Αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά: Γιατί υστερεί η Ελλάδα;

NEWSROOM
Αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά: Γιατί υστερεί η Ελλάδα;
Φωτογραφία: Shutterstock

Στην στρατηγική για την ανάπτυξη του τομέα των αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών στην Ελλάδα, αλλά και στα προβλήματα που εμποδίζουν την χώρα να ωφεληθεί σημαντικά από το παγκόσμιο εμπόριό τους, αναφέρθηκε ο καθηγητής του τμήματος Γεωπονίας στο ΑΠΘ, Χρήστος Δόρδας, στη διάρκεια ομιλίας του στην ημερίδα για τις προοπτικές αξιοποίησης των αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών.

Όπως είπε, το παγκόσμιο εμπόριο ξεπερνά τους 440.000 τόνους, με την αξία να διαμορφώνεται σε τουλάχιστον 20 δισ. δολάρια και των αιθέρων ελαίων να διαμορφώνεται σε 2,5 δισ. δολ (143.000 τόνους).

Αναφερόμενος στη στρατηγική που θα πρέπει να ακολουθηθεί για την ανάπτυξη του τομέα των αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών στην Ελλάδα, ο κ. Δόρδας, επισήμανε ότι αυτή θα πρέπει να εστιάζει στον εκσυγχρονισμό των γεωργικών εκμεταλλεύσεων και των καλλιεργητικών πρακτικών, στη βελτίωση της προστιθέμενης αξίας (μεταποίησης, τυποποίησης) και στην υιοθέτηση συστημάτων διαχείρισης ποιότητας και συγκεκριμένα ΠΟΠ και ΠΓΕ και προώθησης της βιολογικής και ολοκληρωμένης καλλιέργειας αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών.

Τα προβλήματα που χρήζουν επίλυσης για την επέκταση των αρωματικών φυτών στην Ελλάδα είναι, σύμφωνα με τον κ. Δόρδα, τα εξής: "ανεπαρκής ενημέρωση των αγροτών, ελλείψεις εφοδίων (πιστοποιημένων σπόρων και πολλαπλασιαστικού υλικού) και εξοπλισμού, γνώσεων για καλλιεργητικές φροντίδες, σύνδεσης πρωτογενούς παραγωγής και βιομηχανίας (συσκευασίας/απόσταξης και παραγωγής αιθέριων ελαίων), συγκέντρωση των κυριότερων μονάδων μεταποίησης σε Αθήνα, Κρήτη και Μακεδονία και ανεπαρκής προώθηση της καλλιέργειας (συσκευασίες, αιθέρια έλαια)".

Τονίζοντας ότι η έκταση και η παραγωγή αρωματικών και φαρμακευτικών στην Ελλάδα, παρουσιάζει έντονες διακυμάνσεις από το 1981, οπότε καλλιεργούνταν 40.000 στρέμματα, με συνολική παραγωγή τους 4.500 τόνους, ο κ. Δόρδας, τόνισε, ότι η κάμψη καταγράφηκε τη δεκαετία του 1990, με 16.000 στρέμματα και 2-2.500 τόνους και συμπλήρωσε ότι από το 2015 σημειώνεται σταθερά ανοδική πορεία, με αποτέλεσμα το 2016 τα αντίστοιχα νούμερα να διαμορφώνονται σε 38.000 στρέμματα και σε 5.000 η παραγωγή. "Ελπίζουμε σύντομα να πιάσουμε τα 100.000 στρέμματα", επισήμανε, υπογραμμίζοντας τη σημασία των συμπράξεων και δικτυώσεων, αλλά και τη δημιουργία ομάδων παραγωγών και ενώσεων. "Η αγορά των αρωματικών και φαρμακευτικών φυτών στην Ελλάδα είναι ένας ανεκμετάλλευτος ακόμη πλούτος και τα περιθώρια ανάπτυξης της αγοράς είναι τεράστια", υπογράμμισε χαρακτηριστικά.

Όπως διευκρίνισε, υπάρχει δυνατότητα για αύξηση των αποδόσεων, με βελτίωση του γεννετικού υλικού και των καλλιεργητικών τεχνικών και σημείωσε ότι οι τάσεις αφορούν στη βελτίωση της ποιότητας και στη χρησιμοποίηση τεχνικών φιλικών προς το περιβάλλον. Υπενθύμισε, ότι η χλωρίδα στην Ελλάδα αφορά σε 6.000 είδη (το 50% περίπου της φυτικής βιοποικιλότητας της Ευρώπης και το 80% περίπου της Βαλκανικής χλωρίδας) και έχουν καταγραφεί 500-600 αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά, με τα σημαντικότερα να είναι τα εννέα: ρίγανη 8.000 στρ, κρόκος 7.500 στρ., μαστιχόδεντρα 12.000 στρ., λεβάντα, τσάι του βουνού, δίκταμος, μάραθος και γλυκάνισος, ενώ καλλιεργούνται επίσης, χαμομήλι, δάφνη, βασιλικός, μέντα, δεντρολίβανο, μελισσόχορτο, φασκόμηλο και τριαντάφυλλο.

Την ημερίδα συνδιοργάνωσαν στη Θεσσαλονίκη η Αμερικανική Γεωργική Σχολή και ο Τομέας Επιστήμης και Τεχνολογίας τροφίμων, του Τμήματος Γεωπονίας του ΑΠΘ.

ΣΧΕΤΙΚΑ