Στουρνάρας: Οι μεγάλες προκλήσεις για την ελληνική οικονομία

NEWSROOM
Στουρνάρας: Οι μεγάλες προκλήσεις για την ελληνική οικονομία
Φωτο: ΙΝΤΙΜΕ

Στις προκλήσεις και προοπτικές της εγχώριας οικονομίας αναφέρθηκε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) Γιάννης Στουρνάρας, μιλώντας στο πλαίσιο εκδήλωσης του Ανοικτού Πανεπιστημίου Κύπρου.

Ο διοικητής της ΤτΕ αναφέρθηκε στην μεγάλη πρόοδο που έχει πραγματοποιηθεί από την αρχή της κρίσης με πρωτοφανή δημοσιονομική προσαρμογή, βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, εκτεταμένες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, αναδιάρθρωση και ενοποίηση των τραπεζών.

Παρόλα αυτά, τόνισε, η ελληνική οικονομία παραμένει αντιμέτωπη με μεγάλες προκλήσεις.

Όπως σημείωσε στην ομιλία του ο κ. Στουρνάρας: «Παρά την πρόοδο που έχει συντελεστεί, η μακρόχρονη κρίση είχε σημαντικό κόστος καθώς οδήγησε σε μεγάλη απώλεια εισοδήματος και σε σημαντική μείωση της απασχόλησης και του πλούτου των νοικοκυριών. Παράλληλα, έλαβε χώρα ένα μεγάλο κύμα μετανάστευσης Ελλήνων με υψηλά προσόντα, στερώντας την ελληνική κοινωνία και οικονομία από ένα παραγωγικό τμήμα της, με ανυπολόγιστες δημογραφικές, οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες. Επιπλέον, ως αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης, ενισχύθηκαν οι ακραίες και οι λαϊκίστικες πολιτικές προτάσεις και φωνές, οι οποίες έφεραν τη χώρα στα πρόθυρα της εξόδου από το ευρώ και δημιούργησαν ένα κλίμα αμφισβήτησης της ακεραιότητας και της ανεξαρτησίας των θεσμών. Σήμερα τα φαινόμενα αυτά έχουν υποχωρήσει σημαντικά και ουδείς αμφισβητεί τη θέση της Ελλάδας στην ευρωζώνη.

Οι κυριότερες προκλήσεις που αντιμετωπίζει σήμερα η ελληνική οικονομία είναι:

• Το υψηλό απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) στους ισολογισμούς των τραπεζών, το οποίο ασκεί αρνητική επίδραση στην προσφορά πιστώσεων, δεσμεύοντας τραπεζικά κεφάλαια και χρηματοδοτικούς πόρους σε μη παραγωγικές τοποθετήσεις. Επιπλέον, η ανάκαμψη χωρίς τραπεζικό δανεισμό είναι ασθενέστερη, κυρίως επειδή η έλλειψη τραπεζικών πιστώσεων επηρεάζει τις επενδύσεις.

• Το υψηλό δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ (του οποίου όμως η βιωσιμότητα έχει βελτιωθεί σημαντικά μεσοπρόθεσμα με τα μέτρα που υιοθέτησε το Eurogroup τα τελευταία χρόνια, τα πλέον πρόσφατα από αυτά τον Ιούνιο του 2018) αυξάνει το κόστος δανεισμού του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και περιορίζει την αναπτυξιακή δυναμική.

• Η διατήρηση μεγάλων πρωτογενών πλεονασμάτων για μια παρατεταμένη χρονική περίοδο επιδρά αρνητικά στην ανάπτυξη αλλά και στη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους. Η περιοριστική επίδραση των μεγάλων πρωτογενών πλεονασμάτων είναι σχετικά εντονότερη, επειδή συνοδεύεται από σχετικά υψηλή φορολογία.

• Το μεγάλο ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας. Η υψηλή μακροχρόνια ανεργία δημιουργεί ανισότητες θέτοντας σε κίνδυνο την κοινωνική συνοχή, και αυξάνει τον κίνδυνο απαξίωσης του ανθρώπινου κεφαλαίου.

• Η μετανάστευση εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού κατά τη διάρκεια της κρίσης σε συνδυασμό με τη γήρανση του πληθυσμού εκτιμάται ότι θα οδηγήσει σε σημαντική υποχώρηση του ενεργού πληθυσμού οδηγώντας σε χαμηλότερους ρυθμούς δυνητικής ανάπτυξης.

