Στουρνάρας: Πρωτογενές πλεόνασμα 1,4% το 2023 αντί 1,1% - Ανάπτυξη 2,3% το 2024 και πληθωρισμός στο 2,8%

NEWSROOM
Στουρνάρας: Πρωτογενές πλεόνασμα 1,4% το 2023 αντί 1,1% - Ανάπτυξη 2,3% το 2024 και πληθωρισμός στο 2,8%

Σημαντική χρονιά για την ελληνική οικονομία χαρακτήρισε το 2023 ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, στην ομιλία του στη γενική συνέλευση των μετόχων της τράπεζας.

Όπως σημείωσε ο Γιάννης Στουρνάρας, τρεις από τους 4 οίκους αξιολόγησης που αναγνωρίζονται από το Ευρωσύστημα έδωσαν την επενδυτική διαβάθμιση στο ελληνικό αξιόχρεο, κάτι που σηματοδοτεί την εμπιστοσύνη των αγορών στην προσπάθεια της Ελλάδας να επιστρέψει στην κανονικότητα.

Παράλληλα, όπως ανάφερε ο επικεφαλής της ΤτΕ, η τράπεζα αναμένει το πρωτογενές πλεόνασμα για πέρυσι να διαμορφωθεί στο 1,4%, κάτι που συνιστά ανοδική αναθεώρηση σε σχέση με το 1,1% προηγουμένως. Συγχρόνως, το ποσοστό του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ θα συρρικνωθεί αισθητά κατά 10,7 εκατοστιαίες μονάδες, διαμορφούμενο στο 161,9%, επίπεδο που είναι το χαμηλότερο μετά το 2010.

Για φέτος, η ΤτΕ αναμένει ότι η ελληνική οικονομία θα επιταχυνθεί στο 2,3%, παραμένοντας σε αρκετά υψηλότερο επίπεδο σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνη, ενώ εκτιμάει ότι ο πληθωρισμός θα παραμείνει σε τροχιά αποκλιμάκωσης και θα ολοκληρώσει το 2024 στο 2,8%.

Αναλυτικότερα:

Προβλέψεις

Σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις της ΤτΕ, ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας προβλέπεται να επιταχυνθεί το 2024 σε 2,3%, πολύ πάνω από το μέσο όρο της ευρωζώνης. Η ιδιωτική κατανάλωση και οι επενδύσεις θα συνεχίσουν να αποτελούν βασικές κινητήριες δυνάμεις της ανάπτυξης, ενώ οριακά αρνητική θα είναι η συμβολή του εξωτερικού τομέα, καθώς η έντονη επενδυτική δραστηριότητα θα αυξήσει σημαντικά τις εισαγωγές. Ο τομέας του τουρισμού παρουσιάζει και φέτος θετικές προοπτικές, παρά τη διεθνή αβεβαιότητα.

Ο γενικός πληθωρισμός αναμένεται να υποχωρήσει κι άλλο το 2024 στο 2,8%, καθώς όλες οι επιμέρους συνιστώσες εμφανίζουν τάσεις αποκλιμάκωσης, παρά το κλίμα αβεβαιότητας που δημιουργούν οι γεωπολιτικές εξελίξεις.

Στο δημοσιονομικό πεδίο, η ΤτΕ εκτιμά ότι το 2024 το πρωτογενές πλεόνασμα θα αυξηθεί σε 2,1% του ΑΕΠ. Η βελτίωση αυτή εξηγείται κυρίως από την προβλεπόμενη αύξηση των φορολογικών εσόδων και των εσόδων από ασφαλιστικές εισφορές λόγω του ισχυρού ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας.

