Μηνύματα Στουρνάρα προς πάσα κατεύθυνση

Ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας στο βήμα της 91ης Γενικής Συνέλευσης των Μετόχων της Τράπεζας-Φωτό: ΤτΕ


«Η πολιτική βούληση για την εφαρμογή αξιόπιστων μεταρρυθμιστικών πολιτικών είναι παράγοντας που βοηθά στη μετατροπή των κρίσεων σε ευκαιρίες, ώστε η χώρα να ξεπεράσει οριστικά τις διαχρονικές αδυναμίες της και να μετασχηματιστεί σε μια σύγχρονη, βιώσιμη, εξωστρεφή και ανταγωνιστική οικονομία».


Ηχηρό καμπανάκι κινδύνου έκρουσε προς πάσα κατεύθυνση ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, Γιάννης Στουρνάρας, αναδεικνύοντας τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει από εδώ και πέρα η Ελλάδα.

«Το γεγονός ότι χρειάστηκαν 13 χρόνια για την επιστροφή της χώρας στην επενδυτική κατηγορία υποδηλώνει ότι η εμπιστοσύνη και η αξιοπιστία στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής είναι κρίσιμοι παράγοντες που ανακτώνται πολύ δύσκολα αν χαθούν. Πολιτική σταθερότητα, δημοσιονομική σταθερότητα, χρηματοπιστωτική σταθερότητα, είναι δημόσια αγαθά και πρέπει να διαφυλαχθούν ως κόρη οφθαλμού, ειδικά στην Ελλάδα που μόλις πριν λίγα χρόνια εξήλθε από τη μεγαλύτερη οικονομική κρίση στη σύγχρονη ιστορία της», επεσήμανε ο Γ. Στουρνάρας παρουσιάζοντας την Έκθεση του κατά τη Γενική Συνέλευση της ΤτΕ.

Με φόντο την όξυνση της πολιτικής αντιπαράθεσης στο εσωτερικό της χώρας, το ρευστό διεθνές περιβάλλον αλλά και τις αλλαγές στους δημοσιονομικούς κανόνες, που εκ των πραγμάτων στενεύουν τα περιθώρια έκτακτων ή και μόνιμων φοροελαφρύνσεων ή εισοδηματικών ενισχύσεων, ο διοικητής της ΤτΕ ήταν σαφής:

  • Το νέο ευρωπαϊκό πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης προϋποθέτει ένα συνετό μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό σχεδιασμό με περιορισμούς ως προς τη λήψη έκτακτων μέτρων. Η ανάδειξη του κανόνα δαπανών σε λειτουργικό κανόνα παρακολούθησης και συμμόρφωσης συνεπάγεται ότι τυχόν δημοσιονομικός χώρος θα αξιοποιείται για τη δημιουργία αποθεματικού ή/και για τη μείωση του δημόσιου χρέους, ενώ οποιοδήποτε έκτακτο δημοσιονομικό μέτρο στην πλευρά των δαπανών θα πρέπει να χρηματοδοτείται από μέτρο ισόποσης αύξησης των εσόδων. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον δημοσιονομικών περιορισμών, θα πρέπει να τεθούν ξεκάθαρες προτεραιότητες κατά τη λήψη πιθανών νέων στοχευμένων μέτρων στήριξης προς τις πιο ευάλωτες εισοδηματικές ομάδες.
  • Προτεραιότητα θα πρέπει επίσης να δοθεί στη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, μέσω της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής, και στην επαναξιολόγηση των υφιστάμενων φοροαπαλλαγών. Αυτό θα επιτρέψει παράλληλα την καλύτερη στόχευση της κοινωνικής πολιτικής και γενικότερα την προώθηση της φορολογικής δικαιοσύνης.
  • Η παρατηρούμενη στενότητα της αγοράς εργασίας απαιτεί πρωτοβουλίες ώστε να μη διαταραχθεί η πορεία ανάκαμψης της οικονομίας. Αυτές οι πρωτοβουλίες θα επιδιώκουν μεταξύ άλλων: (1) την αύξηση της συμμετοχής ανδρών και γυναικών και ιδίως των νέων στο εργατικό δυναμικό, (2) τη συνεχή ανάπτυξη και χρήση των δεξιοτήτων των εργαζομένων σε όλη τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου, καθώς και την κατάρτιση των μακροχρόνια ανέργων σε νέες δεξιότητες, (3) την ενσωμάτωση μεταναστών, καθώς και τη θέσπιση κινήτρων για την προσέλκυση εξειδικευμένων μεταναστών, (4) τη δημιουργία μηχανισμών για την αντιστοίχιση των δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας, (5) την προσέλκυση, μέσω κινήτρων και καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας, των νέων που έφυγαν στο εξωτερικό και (6) τη μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος και τη μείωση των κινήτρων πρόωρης συνταξιοδότησης, έτσι ώστε να διευκολυνθεί η επανένταξη και η παραμονή περισσότερων εργαζομένων στην αγορά εργασίας.
  • Η ενίσχυση των μεταρρυθμίσεων, ιδιαίτερα σε τομείς με χρόνιες δυσλειτουργίες (όπως για παράδειγμα η απονομή δικαιοσύνης), καθώς και η περαιτέρω βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, θα συμβάλουν στην προσέλκυση επενδύσεων. Η καταπολέμηση της γραφειοκρατίας, ο ψηφιακός μετασχηματισμός της δημόσιας διοίκησης, η απλοποίηση του φορολογικού συστήματος και η εξάλειψη ολιγοπωλιακών πρακτικών αποτελούν μερικούς μόνο τομείς που χρειάζονται άμεσες παρεμβάσεις. Παράλληλα, κρίνεται αναγκαία η επιτάχυνση της απορρόφησης και η αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, με στόχο την κάλυψη του επενδυτικού κενού, την ενίσχυση του δυνητικού προϊόντος και της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας και κατ’ επέκταση τη βελτίωση της ανθεκτικότητας της οικονομίας. 
  • Οι μισθολογικές αυξήσεις θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις εξελίξεις στην παραγωγικότητα της εργασίας μεσοπρόθεσμα, καθώς και την τρέχουσα συγκυρία υψηλής αβεβαιότητας. Με αυτό τον τρόπο θα αποφευχθούν δυσμενείς δευτερογενείς επιπτώσεις στον πληθωρισμό, που θα επιδείνωναν την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και τελικά θα μείωναν τα πραγματικά εισοδήματα των εργαζομένων. 
  • Όσον αφορά τον τραπεζικό τομέα, οι προκλήσεις του οικονομικού περιβάλλοντος απαιτούν περαιτέρω ενίσχυση της ανθεκτικότητάς του. Πρόκληση για τον κλάδο παραμένει η περαιτέρω βελτίωση της κεφαλαιακής βάσης των ελληνικών τραπεζών, τόσο ποσοτική όσο και ποιοτική, καθώς οι οριστικές και εκκαθαρισμένες αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις εξακολουθούν να αποτελούν μεγάλο μέρος των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων τους. Παράλληλα, απαιτείται εντατικότερη προσπάθεια περαιτέρω μείωσης των ΜΕΔ στο επίπεδο του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Επίσης, οι τράπεζες, συστημικές και μη συστημικές, οφείλουν να ενισχύσουν περαιτέρω τα κεφαλαιακά τους αποθέματα αξιοποιώντας την αυξημένη οργανική κερδοφορία, η οποία διαμορφώνει ευνοϊκές συνθήκες για την εσωτερική δημιουργία κεφαλαίου. Η δημιουργία «πέμπτου πόλου» από κεφαλαιακά ενισχυμένες μη συστημικές τράπεζες αναμένεται να βελτιώσει τις συνθήκες ανταγωνισμού στο εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα και τις συνθήκες χρηματοδότησης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
  • Η αντιμετώπιση του υψηλού ιδιωτικού χρέους που βρίσκεται εκτός τραπεζικού τομέα θα διευκολύνει την πρόσβαση επιχειρήσεων και νοικοκυριών σε τραπεζική χρηματοδότηση. Προς αυτή την κατεύθυνση θα μπορούσαν να συμβάλουν η παροχή διατηρήσιμων λύσεων ρύθμισης για τους «βιώσιμους» πιστούχους και η ρευστοποίηση των εμπράγματων εξασφαλίσεων για τις υπόλοιπες περιπτώσεις, καθώς και οι βελτιώσεις στον εξωδικαστικό μηχανισμό.

