Η Κομισιόν επιμένει: «Να μειωθεί το αφορολόγητο»!

Φωτό: Shutterstock

Την αντίθεση της στην ακύρωση της μείωσης του αφορολόγητου ορίου το 2020 εκφράζει με κατηγορηματικό τρόπο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, συμπλέοντας με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, που έχει τονίσει ότι η διεύρυνση της φορολογικής βάσης είναι αναγκαία για να μειωθούν οι φόροι στις επιχειρήσεις και στην εργασία, ώστε να γίνει περισσότερο φιλικό προς την ανάπτυξη το μείγμα της δημοσιονομικής πολιτικής.

Η κυβέρνηση έχει καλλιεργήσει προσδοκίες για ακύρωση του ήδη ψηφισμένου μέτρου, όπως ήδη έχει συμβεί με την κατάργηση της προσωπικής διαφοράς στις συντάξεις από το 2019. Φαίνεται, όμως, ότι όχι μόνο το ΔΝΤ, που πρότεινε αρχικά τη μείωση του αφορολόγητου, αλλά και η Κομισιόν συμφωνούν ότι το μέτρο είναι αναγκαίο να εφαρμοσθεί.

Στην πρώτη έκθεση του λεγόμενου «Ευρωπαϊκού Εξαμήνου» (η νέα, τακτική διαδικασία ελέγχου των εθνικών οικονομιών από την Κομισιόν), η Επιτροπή ξεκαθαρίζει ότι:

  • Τα επόμενα χρόνια, οποιοσδήποτε δημοσιονομικός χώρος θα εμφανισθεί πάνω από το στόχο (σ.σ.: για το πρωτογενές πλεόνασμα), θα πρέπει να αποτελέσει ευκαιρία για να εγκριθούν μεταρρυθμίσεις που θα καταστήσουν τη δημοσιονομική πολιτική περισσότερο φιλική προς την ανάπτυξη, όπως τα μέτρα που έχουν ήδη θεσπιστεί για το 2020 για τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης (σ.σ.: μείωση του αφορολόγητου ορίου), ενώ ταυτόχρονα θα μειώνονται οι φορολογικοί συντελεστές για τις επιχειρήσεις και την εργασία.

Αξίζει να σημειωθεί ότι, όπως σημείωνε το ΔΝΤ στην πρώτη του έκθεση μεταμνημονιακής επιτήρησης, που δημοσιεύθηκε πρόσφατα, τα στελέχη της κυβέρνησης δήλωσαν στους εκπροσώπους του Ταμείου ότι οι δύο βασικές μεταμνημονιακές μεταρρυθμίσεις (μείωση συντάξεων και αφορολόγητου ορίου) είναι πλέον «ξεπερασμένες», λόγω των καλών δημοσιονομικών επιδόσεων, αφήνοντας να εννοηθεί ότι θα επιδιωχθεί η ματαίωση και της μείωσης του αφορολόγητου ορίου.

Μάλιστα, τα κυβερνητικά στελέχη έχουν από καιρό, ενόψει και των εκλογών, «κλείσει το μάτι» στους ψηφοφόρους για τη ματαίωση του μέτρου. «Επί ενάμιση χρόνο μας έλεγαν (σ.σ.: η αντιπολίτευση) ότι οδεύουμε στην περικοπή των συντάξεων και συμπέραιναν ότι δεν έχουμε βγει από τα μνημόνια. Νομίζω ότι η ίδια απάντηση που δόθηκε με την ακύρωση του μέτρου των συντάξεων είναι και εδώ η πιο πιθανή. Φαίνεται ότι η ελληνική οικονομία επιτυγχάνει τα πρωτογενή πλεονάσματα χωρίς την υλοποίηση οποιουδήποτε νέου μέτρου. Επομένως θα έλεγα να μη βάζουν τα λεφτά τους στο στοίχημα για την μείωση του αφορολογήτου», τόνιζε πριν από λίγο καιρό ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Δημήτρης Τζανακόπουλος.

Είναι, όμως, πλέον σαφές και από την έκθεση της Κομισιόν ότι όποια ελληνική κυβέρνηση θελήσει στο τέλος του χρόνου να διαπραγματευθεί ενδεχόμενη ματαίωση της μείωσης του αφορολόγητου ορίου θα βρεθεί μπροστά σε συμπαγές μπλοκ των δανειστών, οι οποίοι θεωρούν ότι η διεύρυνση της φορολογικής βάσης είναι ένα αναγκαίο μέτρο για να στραφεί σε αναπτυξιακή κατεύθυνση η αναπτυξιακή πολιτική, μέσω της μείωσης φόρων στα εταιρικά κέρδη και στην εργασία.

Στην έκθεση της για το «Ευρωπαϊκό Εξάμηνο», η Κομισιόν υπογραμμίζει ότι η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σοβαρές ανισορροπίες και κινδύνους. «Η Ελλάδα», τονίζεται, «έχει βελτιώσει σημαντικά το ισοζύγιο του προϋπολογισμού και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών τα τελευταία χρόνια. Εντούτοις, η δυνητική ανάπτυξη έχει συμπιεσθεί και οι μεγάλες συσσωρευμένες ανισορροπίες παραμένουν ως κληρονομιά της οικονομικής κρίσης. Αυτές οι ανισορροπίες είναι το υψηλό δημόσιο χρέος, η αρνητική καθαρή διεθνής επενδυτική θέση, τα υψηλά μη εξυπηρετούμενα δάνεια και το υψηλό ποσοστό ανεργίας. Επιπλέον, οι βαθιές θεσμικές και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που άρχισαν τα τελευταία χρόνια για τον εκσυγχρονισμό της οικονομίας και του κράτους, απαιτούν χρόνια εφαρμογής, ώστε να φανεί ο αντίκτυπός τους».