Το δημόσιο χρέος προβλέπεται να αποκλιμακωθεί περαιτέρω σε 152,3% του ΑΕΠ το 2024, με βραδύτερο ρυθμό σε σχέση με τα προηγούμενα τρία έτη, καθώς η μείωση του πληθωρισμού αναμένεται να αντισταθμίσει τόσο την επιτάχυνση του πραγματικού ΑΕΠ όσο και τη μειωτική επίδραση από τη διεύρυνση του πρωτογενούς πλεονάσματος. Επιπλέον, προβλέπεται μείωση του δημόσιου χρέους σε ονομαστικούς όρους για πρώτη φορά από το 2019.

Σχετικά με τις προοπτικές του χρηματοπιστωτικού τομέα:

Το 2024 θα δημιουργηθούν οι συνθήκες για μείωση των εγχώριων τραπεζικών επιτοκίων, καθώς ο πληθωρισμός θα αποκλιμακώνεται σταδιακά και τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ θα αρχίσουν να μειώνονται.

Ο ρυθμός της πιστωτικής επέκτασης αρχικά θα συνεχίσει να επηρεάζεται αρνητικά από τις προγενέστερες αυξήσεις των δανειακών επιτοκίων. Στη συνέχεια, η διατήρηση ή η ενδεχόμενη μείωση του επιπέδου των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ θα επιδράσει θετικά στην πιστωτική επέκταση αλλά προοδευτικά, λόγω των εκτιμώμενων χρονικών υστερήσεων.

Η αναμενόμενη επιτάχυνση της οικονομικής δραστηριότητας και η προσδοκώμενη αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, σε συνδυασμό με την πιστωτική επέκταση προς τις επιχειρήσεις και τον τυχόν μεγαλύτερο βαθμό ενσωμάτωσης των αυξημένων επιτοκίων πολιτικής στα εγχώρια επιτόκια καταθέσεων, θα συμβάλουν σε περαιτέρω αύξηση των τραπεζικών καταθέσεων.

Δημοσιονομικές εξελίξεις

Συνολικά, η δημοσιονομική διαχείριση των έκτακτων συνθηκών την τελευταία τετραετία ανέδειξε τα οφέλη των διαρθρωτικών δημοσιονομικών μεταρρυθμίσεων της προηγούμενης περιόδου, ειδικότερα ως προς το σχεδιασμό των μέτρων στήριξης, αλλά και ως προς την παρακολούθηση, την εκτέλεση και τον έλεγχο του Κρατικού Προϋπολογισμού.

Σύμφωνα με την ΤτΕ, το πρωτογενές πλεόνασμα αναμένεται να διαμορφωθεί σε 1,4% του ΑΕΠ για το 2023 ή και παραπάνω, σημαντικά υψηλότερο από την πρόβλεψη του Προϋπολογισμού. Η διεύρυνση του πρωτογενούς πλεονάσματος το 2023 οφείλεται τόσο στην έγκαιρη απόσυρση των δημοσιονομικών μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης όσο και στην υπεραπόδοση των φορολογικών εσόδων έναντι των στόχων. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 2023 δημιουργήθηκε μεγάλος δημοσιονομικός χώρος που επέτρεψε τη χρηματοδότηση έκτακτων δημοσιονομικών παρεμβάσεων, χωρίς εκτροχιασμό της δημοσιονομικής πορείας. Η υπερκάλυψη των δημοσιονομικών στόχων για μια ακόμη χρονιά ενισχύει τη δημοσιονομική αξιοπιστία της χώρας και καθιστά ασφαλέστερη την επίτευξη του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος το 2024, σε μια περίοδο αυξημένης αβεβαιότητας και εκ νέου ενεργοποίησης των ‒ αναθεωρημένων πλέον ‒ δημοσιονομικών κανόνων.

Η αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους συνεχίστηκε και το 2023, υπερακοντίζοντας τις επιδόσεις των περισσότερων κρατών-μελών της ευρωζώνης. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ΤτΕ, το χρέος της γενικής κυβέρνησης αναμένεται να μειωθεί κατά 10,7 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ σε σχέση με το 2022, στο 161,9% του ΑΕΠ, το χαμηλότερο επίπεδο από το 2010.