Το μήνυμα στην κυβέρνηση και την αντιπολίτευση

Τα μηνύματα του Γ. Στουρνάρα έχουν κατ' αρχάς ως αποδέκτη την κυβέρνηση, η οποία είναι υπεύθυνη για τη χάραξη και την υλοποίηση πολιτικής, που θα πάει την οικονομία και τη χώρα πέρα από το σημερινό σημείο. «Παρά τις συνεχείς θετικές αξιολογήσεις της ελληνικής οικονομίας τα τελευταία χρόνια, την αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας και την εμπέδωση δημοσιονομικής επίγνωσης στους ιθύνοντες χάραξης πολιτικής, δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού», σημείωσε χαρακτηριστικά, επαναλαμβάνοντας ότι είναι ακόμη μεγάλη η απόσταση που πρέπει να καλυφθεί για να συγκλίνει η πιστοληπτική διαβάθμιση της Ελλάδος προς το μέσο όρο των χωρών της Ευρωζώνης, με αναγκαία προϋπόθεση τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων, ιδίως αυτών που σχετίζονται με τη λειτουργία των θεσμών και την ενίσχυση της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας της οικονομίας.

Σύμφωνα με το Γ. Στουρνάρα, σε ένα διεθνές περιβάλλον όπου σωρεύονται νέες αβεβαιότητες, η μεταρρυθμιστική κόπωση αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση για την περαιτέρω ενίσχυση της ανθεκτικότητας της ελληνικής οικονομίας. «Οι προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις έχουν ως στόχο την ενίσχυση της συνολικής παραγωγικότητας, του ρυθμού αύξησης του δυνητικού προϊόντος και της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας, οδηγώντας σε υψηλότερη οικονομική ανάπτυξη, βελτίωση της αγοράς εργασίας, διατήρηση της κοινωνικής συνοχής και, εν τέλει, υψηλότερα επίπεδα ευημερίας», ήταν η σύσταση του.

Από την άλλη, «βλέποντας» και προς την πλευρά της αντιπολίτευσης, επεσήμανε ότι η εμπειρία από τη δεκαετή κρίση χρέους, η εμπέδωση της αξίας της δημοσιονομικής υπευθυνότητας και η αναγνώριση των ωφελειών από την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων έχουν συμβάλει στην ωρίμανση της ελληνικής κοινωνίας, βοηθώντας την να κατανοήσει το νέο διεθνές οικονομικό περιβάλλον.

«Η πολιτική βούληση για την εφαρμογή αξιόπιστων μεταρρυθμιστικών πολιτικών είναι παράγοντας που βοηθά στη μετατροπή των κρίσεων σε ευκαιρίες, ώστε η χώρα να ξεπεράσει οριστικά τις διαχρονικές αδυναμίες της και να μετασχηματιστεί σε μια σύγχρονη, βιώσιμη, εξωστρεφή και ανταγωνιστική οικονομία», σημείωσε χαρακτηριστικά.

ΣΧΕΤΙΚΑ