021).

Ο βασικός προσανατολισμός των παρεμβάσεων της οικονομικής πολιτικής για την απάντηση στις ανωτέρω προκλήσεις της επόμενης δεκαετίας, θα πρέπει να αφορά στην ενίσχυση των συντελεστών παραγωγής και της παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας. Τούτο προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, την αύξηση των επενδυτικών δαπανών όχι μόνο ποσοτικά αλλά και ποιοτικά, δίνοντας δηλαδή έμφαση αφενός στους τομείς με το ισχυρότερο πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα και αφετέρου στην ενσωμάτωση καινοτομιών ψηφιακής τεχνολογίας.

Σημαντικές παρεμβάσεις σε αυτήν την κατεύθυνση είναι:

Η αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, μέσω της επιτυχούς εφαρμογής του σχεδίου "Ηρακλής", το οποίο εκτιμάται ότι θα αποκαταστήσει τη ρευστότητα στην πραγματική οικονομία, καθώς θα διευρύνει τις δυνατότητες των πιστωτικών ιδρυμάτων να συγκεντρώσουν χρηματοδοτικούς πόρους με την προσέλκυση καταθέσεων, την πρόσβαση στη διασυνοριακή διατραπεζική αγορά και την έκδοση χρεογράφων. Επιπλέον, μέσω της ενεργής συμμετοχής των ελληνικών τραπεζών σε προγράμματα συγχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα ενισχυθούν οι δυνατότητές τους να χρηματοδοτήσουν την ελληνική οικονομία.

Η προσήλωση στην εφαρμογή του προγράμματος διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και η διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής τους, ώστε να βελτιωθούν και άλλοι τομείς όπου υστερεί η Ελλάδα σε σχέση με τις ευρωπαϊκές χώρες, όπως η ταχύτητα επίλυσης διενέξεων και απονομής δικαιοσύνης, η αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης και ο έλεγχος της διαφθοράς. Η σημερινή κυβέρνηση ήδη εφαρμόζει ένα μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα, το οποίο εστιάζει στην ολοκλήρωση εγκεκριμένων επενδυτικών σχεδίων, στην επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων, στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων, στην αναμόρφωση της δημόσιας διοίκησης και στη μείωση της φορολογίας. Ο εξορθολογισμός της φορολογικής πολιτικής, σε συνδυασμό με την προσήλωση στη δημοσιονομική πειθαρχία συνιστά ένα σημαντικό στοιχείο για την επίτευξη ενός ακόμη καταλύτη για την οικονομική μεγέθυνση, τη βελτίωση της αξιολόγησης του ελληνικού Δημοσίου από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης στο επίπεδο της επενδυτικής βαθμίδας (investment grade).

Η προσέλκυση Άμεσων Ξένων Επενδύσεων, αλλά και η δυναμική στήριξη των εγχώριων, όπως είναι οι επενδύσεις μέσω του Αναπτυξιακού Νόμου, μέσω συμπράξεων δημόσιου-ιδιωτικού τομέα, οι ιδιωτικοποιήσεις και οι λοιπές στρατηγικές επενδύσεις. Επιπλέον, σημαντική ώθηση στις επενδύσεις αναμένεται να έχει και η αξιοποίηση των κερδών από τα ελληνικά ομόλογα που έχουν στην κατοχή τους οι κεντρικές τράπεζες και η ΕΚΤ (ANFAs και SMPs), με σκοπό την πλήρη εκτέλεση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων. Σύμφωνα με την 4η Έκθεση Ενισχυμένης Εποπτείας, η επιστροφή των κερδών από ANFAs και SMPs αναμένεται να διαμορφωθεί στο ύψος περίπου των €1.280 εκατ., ετησίως, μέχρι το 2022.

Η μείωση των στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα μέχρι το 2022, σε συνεργασία με τους εταίρους, στο πλαίσιο της επιτάχυνσης των μεταρρυθμίσεων. Σύμφωνα με την πρόσφατη Νομισματική Έκθεση της ΤτΕ (Δεκέμβριος 2019), οι χαμηλότεροι δημοσιονομικοί στόχοι θα επιτρέψουν την περαιτέρω μείωση της φορολογίας και την ενίσχυση των δημόσιων επενδύσεων. Μια τέτοια εξέλιξη, σε συνδυασμό με την επιτάχυνση και διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, θα έχει θετικές επιδράσεις στο δυνητικό προϊόν και στη μακροχρόνια βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους.

