Το... 2040 θα επανέλθουμε στα επίπεδα του 2007

NEWSROOM
Το... 2040 θα επανέλθουμε στα επίπεδα του 2007
Φωτο: Shutterstock

Την όχι ιδιαίτερα αισιόδοξη εκτίμηση ότι το... 2040 το εγχώριο πραγματικό ΑΕΠ θα επανέλθει στο επίπεδο που ήταν το 2007, δηλαδή πριν το ξέσπασμα της μεγάλης κρίσης, διατυπώνουν οικονομολόγοι. Επίσης για τη διάσωση του ασφαλιστικού προτείνεται η αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης στα 67 έτη, διακοπεί πληρωμής συντάξεων σε άτομα μικρότερης ηλικίας και οροφή στις συντάξεις 700 ευρώ τον μήνα.

Σύμφωνα με την μελέτη που συντάχθηκε από ομάδα οικονομολόγων της IHS Markit, επικεφαλής της οποίας ήταν η Elisabeth Waelbroeck-Rocha, υπεύθυνη του τομέα Διεθνών Οικονομικών, η ανάπτυξη της οικονομίας βραχυπρόθεσμα, για το διάστημα 2018 - 2019, θα κινηθεί με ρυθμό +1,7% ετησίως ενώ μεσοπρόθεσμα θα διαμορφωθεί κατά μέσο όρο 1,4% για το διάστημα 2020-2030.

Όπως αναφέρεται στη μελέτη, ο εκτιμώμενος αυτός ρυθμός ανάπτυξης, σε συνδυασμό με τις μέτριες πληθωριστικές πιέσεις, δεν θα είναι αρκετός για να προκαλέσει σημαντική μείωση του ακαθάριστου χρέους της γενικής κυβέρνησης. Ο λόγος χρέους προς το ΑΕΠ αναμένεται να μειωθεί σε 137,4% μέχρι το 2030, δηλαδή σαφώς πάνω από το 118% που ήταν ο στόχος που τέθηκε σε συνεργασία με τους θεσμικούς πιστωτές της Ελλάδας.

Η βελτίωση της αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ στο βασικό σενάριο πρόβλεψης - εκτιμάται στη μελέτη - αντικατοπτρίζει σε μεγάλο βαθμό τη σταθεροποίηση των οικονομικών συνθηκών σε πολλούς τομείς που δέχτηκαν σοβαρό πλήγμα την περίοδο 2008-2016, καθώς επίσης και μέτριες προόδους στις εξαγωγές, την απασχόληση και τον τουρισμό. Η ανάπτυξη είναι τόσο υποτονική, ώστε το πραγματικό ΑΕΠ θα επανέλθει στα επίπεδα του 2007 μόλις το 2040, εκτιμούν οι οικονομολόγοι στην ανάλυση τους με θέμα «Πώς μπορεί η ελληνική οικονομία να επιτύχει βιώσιμη ανάπτυξη; Εκτίμηση του αντίκτυπου εναλλακτικών μέτρων πολιτικής που σχεδιάστηκαν για την τόνωση της ανάπτυξης».

Στην ανάλυση πραγματοποιήθηκαν αρκετές προσομοιώσεις, με σκοπό την ποσοτικοποίηση της επίπτωσης εναλλακτικών μέτρων τόνωσης της οικονομίας και των δημόσιων οικονομικών και για να διαπιστωθεί αν μία ριζική αλλαγή του προσανατολισμού της οικονομικής πολιτικής θα μπορούσε να βελτιώσει τις μακροπρόθεσμες οικονομικές προοπτικές της Ελλάδας.

Αναλύθηκαν τέσσερα μέτρα: μείωση του συντελεστή του ΦΠΑ, μείωση του συντελεστή του εταιρικού φόρου, μείωση του συντελεστή φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων και αλλαγή του συνταξιοδοτικού πακέτου, η οποία συνδυάζει μείωση των συνταξιοδοτικών δαπανών με την κατάργηση των ασφαλιστικών εισφορών που καταβάλλουν οι εργοδότες και οι εργαζόμενοι.

Τα τρία πρώτα μέτρα, σύμφωνα πάντα με την μελέτη, δίνουν κάποια τόνωση στη δραστηριότητα, αλλά το κόστος για τον Προϋπολογισμό είναι υψηλό. Η μείωση του ΦΠΑ και του συντελεστή φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων τονώνει την κατανάλωση των νοικοκυριών, παράλληλα όμως οδηγεί σε υψηλότερες εισαγωγές, γεγονός που περιορίζει τον θετικό αντίκτυπο στην εγχώρια ανάπτυξη και απασχόληση. Η μείωση του συντελεστή του εταιρικού φόρου δεν τονώνει επαρκώς την ανάπτυξη, λόγω του χαμηλού ύψους των καταβαλλόμενων φόρων στην Ελλάδα (τα έσοδα από τους εταιρικούς φόρους ανέρχονταν μόλις στο 1,7% του ΑΕΠ το 2015 και σε 1,5% το 2017).