Το σοβαρότερο, ίσως, πρόβλημα που εντοπίζει η έκθεση είναι ότι «η δυνητική ανάπτυξη παραμένει χαμηλή, επιβαρυνόμενη με την απώλεια φυσικού και ανθρώπινου κεφαλαίου λόγω του χαμηλού ποσοστού επενδύσεων και της μετανάστευσης ειδικευμένων εργαζομένων κατά την τελευταία δεκαετία. Οι δυσμενείς δημογραφικές τάσεις αναμένεται να συνεχίσουν να επηρεάζουν το αναπτυξιακό δυναμικό της Ελλάδας».

Για τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που έχουν ήδη γίνει, τονίζεται ότι «αρχίζουν να αποδίδουν καρπούς και η συνέχιση και η ολοκλήρωσή τους θα είναι απαραίτητες για την απελευθέρωση της αναπτυξιακής δυναμικότητας».

Η Κομισιόν κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την πολύ ασθενή επενδυτική δραστηριότητα. «Οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ υποχώρησαν στο χαμηλότερο επίπεδο το 2015 και αυξάνονται βραδέως», σημειώνει. «Όμως, παρέμειναν σε ποσοστό μικρότερο από 13% το 2018, το οποίο εξακολουθεί να είναι το χαμηλότερο στην Ε.Ε. Οι ιδιωτικές και οι δημόσιες επενδύσεις μειώθηκαν σημαντικά κατά τη διάρκεια της κρίσης και οι άμεσες ξένες επενδύσεις είναι οι χαμηλότερες στην Ε.Ε.».

Για μεταρρυθμίσεις που για τη βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος την απελευθέρωση των ιδιωτικών επενδύσεων, η Κομισιόν αναφέρει ότι «παρόλο που αναμένεται να αποδώσουν καρπούς, θα πρέπει να συνεχιστούν για να υπάρξει μια βελτίωση του επενδυτικού περιβάλλοντος με μακροχρόνια διάρκεια».

Σκιαγραφώντας με γκρίζους τόνους την κατάσταση σχετικά με τις επενδύσεις, η Κομισιόν υπογραμμίζει ότι:

  • Ο λόγος των επενδύσεων προς το ΑΕΠ εξακολουθεί να είναι πολύ χαμηλός, ιδίως λόγω της περιορισμένης επενδυτικής διάθεσης στον ιδιωτικό τομέα. Οι επενδύσεις αντιστοιχούσαν σε ποσοστό πάνω από 25% του ΑΕΠ κατά τα έτη προ της κρίσης, ενώ το 2018 το ποσοστό ήταν χαμηλότερο από 15% του ΑΕΠ, κυρίως λόγω της μείωσης των επενδύσεων σε κατοικίες. Οι επενδύσεις στον τομέα των κατασκευών αυξάνονται, αλλά οι επενδύσεις σε εξοπλισμό μειώθηκαν σημαντικά το 2018 σε σύγκριση με το 2017. Η οικοδομική δραστηριότητα αυξήθηκε το 2018, αλλά από μια πολύ χαμηλή βάση, πράγμα που σημαίνει ότι η συμβολή της στην ανάπτυξη είναι περιορισμένο. Οι δημόσιες επενδύσεις επίσης υστερούν σε σχέση με τα επίπεδα πριν από την κρίση.
  • Το χάσμα των επενδύσεων δείχνει ότι υπάρχει ευρύ περιθώριο για ανάκαμψη εάν βελτιωθεί το επιχειρηματικό κλίμα. Η ανάκαμψη των επενδύσεων αναμένεται να υποστηριχθεί από τη μεταρρύθμιση του πλαισίου αδειοδότησης επενδύσεων και από πολλές άλλες μεταρρυθμίσεις που εγκρίθηκαν για τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Θα εξαρτηθεί επίσης από την ικανότητα του τραπεζικού τομέα να παρέχει πιστώσεις στις εταιρείες τα επόμενα χρόνια. Οι νέες επενδύσεις μέσω του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων και οι νέες άμεσες ξένες επενδύσεις θα μπορούσαν να στηρίξουν την οικονομική ανάκαμψη. Το πρόσθετο εισόδημα και η παραγωγική ικανότητα που συνδέονται με αυτές τις επενδύσεις θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε υψηλότερα επίπεδα απασχόλησης, εισοδήματος και ιδιωτικών δαπανών.
  • Οι τομείς προτεραιότητας για επενδύσεις του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα περιλαμβάνουν τις μεταφορές και την εφοδιαστική αλυσίδα, τη βιώσιμη αναζωογόνηση των αστικών περιοχών και των πλέον μειονεκτικών και υποβαθμισμένων περιοχών, την ενεργειακή απόδοση και τις υποδομές, την προστασία του περιβάλλοντος, τις ψηφιακές τεχνολογίες, τις δεξιότητες, την εκπαίδευση και κατάρτιση του εργατικού δυναμικού, την κοινωνική ένταξη, την υγεία, καθώς και την έρευνα και ανάπτυξη, κυρίως μέσω της ανάπτυξης στρατηγικών έξυπνης εξειδίκευσης σε τομείς όπως η γεωργική διατροφή και ο τουρισμός.
ΣΧΕΤΙΚΑ