• Οι επενδύσεις παραμένουν σε πολύ χαμηλό επίπεδο. Το επιχειρηματικό περιβάλλον δεν θεωρείται ακόμη αρκετά φιλικό προς τις ιδιωτικές επενδύσεις καθώς χαρακτηρίζεται από υψηλούς φορολογικούς συντελεστές, εκτεταμένη γραφειοκρατία, περιορισμένη πρόσβαση στην τραπεζική χρηματοδότηση και καθυστερήσεις στην απονομή δικαιοσύνης. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί ότι η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας εξακολουθεί να είναι χαμηλή σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες και έχει, μάλιστα, υποχωρήσει τα τελευταία δύο χρόνια, σύμφωνα με την έκθεση “Doing Business” της Παγκόσμιας Τράπεζας καθώς και τον δείκτη παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ.

• Η καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης. Σύμφωνα με τον δείκτη αποτελεσματικής επίλυσης εμπορικών διαφορών (enforcing contracts) της έκθεσης “Doing Business” για το 2019 της Παγκόσμιας Τράπεζας, η Ελλάδα κατατάσσεται στην 132η θέση μεταξύ 190 χωρών. Συγκεκριμένα, απαιτούνται κατά μέσο όρο 1.580 ημέρες για την εκδίκαση μιας υπόθεσης από το αρμόδιο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και την εκτέλεση της απόφασης, έναντι 582,4 ημερών στις χώρες του ΟΟΣΑ. Επίσης, σύμφωνα με την ίδια έκθεση, ο χρόνος ολοκλήρωσης των πτωχευτικών διαδικασιών (resolving insolvency) φθάνει τα 3,5 έτη, έναντι 1,7 ετών στις χώρες του ΟΟΣΑ. Ως αποτέλεσμα, το ποσοστό ανάκτησης (recovery rate) από τους εξασφαλισμένους πιστωτές μέσω αναδιοργάνωσης, εκκαθάρισης ή κατάσχεσης ανέρχεται σε 33,2% στην Ελλάδα, έναντι 70,5% στις χώρες του ΟΟΣΑ. Κατά συνέπεια, η ασφάλεια δικαίου, η σαφήνεια και η σταθερότητα του νομικού πλαισίου, καθώς και η γρήγορη και αξιόπιστη επίλυση των δικαστικών διαφορών, αποτελούν θεμελιώδεις προϋποθέσεις για την ενίσχυση του κοινού περί δικαίου αισθήματος των πολιτών, τη βελτίωση του επενδυτικού κλίματος και την επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης.

Οι χαμηλές εγχώριες αποταμιεύσεις, το υψηλό κόστος του κεφαλαίου, η αδυναμία χρηματοδότησης βιώσιμων επιχειρηματικών σχεδίων, η υψηλή μακροχρόνια ανεργία και η μεγάλη μείωση των επενδύσεων συνέβαλαν στη μείωση του αποθέματος φυσικού και ανθρώπινου κεφαλαίου, με αρνητικές συνέπειες στο μακροπρόθεσμο δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας. Δημιουργείται, λοιπόν, ο κίνδυνος, η κυκλική επίδραση της ύφεσης και της στασιμότητας των τελευταίων χρόνων να καταστεί διαρθρωτικής φύσεως φαινόμενο και να οδηγήσει σε ιδιαίτερα χαμηλούς μεσομακροπρόθεσμους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης. Κάτι τέτοιο θα είχε αρνητικές επιπτώσεις στη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος και τη μακροχρόνια βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους (παρά τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους που αποφασίστηκαν από το Eurogroup.

Ωστόσο, η σημαντικότερη πρόκληση για την ελληνική οικονομία στο άμεσο μέλλον είναι η επιστροφή του Ελληνικού Δημοσίου στις χρηματοπιστωτικές αγορές με βιώσιμους όρους. Παρά την επιτυχή ολοκλήρωση του προγράμματος προσαρμογής τον περασμένο Αύγουστο και τα μέτρα ελάφρυνσης του δημόσιου χρέους που αποφάσισε το Eurogroup τον Ιούνιο του 2018, τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου δεν έχουν ακόμη αποκτήσει καθεστώς επενδυτικής βαθμίδας και οι αποδόσεις τους παραμένουν υψηλές και ευμετάβλητες, επηρεαζόμενες σημαντικά από τις αναταράξεις στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές και την αβεβαιότητα, όσον αφορά τη διατήρηση της μεταρρυθμιστικής κατεύθυνσης στην οικονομική πολιτική. Η ύπαρξη αποθέματος ασφαλείας ύψους 25 δισεκ. ευρώ περίπου είναι χρήσιμη, αλλά δεν μπορεί να υποκαταστήσει την ανάγκη εξόδου στις αγορές με βιώσιμους όρους. Η χθεσινή έκδοση του πενταετούς ομολόγου είναι ένα μικρό βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση».

ΣΧΕΤΙΚΑ