Η αποκλιμάκωση της υψηλής ανεργίας, μέσω της διατήρησης της ευελιξίας της αγοράς εργασίας και της εφαρμογής στοχευμένων πολιτικών αύξησης του εργατικού δυναμικού. Προς αυτή την κατεύθυνση, δύο είναι οι κρίσιμοι καταλύτες: Η αντιστροφή του brain drain, με την αξιοποίηση των νέων προγραμμάτων και την παροχή στοχευμένων φορολογικών κινήτρων για το εξειδικευμένο προσωπικό που θα επιλέξει τον επαναπατρισμό και η αποτελεσματικότερη διαχείριση των εισερχόμενων μεταναστευτικών ροών, ώστε το δυνητικό οικονομικό και κοινωνικό όφελος (αύξηση της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος) από την ένταξή τους στη χώρα μας να υπερβαίνει το ενδεχόμενο κοινωνικό κόστος.

Αναφορικά με το φαινόμενο του brain drain, η επιστροφή του εξειδικευμένου επιστημονικού προσωπικού είναι κρίσιμος παράγοντας, διότι θα συμβάλλει στην ενίσχυση του εργατικού δυναμικού όχι μόνο αριθμητικά, αλλά και ποιοτικά. Επιπλέον, θα αντισταθμίσει την προβλεπόμενη πτωτική τάση του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, εξαιτίας της γήρανσης του πληθυσμού και των δυσμενών δημογραφικών εξελίξεων. Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε η ΕΛΣΤΑΤ, ο πληθυσμός της χώρας την 01.01.2019 μειώθηκε σε σύγκριση με ένα έτος πριν, κατά 0,15%, ενώ οι εξερχόμενοι μετανάστες για το 2018 υπολογίστηκαν σε 103 χιλ., όσοι περίπου και το 2017 (103,3 χιλ.). Οι προβλέψεις, άλλωστε, αναφορικά με την εξέλιξη του πληθυσμού της χώρας τη δεκαετία που μόλις ξεκίνησε, είναι ότι αυτός θα συρρικνωθεί περαιτέρω, από 10,5 εκατ. το 2020, σε 9,9 εκατ. το 2030 (European Commission, The 2018 Aging Report). Παράλληλα και το εργατικό δυναμικό της χώρας αναμένεται να μειωθεί κατά περίπου 600 χιλ. εργαζόμενους ή 9,3%, παρά το γεγονός ότι το ποσοστό συμμετοχής του πληθυσμού ηλικίας 15-64 ετών, στην αγορά εργασίας, προβλέπεται ότι θα αυξηθεί σε 71,4% το 2030, από 68,9% το 2020. Αυτό προκύπτει ως επακόλουθο της γήρανσης του πληθυσμού, καθώς το ποσοστό του πληθυσμού σε ηλικία που θα μπορεί να εργαστεί (working age population) προβλέπεται ότι θα περιοριστεί το 2030, κατά 2,3 εκατοστιαίες μονάδες, σε σύγκριση με το 2020.

Η άνοδος της παραγωγικότητας, που δύναται να στηριχθεί στις διαρθρωτικές αλλαγές που υλοποιήθηκαν στη χώρα στο πλαίσιο των προγραμμάτων προσαρμογής, αλλά και στις επενδύσεις που αναμένεται να πραγματοποιηθούν τα επόμενα χρόνια, θα στηρίξουν, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα, την αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ (European Economic Forecast, Autumn 2019, 2020: +12,5%, 2021: +8,1%). Επιπλέον, ο επαναπατρισμός των νέων επιστημόνων και η αξιοποίηση των προσόντων και της υψηλής εξειδίκευσης που απέκτησαν στο εξωτερικό, μπορούν να συνεισφέρουν σημαντικά στην αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, ιδιαίτερα σε κλάδους υψηλής τεχνολογίας, αναπτυξιακής δυναμικής και κατ’ επέκταση υψηλής προστιθέμενης αξίας.

ΣΧΕΤΙΚΑ