«Πρωταθλήτρια» η Ελλάδα

Η Ελλάδα συγκαταλέγεται στους πρωτοπόρους της Ε.Ε. ως προς την απορρόφηση των πόρων του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, που παρέχουν σημαντική δημοσιονομική ώθηση στην οικονομία. Συνολικά, η Ελλάδα έχει λάβει 41% των διαθέσιμων πόρων (€15 δισεκ., εκ των οποίων €7,7 δισεκ. σε επιχορηγήσεις και €7,3 δισεκ. σε δάνεια) και είναι από τις λίγες χώρες που έχουν εισπράξει τρεις δόσεις επιχορηγήσεων και δανείων, μετά την ολοκλήρωση του 26% των συμφωνημένων στόχων του προγράμματός της. Ωστόσο, οι εκταμιεύσεις των επιχορηγήσεων προς τις επιχειρήσεις παρουσιάζουν καθυστερήσεις, αντανακλώντας διοικητικές δυσχέρειες. Σχετικά χαμηλές παραμένουν και οι εκταμιεύσεις δανείων, παρότι το ύψος των υπογεγραμμένων συμβάσεων αυξήθηκε σημαντικά. Έτσι, μετριάζεται το αναπτυξιακό όφελος που αναμένεται να έχει η αξιοποίηση των σχετικών κονδυλίων.

Τραπεζικός τομέας

Τα τραπεζικά επιτόκια συνέχισαν να αυξάνονται κατά το 2023, σε συνέπεια με την αυστηροποίηση της κατεύθυνσης της ενιαίας νομισματικής πολιτικής. Τα επιτόκια χορηγήσεων αυξήθηκαν περισσότερο στα επιχειρηματικά δάνεια (+230 μ.β.) (εν μέρει λόγω του ότι είναι ως επί το πλείστον κυμαινόμενα) και σε μικρότερο βαθμό στα δάνεια προς τα νοικοκυριά (καταναλωτικά δάνεια: +78 μ.β., στεγαστικά δάνεια: +96 μ.β.). Και για τους δύο τομείς πάντως, η αύξηση των ονομαστικών επιτοκίων δανεισμού στην Ελλάδα ήταν ηπιότερη από ό,τι κατά μέσο όρο στην ευρωζώνη. Αύξηση κατέγραψαν και τα επιτόκια καταθέσεων το 2023, ιδιαίτερα στις καταθέσεις προθεσμίας (+160 μ.β.). Ο μικρός βαθμός ενσωμάτωσης των αυξήσεων των επιτοκίων πολιτικής της ΕΚΤ στις καταθέσεις προθεσμίας οφείλεται και στις πολύ ικανοποιητικές συνθήκες ρευστότητας που αντιμετωπίζουν οι ελληνικές τράπεζες. Ως εκ τούτου, για πρώτη φορά από το 2003, το επιτόκιο προθεσμιακών καταθέσεων στην Ελλάδα διαμορφώνεται, από τα μέσα του 2022, σε επίπεδο χαμηλότερο από το αντίστοιχο μέσο επιτόκιο της ευρωζώνης.

Ο ετήσιος ρυθμός της τραπεζικής πιστωτικής επέκτασης προς τον ιδιωτικό τομέα συνολικά επιβραδύνθηκε το 2023, μετά από σημαντική επιτάχυνση το 2022. Η εξέλιξη αυτή αντανακλά κυρίως τη βραδύτερη αύξηση των χορηγήσεων προς τις επιχειρήσεις και την εντονότερη μείωση των στεγαστικών δανείων προς τα νοικοκυριά, καθώς η άνοδος των τραπεζικών επιτοκίων και η υποχώρηση του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας είχε αρνητική επίδραση στη ζήτηση νέων χορηγήσεων. Αντίθετα, ο ρυθμός αύξησης των καταναλωτικών δανείων επιταχύνθηκε, σε συνέπεια με την ανοδική πορεία της ιδιωτικής κατανάλωσης.

