Εφιαλτικά σενάρια για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής- Τι «βλέπει» η Κομισιόν για την Ελλάδα

Φωτογραφία αρχείου: Shutterstock

«Κατά την τελευταία δεκαετία (2015-2024), η θερμοκρασία ήταν 1,24 °C υψηλότερη από ό,τι στην προβιομηχανική εποχή, εκ των οποίων 1,22 °C προκλήθηκαν από ανθρώπινες δραστηριότητες. Η παγκόσμια υπερθέρμανση αυξάνεται με ρυθμό 0,2 °C ανά δεκαετία από τη δεκαετία του 1970 και ο αντίκτυπός της έχει ενταθεί περαιτέρω τα τελευταία χρόνια. Η σταθεροποίηση της συγκέντρωσης των αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα είναι απαραίτητη για την επιβράδυνση – και τελικά τη διακοπή – της μελλοντικής αύξησης των θερμοκρασιών. Ωστόσο, οι παγκόσμιες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου συνεχίζουν να αυξάνονται».

Αυτά είναι τα δεδομένα, πάνω στα οποία «πατάει» η πολυσέλιδη μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τις μακροοικονομικές και δημοσιονομικές επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης στην Ευρώπη και τα στοιχεία/ προβλέψεις είναι άκρως ανησυχητικά. Είναι ενδεικτικό ότι το 2024 ήταν ένα δεύτερο έτος που έσπασε κάθε ρεκόρ, μετά την αξιοσημείωτη ζέστη του 2023, συμβάλλοντας σε ακραία καιρικά φαινόμενα. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την Ευρώπη, όπου οι μέσες θερμοκρασίες το καλοκαίρι ήταν οι υψηλότερες που έχουν καταγραφεί ποτέ – εν
μέσω έντονων καυσώνων, σοβαρών συνθηκών ξηρασίας, τήξης παγετώνων και εκτεταμένων πυρκαγιών, ενώ καταγράφηκαν και σοβαρές πλημμύρες. Οι προβλέψεις δείχνουν ασύμμετρους κινδύνους σε ολόκληρη την Ευρώπη, με περισσότερες βροχοπτώσεις στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη και περισσότερες ξηρασίες στη νότια Ευρώπη.

Τι σημαίνουν όλα αυτά για τις ευρωπαϊκές οικονομίες; Όπως σημειώνει η μελέτη, η κλιματική και ενεργειακή μετάβαση, που καθοδηγείται από τους κλιματικούς στόχους της ΕΕ και τις διεθνείς δεσμεύσεις, συνεπάγεται βαθιές αλλαγές στα πρότυπα επενδύσεων, παραγωγής και κατανάλωσης. Αυτές οι αλλαγές ενδέχεται να έχουν άμεσες δημοσιονομικές συνέπειες, επηρεάζοντας το μέγεθος των απαιτούμενων επενδύσεων, τη σύνθεση των φορολογικών εσόδων και τις πιέσεις στις δημόσιες δαπάνες.

Βραχυπρόθεσμα έως μεσοπρόθεσμα, οι πολιτικές για το κλίμα ενδέχεται να επιβαρύνουν την οικονομική δραστηριότητα και τα δημόσια οικονομικά, λειτουργώντας ως σοκ προσφοράς, αυξάνοντας τις δαπάνες και διαβρώνοντας ορισμένες βάσεις εσόδων. Με την πάροδο του χρόνου, η αξιόπιστη και έγκαιρη δράση για την άμβλυνση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής θα αποφέρει σημαντικά μακροπρόθεσμα οφέλη. Αυτά περιλαμβάνουν την αύξηση της παραγωγικότητας χάρη στην τεχνολογία, νέες ευκαιρίες ανάπτυξης και μείωση των φυσικών κινδύνων από την κλιματική αλλαγή, υποστηρίζοντας πιο βιώσιμα οικονομικά και δημοσιονομικά αποτελέσματα.

Το κόστος της κλιματικής κρίσης

Μεταξύ 1980 και 2023, το κόστος που σχετίζεται με ακραία κλιματικά φαινόμενα ανήλθε σε εκτιμώμενο ποσό 738 δισεκατομμυρίων ευρώ (τιμές 2023) σε άμεσες οικονομικές απώλειες στην ΕΕ, με πάνω από 162 δισεκατομμύρια ευρώ (22%) μεταξύ 2021 και 2023. Οι υδρολογικοί κίνδυνοι (πλημμύρες) αντιπροσωπεύουν το 44% και οι μετεωρολογικοί κίνδυνοι (καταιγίδες, συμπεριλαμβανομένων των κεραυνών και του χαλαζιού) σχεδόν το 29% του συνόλου. Όσον αφορά στους κλιματολογικούς κινδύνους, οι καύσωνες προκαλούν σχεδόν το 19% των συνολικών ζημιών (αλλά ευθύνονται για το 95% των θανάτων), ενώ το υπόλοιπο 8% προκαλείται από ξηρασίες, δασικές πυρκαγιές και κύματα κρύου συνολικά.

Οι απώλειες έχουν αυξηθεί σημαντικά με την πάροδο του χρόνου: οι ετήσιοι μέσοι όροι αυξήθηκαν κατά 8,5 δισεκατομμύρια ευρώ την περίοδο 1980-1989, κατά 14 δισεκατομμύρια ευρώ την περίοδο 1990-1999, κατά 15,8 δισεκατομμύρια ευρώ την περίοδο 2000-2009, κατά 17,8 δισεκατομμύρια ευρώ την περίοδο 2010-2019 και 44,5 δισεκατομμύρια ευρώ για την περίοδο 2020-2023. Μια γραμμική τάση που διατρέχει αυτούς τους μέσους όρους 30 ετών αντιπροσωπεύει αύξηση 53% από το 2009 έως το 2023, ή 2,9% ετησίως.

Τι προβλέπεται για την Ελλάδα

Η μελέτη «μετράει» αύξηση του δημόσιου χρέους σε όλα τα κράτη- μέλη, στην περίπτωση που δεν ληφθούν μέτρα για την αναχαίτιση της κλιματικής κρίσης και δυστυχώς η Ελλάδα βρίσκεται στην κορυφή της κατάταξης.

Το μέγεθος αυτής της αύξησης ποικίλλει ανά χώρα, ανάλογα με την έκθεση σε κλιματικούς κινδύνους και τις υποκείμενες δημοσιονομικές ευπάθειες. Με βάση την υπόθεση απορρόφησης 10% από τον δημόσιο τομέα, έως το 2050, τα κράτη- μέλη, που θα επηρεαστούν περισσότερο παρουσιάζουν μια συγκεκριμένη νότια κλίση, και συγκεκριμένα: Ελλάδα (49 pps του ΑΕΠ), Ιταλία (48,5 pps του ΑΕΠ), Ισπανία (46 pps του ΑΕΠ), Πορτογαλία (44 pps του ΑΕΠ), Κροατία (41 pps του ΑΕΠ), Σλοβενία (37 pps του ΑΕΠ) και Κύπρος (35 pps του ΑΕΠ) – σε σχέση με το βασικό σενάριο χωρίς αλλαγή της δημοσιονομικής πολιτικής.

ΣΧΕΤΙΚΑ