Το τέταρτο μέτρο (το συνταξιοδοτικό πακέτο) καταργεί τις ασφαλιστικές εισφορές που καταβάλλουν οι εργοδότες και οι εργαζόμενοι, αυξάνει την ηλικία συνταξιοδότησης στα 67 έτη, διακόπτει την πληρωμή συντάξεων σε άτομα μικρότερης ηλικίας, με μία επιλογή για προστασία των υφιστάμενων δικαιούχων και θέτει ως οροφή στις συντάξεις τα 700 ευρώ τον μήνα. Με βάση αυτό το σενάριο, εκτιμούν οι συντάκτες της μελέτης, οι απώλειες ύψους 21,6 δισ. ευρώ εσόδων που έχει το κράτος ως αποτέλεσμα της κατάργησης των ασφαλιστικών εισφορών (δηλαδή για τις συντάξεις και για την υγεία) δεν αντισταθμίζονται πλήρως από τις ετήσιες εξοικονομήσεις στις καταβαλλόμενες συντάξεις ύψους 16,4 δισ. ευρώ, αλλά υπάρχει προσδοκία ότι η βελτιωμένη ανταγωνιστικότητα θα υποκινήσει υψηλότερη ανάπτυξη και θα έχει θετικό αποτέλεσμα διάχυσης στα κυβερνητικά έσοδα.

Η διατήρηση των εισφορών υπέρ υγείας που ανέρχονται σε 5 δισ. ευρώ περίπου τον χρόνο, θα έχει ως αποτέλεσμα η συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση να έχει μηδενική επίπτωση στον Προϋπολογισμό, ενώ η προστασία των συνταξιούχων γήρατος κάτω των 67 ετών, με την εκχώρηση συντάξεων ύψους 700 ευρώ τον μήνα, θα κοστίσει 5,9 δισ. ευρώ περίπου τον χρόνο (το 3,3% του ΑΕΠ). Η επίδραση όμως αυτής της προστασίας, θα διαρκέσει μερικά μόνο χρόνια, ανάλογα με την ηλικιακή σύνθεση των σημερινών συνταξιούχων.

Η κατάργηση των ασφαλιστικών εισφορών για τους εργοδότες και τους εργαζόμενους αναμένεται να πυροδοτήσει την ανάκαμψη του ιδιωτικού τομέα για τρεις λόγους.

Πρώτον, μειώνει το εργατικό κόστος, το οποίο μειώνει τις τιμές, βελτιώνει την ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας και τονώνει την αύξηση της απασχόλησης και της παραγωγής.

Δεύτερον, το πραγματικό ατομικό διαθέσιμο εισόδημα αυξάνεται άμεσα, γεγονός που τονώνει την εγχώρια ζήτηση. Τρίτον, το μειωμένο εργατικό κόστος και η αυξημένη εγχώρια ζήτηση τονώνουν τις πάγιες επενδύσεις. Η κατάργηση όμως των συντάξεων σε άτομα ηλικίας κάτω των 67 ετών και η οροφή στις συντάξεις για άτομα ηλικίας 67 ετών και άνω, μετριάζουν αυτά τα οφέλη, και η αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης αναγκάζει πολλούς συνταξιούχους να επιστρέψουν στην αγορά εργασίας, γεγονός που αυξάνει και τη συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό και το ποσοστό ανεργίας. Η αύξηση του αριθμού των ατόμων που αναζητούν εργασία, αυξάνει τον ανταγωνισμό για θέσεις εργασίας, ασκώντας μία προς τα κάτω πίεση στα ημερομίσθια και τους μισθούς.

Η θετική οικονομική επίδραση της κατάργησης των ασφαλιστικών εισφορών εκτιμούν οι αναλυτές, αντισταθμίζεται επομένως σε μεγάλο βαθμό από τη μείωση των συνταξιοδοτικών δαπανών. Η κατάργηση των ασφαλιστικών εισφορών που καταβάλλουν οι εργαζόμενοι, αυξάνει άμεσα το πραγματικό ατομικό διαθέσιμο εισόδημα, γεγονός που τονώνει την εγχώρια ζήτηση. Όμως η τόνωση δεν είναι τόσο μεγάλη όσο η μείωση φόρου, επειδή μέρος της αύξησης του διαθέσιμου εισοδήματος τοποθετείται σε αποταμιεύσεις και ένα άλλο μέρος δαπανάται σε εισαγωγές. Ως αποτέλεσμα, η τόνωση της δραστηριότητας του ιδιωτικού τομέα είναι σχετικά μετριασμένη.

Η μείωση του κόστους παραγωγής και η αύξηση των περιθωρίων κέρδους που καθίσταται δυνατή χάρη στο πακέτο των συντάξεων, τονώνει τις επενδύσεις. Η επιτάχυνση όμως παραμένει υποτονική, επειδή τα μέτρα μειώνουν κυρίως το κόστος της εργασίας ‒ αντί του κεφαλαίου ‒ πράγμα που προκαλεί την υποκατάσταση του κεφαλαίου με εργασία. Οι επενδύσεις εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν ελλιπή χρηματοδότηση: χαμηλό ύψος καταθέσεων, συνεχιζόμενοι περιορισμοί στις πιστώσεις λόγω της χαμηλής εγχώριας αποταμίευσης και του εκτοπισμού των τραπεζικών πιστώσεων προς τον ιδιωτικό τομέα από τις χρηματοδοτικές ανάγκες του Δημοσίου, που οφείλεται στον αρνητικό αντίκτυπο που έχει το πακέτο στο δημόσιο έλλειμμα και στο χρέος.