Οι τραπεζικές καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα εξακολούθησαν να ενισχύονται, με ηπιότερο ρυθμό σε σχέση με το 2022, καταγράφοντας μετατόπιση από τις καταθέσεις μίας ημέρας προς τις προθεσμιακές καταθέσεις. Οι τραπεζικές καταθέσεις αυξήθηκαν κατά €5,8 δισεκ. το 2023 και το υπόλοιπό τους διαμορφώθηκε σε €194,8 δισεκ., το υψηλότερο επίπεδο από τα μέσα του 2011. Η επιβράδυνση του ρυθμού ανόδου των καταθέσεων οφείλεται, για τα μεν νοικοκυριά, στο χαμηλότερο ρυθμό αύξησης του πραγματικού εισοδήματός τους το 2023 (σε σύγκριση με το 2022) και στις υψηλές καταναλωτικές δαπάνες τους, δεδομένου και του πληθωρισμού, για τις δε επιχειρηματικές καταθέσεις, στη μείωση της πιστωτικής επέκτασης προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις.

Το 2023 τα θεμελιώδη μεγέθη των ελληνικών τραπεζικών ομίλων βελτιώθηκαν.

Αναλυτικότερα:

  • Η κερδοφορία ενισχύθηκε σε ετήσια βάση, αντικατοπτρίζοντας τη σημαντική αύξηση των καθαρών εσόδων από τόκους και προμήθειες, αλλά και τη μείωση των προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο λόγω της μείωσης του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ).
  • Οι δείκτες ρευστότητας ενισχύθηκαν, παραμένοντας υψηλότεροι από αυτούς των τραπεζών της ευρωζώνης, παρά τη μείωση της χρηματοδότησης από το Ευρωσύστημα.
  • Οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας βελτιώθηκαν, παραμένοντας όμως χαμηλότερα από το μέσο όρο της ευρωζώνης.
  • Η ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου βελτιώθηκε περαιτέρω, αλλά το ποσοστό των ΜΕΔ στο σύνολο των δανείων παραμένει σημαντικά υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Συνολικά, το ευνοϊκό εγχώριο περιβάλλον διευκολύνει τις τράπεζες να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τις προκλήσεις. Η ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας και η αναβάθμιση του αξιόχρεου της χώρας στην επενδυτική κατηγορία οδήγησαν στη μείωση του κόστους χρηματοδότησης των τραπεζών από τις κεφαλαιαγορές και κατ’ επέκταση τις διευκολύνει να καλύψουν την Ελάχιστη Απαίτηση Ιδίων Κεφαλαίων και Επιλέξιμων Υποχρεώσεων (MREL).

Το ΤΧΣ

Το 2023 χαρακτηρίστηκε επίσης από την αποεπένδυση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) από το μετοχικό κεφάλαιο των σημαντικών τραπεζών, με την έλευση αξιόπιστων θεσμικών επενδυτών μακροπρόθεσμου ορίζοντα. Το γεγονός αυτό αντανακλά την πρόοδο του τραπεζικού τομέα στην αντιμετώπιση αδυναμιών του παρελθόντος και σηματοδοτεί την επάνοδο του κλάδου στην κανονικότητα. Παράλληλα, διευκολύνει την πρόσβαση των τραπεζών στις αγορές κεφαλαίων και την προσέλκυση επενδυτικών κεφαλαίων, καθώς και τη χρηματοδότηση υγιών επενδυτικών σχεδίων, ενώ αναδεικνύει την εμπιστοσύνη των αγορών στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Σημειώνεται ότι η συγκυρία της αποεπένδυσης του ΤΧΣ από τις τέσσερις σημαντικές τράπεζες με επιτυχείς όρους ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκή, λόγω του θετικού επενδυτικού κλίματος που επικρατεί για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, παρά το περιβάλλον αυξημένης διεθνούς αβεβαιότητας και ενισχυμένων γεωπολιτικών κινδύνων.

ΣΧΕΤΙΚΑ