«Κούφιο» υπερπλεόνασμα 2,42 δισ. το α' τρίμηνο

Οι υπερεισπράξεις των τριών πρώτων μηνών του 2019 και η υπερσυγκράτηση των δαπανών στο ίδιο χρονικό διάστημα, φούσκωσαν για τα καλά τα πανιά των παροχών, ωστόσο αν διαβάσει κανείς με προσοχή τα επιμέρους στοιχεία του Προϋπολογισμού, θα διαπιστώσει ότι το ομολογουμένως εντυπωσιακό υπερπλεόνασμα των 2,420 δισ. ευρώ είναι λίγο ως πολύ λογιστικό και σίγουρα δεν προσφέρεται για σοβαρή επιχειρηματολογία έναντι των Θεσμών.

Ο στρατηγικός στόχος της διατήρησης του αφορολογήτου στα σημερινά επίπεδα, δηλαδή η κατάργηση της μείωσης του από 1/1/2020, συνεπάγεται ούτε λίγο ούτε πολύ ότι το υπουργείο Οικονομικών θα πρέπει να πείσει ότι το πρωτογενές πλεόνασμα της επόμενης χρονιάς θα είναι τουλάχιστον 1 ποσοστιαία μονάδα πάνω από το στόχο, δηλαδή τουλάχιστον 4,5%, καθώς τόσο υπολογίζεται το δημοσιονομικό όφελος από το «ψαλίδισμα» της έκπτωσης φόρου στα 1.250 ευρώ, από 1.900 ευρώ σήμερα.

Αν προσθέσει, δε, κανείς όλα τα υπόλοιπα (μείωση πρώτου συντελεστή κλίμακας, κατάργηση έκτακτης εισφοράς ως 30.000 ευρώ, περαιτέρω μείωση ΕΝΦΙΑ, μείωση φόρου εισοδήματος για επιχειρήσεις), τότε ο πήχης του πλεονάσματος πρέπει να ανέβει ως το 5,5%. Φυσικά, αν στην εξίσωση μπει και η μόνιμη 13η σύνταξη, τότε το κόστος ανεβαίνει σε εξωπραγματικά επίπεδα, που δεν μπορούν να καλυφθούν από την επίσημο, εκτιμώμενο δημοσιονομικό χώρο των 1,280 δις ευρώ.

Αφήνοντας κανείς στην άκρη ότι η τελική διαπραγμάτευση θα γίνει από την επόμενη κυβέρνηση- όποια κι αν είναι αυτή- αφού το Προσχέδιο κατατίθεται στις 7 Οκτωβρίου, το βασικό επιχείρημα στην επικείμενη διαβούλευση με τους Θεσμούς εν όψει κατάθεσης του Μεσοπρόθεσμου, είναι ότι ο Προϋπολογισμός από φέτος κιόλας υπεραποδίδει άρα θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο και το carry over. Είναι, όμως, έτσι;

Το πρώτο επιχείρημα της ελληνικής πλευράς είναι ότι αύριο η Eurostat θα επικυρώσει τις εκτιμήσεις για τον Προϋπολογισμό του 2018 (3,9%) άρα και τη μεθοδολογία του ΓΛΚ για τις δημοσιονομικές προβολές που έχουν γίνει για φέτος κι εφεξής. Το δεύτερο επιχείρημα είναι ότι με τη συμπλήρωση του πρώτου φετινού 3μήνου, αποδεικνύονται συντηρητικές οι εκτιμήσεις, καθώς αντί πρωτογενούς ελλείμματος 960 εκατ. ευρώ, καταγράφεται πλεόνασμα 1,460 δις ευρώ. Εδώ, όμως, το πράγμα «θολώνει».

Κατ’ αρχάς, οι υπερεισπράξεις των 1,349 δις ευρώ μοιάζουν θεαματικές, αλλά υπάρχει μια μικρή λεπτομέρεια, που κάνει τη διαφορά: τα έσοδα από την επέκταση της σύμβασης παραχώρησης του Ελ. Βενιζέλος. Ο αρχικός σχεδιασμός ήταν να μπουν στα κρατικά ταμεία τον περασμένο χρόνο, αλλά λόγω καθυστερήσεων τα 1,176 δισ. ευρώ εισπράχθηκαν φέτος. Συμπέρασμα: πρόκειται για one- off έσοδο, δηλαδή έσοδο μη επαναλαμβανόμενο και το 2020, που θα μπορούσε να απορροφήσει μέρος του κόστους των σχεδιαζόμενων ελαφρύνσεων.

Από την άλλη μεριά, στο πεδίο των δαπανών, το συμμάζεμα των 1,010 δις ευρώ προκαλεί αίσθηση. Κι εδώ υπάρχει, όμως μια μικρή λεπτομέρεια: ένα λογιστικό περίσσευμα 658 εκατ. ευρώ από τις προγραμματισμένες καταβολές των περσινών αναδρομικών, το οποίο πολύ απλά στο τέλος του έτους θα «σβήσει».

Στα παραπάνω θα πρέπει να προσθέσει κανείς και το ΠΔΕ. Αν και καταγράφονται επιπλέον έσοδα 192 εκατ. ευρώ, οι πληρωμές είναι ήδη 120 εκατ. ευρώ χαμηλότερες από τον προγραμματισμό, δημιουργώντας έτσι συνολικά ένα «μαξιλάρι» 312 εκατ. ευρώ, που βελτιώνει ακόμα περισσότερο την εικόνα του Προϋπολογισμού.

Θα μπορούσε να υποσχεθεί ή και να καταβάλει κάτι άμεσα η κυβέρνηση, δηλαδή από τον Προϋπολογισμό του 2019; Μετά από το «πακέτο» συντάξεων - ελαφρύνσεων - επιδομάτων που ενσωματώθηκε το Δεκέμβριο, επισήμως ο Προϋπολογισμός προβλέπει δημοσιονομικό χώρο περίπου 200 εκατ. ευρώ, αν και ανεπισήμως στο υπουργείο Οικονομικών «πατώντας» πάνω σε όλα τα παραπάνω στοιχεία του πρώτου 3μήνου, θεωρούν ότι η αρχική πρόβλεψη του Μεσοπρόθεσμου για υπερπλεόνασμα 700- 800 εκατ. ευρώ, παραμένει εφικτή, επιτρέποντας κινήσεις. Αντιθέτως, η εκτίμηση των Θεσμών παραμένει ότι το 3,5% είναι οριακά εφικτό.

ΣΧΕΤΙΚΑ