Στα φτωχά νοικοκυριά οι περισσότερες ελαφρύνσεις
Από την πρώτη ανάγνωση των ελαφρύνσεων, που ανακοίνωσε χθες το βράδυ ο πρωθυπουργός, είναι προφανές ότι δεν στοχεύουν στην πολύπαθη μεσαία τάξη, αλλά κυρίως στα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα, όπου ως επί το πλείστον εντοπίζεται η εκλογική βάση της κυβέρνησης.
Η δέσμη φορολογικών μέτρων άμεσης εφαρμογής -που στην πραγματικότητα είναι η μόνη χειροπιαστή, αφού τα υπόλοιπα θα συνοδεύσουν τον προϋπολογισμό του 2020 άρα θα πρέπει να ψηφιστούν το φθινόπωρο, μετά από τις εκλογές- εξαντλείται στις μειώσεις ΦΠΑ: στην εστίαση, στα συσκευασμένα τρόφιμα, στην ενέργεια. Θεωρητικά όλο αυτό το «πακέτο» θα ελαφρύνει τα νοικοκυριά κατά τουλάχιστον 300 εκατ. ευρώ στο εξάμηνο που απομένει ως το τέλος του έτους κι επειδή οι παρεμβάσεις στην έμμεση φορολογία είναι «τυφλές», δεν συναρτώνται δηλαδή από το εισόδημα, ευνοούν κυρίως τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα. Είναι ενδεικτικό ότι ενώ στο σύνολο του πληθυσμού, οι δαπάνες διατροφής καλύπτουν περίπου το 20% της μηνιαίας δαπάνης, στα φτωχά νοικοκυριά το ποσοστό αυτό εκτινάσσεται στο 31,4%, άρα κάθε παρέμβαση στο ΦΠΑ έχει πολύ μεγαλύτερη επίδραση.
Ακόμα και η «ακτινογραφία» των εξαγγελιών του 2020 καταλήγει στο ίδιο ακριβώς συμπέρασμα. Κατ’ αρχάς, η διατήρηση του αφορολογήτου στα ίδια επίπεδα ήτοι η κατάργηση της διάταξης του 2017 περί «ψαλιδίσματος» κατά περίπου 3.000 ευρώ, αποτρέπει την επιβάρυνση χαμηλόμισθων και χαμηλοσυνταξιούχων των 600 ευρώ. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα εργαζόμενου με ετήσιες αποδοχές 8.000 ευρώ, δηλαδή 571 ευρώ το μήνα, ο οποίος ενώ σήμερα είναι αφορολόγητος, εάν ισχύσει η ψηφισμένη διάταξη του 2017 θα κληθεί να πληρώσει φόρο 510 ευρώ.
Και η μεσαία τάξη; Είναι ενδεικτική η αντίδραση του Ε. Τσακαλώτου, ο οποίος επέμεινε στο παράδειγμα που έχει αναρτήσει στο twitter. Σύμφωνα, λοιπόν, με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, που επικαλείται, το ετήσιο εισόδημα μιας οικογένειας της μεσαίας τάξης, μειώθηκε από το 2011 έως το 2014 κατά 5.258 ευρώ, ενώ τα έτη 2015-16 αυξήθηκε κατά 146 ευρώ. Αυτό που δεν λένε, όμως, τα στοιχεία της Στατιστικής είναι ότι δεν πρόκειται για την ίδια οικογένεια, αλλά για το τεταρτημόριο εισοδήματος που εξετάζεται. Στην πραγματικότητα, είχαμε μαζική υποχώρηση των παλιών μεσαίων στρωμάτων σε χαμηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια κι αυτό προκύπτει κι από τα στοιχεία των εκκαθαρισμένων φορολογικών δηλώσεων.
Στην πραγματικότητα η μεσαία τάξη θα πρέπει να περιμένει... στο ακουστικό της. Κατ’ αρχάς, η ψηφισμένη με το νόμο 4472/2017 διάταξη για μείωση του πρώτου φορολογικού συντελεστή από το 22% στο 20%, δεν συμπεριλήφθηκε στις εξαγγελίες του Πρωθυπουργού, συνεπώς το εν λόγω μέτρο -που είχε ψηφιστεί ως αντίμετρο στη μείωση του αφορολογήτου- δεν χώρεσε στο σχεδιασμό της σημερινής κυβέρνησης. Το όφελος για τους φορολογούμενους θα ήταν 877 εκατ. ευρώ την πρώτη χρονιά και σχεδόν 1 δισ. για κάθε επόμενο έτος.
Επιπλέον, η επίσης ψηφισμένη μείωση του ΕΝΦΙΑ -με διάταξη του 4579/2018 που αντικατέστησε το σχετικό φορολογικό αντίμετρο- αφορά μόνο στο 2019 και δεν υπήρξε η παραμικρή αναφορά για το 2020 από τον Πρωθυπουργό, άρα τα περίπου 200 εκατ. ευρώ που θα γλίτωναν οι ιδιοκτήτες ακινήτων πάνε… περίπατο.
Όσον αφορά, δε, στην αναμόρφωση της έκτακτης εισφοράς, είναι σαφώς πιο «χλιαρή» από την ψηφισμένη ως φορολογικό αντίμετρο. Συγκεκριμένα, το αφορολόγητο δεν θα είναι 30.000 ευρώ, αλλά 20.000 ευρώ, ενώ οι συντελεστές δεν θα έχουν την ψηφισμένη μείωση. Συγκεκριμένα, η κλίμακα του 2017 προβλέπει 2% για εισοδήματα ως 40.000 ευρώ αλλά πλέον πάει στο 4%, για εισοδήματα ως 65.000 ευρώ η ψηφισμένη κλίμακα προβλέπει 5% αλλά πλέον πάει στο 6%, ενώ όφελος θα υπάρξει μόνο για υψηλότερα εισοδήματα (ως 220.000 ευρώ), όπου αντί του ψηφισμένου συντελεστή 9% η εξαγγελία είναι για 8%