Τα ερωτηματικά των επενδυτών για την ανάπτυξη

Φωτογραφία: Shutterstock

Υπό τον ήχο των τυμπάνων του πολέμου από τη γειτονική Ιταλία, η Ελλάδα κρατάει την ανάσα της και επιχειρεί να κάνει όλες εκείνες τις διαχειριστικές ενέργειες για το χρέος, που θα της επιτρέψουν να «χτυπήσει» την πόρτα των αγορών, όταν ανοίξει «παράθυρο» ευκαιρίας. Αρκεί, όμως, αυτό;

Η αισιόδοξη ματιά, όπως την αναλύουν στο economistas πηγές με γνώση της διαδικασίας, εστιάζει σε μια από τις βασικές παραδοχές για τη δυναμική του Χρέους: τα επιτόκια δανεισμού. Το βασικό σενάριο εργασίας του ESM είναι ότι το ελληνικό χρέος παραμένει βιώσιμο όσο το μέσο κόστος δανεισμού διαμορφώνεται στο 4,9% ως το 2060. «Πρόκειται για παράθυρο ευκαιρίας (window opportunity) για μια γενιά» παρατηρούν οι εν λόγω πηγές, εξηγώντας ότι όσο η Ελλάδα κινείται κάτω από αυτά τα επίπεδα, όχι μόνο το χρέος παραμένει εντός τροχιάς, αλλά θα «ψαλιδίζεται».

Οι ίδιες πηγές παρατηρούν, επίσης, ότι το ετήσιο κόστος για τόκους δεν πρόκειται να ξεπεράσει τα 5,5 δισ ευρώ κι έτσι υπερκαλύπτεται από τα εκτιμώμενα πλεονάσματα, ακόμα κι αν το yield είναι μεγαλύτερο από τις προβλέψεις.

Άλλη πηγή προσθέτει στη θετική εξίσωση του ελληνικού χρέους, τη διαφορά ελληνικών- πορτογαλικών ομολόγων. Ως τον περασμένο Δεκέμβριο το spread ήταν στους 300- 350 πόντους, ωστόσο μετά από το swap που έγινε στα ομόλογα του PSI και με την προοπτική εξόδου της χώρας από τα Μνημόνια, η «ψαλίδα» έκλεισε και πλέον η διαφορά βρίσκεστα στις 230- 270 μονάδες. Αν λάβει, δε, κανείς υπόψιν ότι η Πορτογαλία βρίσκεται, πλέον, σε επενδυτική βαθμίδα- παρά το ότι οι μεταρρυθμίσεις της δεν προσεγγίζουν τις αντίστοιχες ελληνικές, λένε οι «κακές» γλώσσες- αντιλαμβάνεται κανείς ότι τα ελληνικά «χαρτιά» δείχνουν να σταθεροποιούνται.

Και τότε τι φταίει; Όπως επισημαίνουν οι ίδιες πηγές, στο κλάσμα Χρέος/ΑΕΠ, δεν αρκεί να βελτιώνεται ο αριθμητής, δεν αρκούν οι διαχειριστικές κινήσεις που «σουλουπώνουν» τον αριθμητή, αν ο παρανομαστής παραμένει προβληματικός. Κι αυτές τις «σκιές» στις προοπτικές του ελληνικού ΑΕΠ, συναντάει η ελληνική πλευρά σε όλες τις επαφές που έχει με εκπροσώπους ξένων επενδυτικών funds.

Πέρα από το λογικό προβληματισμό για τις επιπτώσεις μιας ταραχώδους εκλογικής αναμέτρησης, καθώς και για διαθέσεις των ελληνικών Αρχών να «ξηλώσουν» μεταρρυθμίσεις- κλειδιά των προηγούμενων χρόνων, χωρίς παράλληλα να βελτιώνουν το επενδυτικό περιβάλλον στη χώρα, σύμφωνα με πληροφορίες η πιο έντονη ανησυχία διατυπώνεται για τις δυνατότητες συμβολής του εγχώριου τραπεζικού συστήματος στην αναπτυξιακή προσπάθεια. Γι’ αυτό, άλλωστε, όλο και πιο πιεστικά, οι ξένοι θέτουν συγκεκριμένα ερωτήματα για το σχεδιασμό μείωσης των «κόκκινων» δανείων, με δεδομένο ότι αυτά δεν «ροκανίζουν» μόνο τις ίδιες τις τράπεζες, αλλά αποκλείουν την ομαλή χρηματοδότηση των επιχειρήσεων σε ορίζοντα 2 ή 3 ετών.

Σύμφωνα με το δυσμενές σενάριο του ESM, που προβλέπει το «ψαλίδισμα» των ρυθμών ανάπτυξης κατά 0,2% και ακολούθως την «προσγείωση» των πρωτογενών πλεονασμάτων μετά από το 2023, το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ εκτροχιάζεται από το 2032 και μετά- δηλαδή σε περίπου μια δεκαετία- ενώ οι δανειακές ανάγκες θα σπάσουν το φράγμα του 20%.

ΣΧΕΤΙΚΑ