Η καθαρή επίπτωση αυτού του συνταξιοδοτικού πακέτου είναι ένα ελαφρώς υψηλότερο πραγματικό ΑΕΠ (1,9% πάνω από το σενάριο βάσης μέχρι το 2022 και 1,6% μακροπρόθεσμα), μία αύξηση της απασχόλησης κατά 2,6% έως το 2028, αλλά ένα δημοσιονομικό ισοζύγιο -5,0% του ΑΕΠ το 2028 (αντί -1,8% στο βασικό σενάριο πρόβλεψης), που σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στην αποπληθωριστική επίδραση του πακέτου στο ονομαστικό ΑΕΠ.

Οι προσομοιώσεις αυτές δείχνουν ότι οι δημοσιονομικές πολιτικές, από μόνες τους δεν θα επαναφέρουν την Ελλάδα σε τροχιά βιώσιμης μακροπρόθεσμης ανάπτυξης, λόγω της ασθενούς κατάστασης της εγχώριας οικονομίας και του μη ευνοϊκού μίγματος παραγωγής και εξαγωγών. Η βιώσιμη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη απαιτεί πολιτικές που τονώνουν τις Ξένες Άμεσες Επενδύσεις (ΞΑΕ)

Σύμφωνα με τους αναλυτές, κανένα από αυτά τα μέτρα, εάν ληφθεί μόνο του, δεν επιταχύνει το πραγματικό ΑΕΠ μειώνοντας παράλληλα το δημόσιο χρέος. Γι' αυτόν τον λόγο εξετάστηκε ένα εναλλακτικό σενάριο που εστιάζει στην προσέλκυση στοχευμένων ΞΑΕ: Ο συνδυασμός της επικέντρωσης στην προσέλκυση ΞΑΕ με τις συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις, βελτιώνει την ελκυστικότητα της Ελλάδας για τους ξένους επενδυτές, μειώνοντας το κόστος λειτουργίας και παρέχει σημαντικό και βιώσιμο οικονομικό κίνητρο.

Σύμφωνα με την μελέτη, οι πολιτικές που σχεδιάστηκαν για την προσέλκυση Ξένων Άμεσων Επενδύσεων (ΞΑΕ) θα χαλαρώσουν τους περιορισμούς στη χρηματοδότηση και θα αποτελέσουν έναυσμα για την ίδρυση νέων βιομηχανιών, που έχουν πιο ελπιδοφόρες εξαγωγικές δυνατότητες από ό,τι οι σημερινές εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών της Ελλάδας. Τέτοιες πολιτικές θα σχεδιαστούν για την προσέλκυση Ξένων Άμεσων Επενδύσεων σε κλάδους με καλές εξαγωγικές δυνατότητες. Οι πολιτικές προσέλκυσης ΞΑΕ πρέπει να συμπληρωθούν με αλλαγές της δημοσιονομικής πολιτικής, όπως είναι η συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση, που βοηθούν στην προσέλκυση Ξένων Άμεσων Επενδύσεων.

Προσέλκυση επενδύσεων - όπως αναφέρουν μεταξύ άλλων οι αναλυτές - είναι απίθανο να υπάρξει χωρίς μια αναπτυσσόμενη, περισσότερο ανοιχτή και με λιγότερους ρυθμιστικούς περιορισμούς οικονομία, επαρκείς υποδομές και πολιτική σταθερότητα. Οι στρεβλώσεις στις αγορές προϊόντων αποθαρρύνουν τους πιθανούς επενδυτές και περιορίζουν τις βελτιώσεις της παραγωγικότητας.

Η Ελλάδα, όπως αναφέρεται στην ανάλυση, έχει χάσει τη δυναμική της στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και οι φόροι αυξήθηκαν απότομα μετά τα μέσα του 2015. Τόσο η έκθεση Doing Business όσο και η GlobalCompetitiveness Report, δείχνουν ότι το ελληνικό φορολογικό σύστημα θεωρείται σημαντικό εμπόδιο στην ανταγωνιστικότητα και την ανάπτυξη.

Η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών και η μεταρρύθμιση των συντάξεων θα μπορούσαν να συμπληρώσουν στοχευμένα μέτρα που αποσκοπούν στην τόνωση των πάγιων επενδύσεων και ειδικότερα των ΞΑΕ. Οι προσωρινές φοροαπαλλαγές για τις νέες επενδύσεις, θα μπορούσαν να παίξουν ρόλο στην υποκίνηση τέτοιων επενδύσεων.

Το συνταξιοδοτικό πακέτο φαίνεται ως καλό συμπλήρωμα σε μία πολιτική ΞΑΕ, επειδή μειώνει το κόστος εργασίας. Πιθανόν να είναι πιο αποτελεσματικό από τα άλλα δημοσιονομικά μέτρα που αναλύονται στη μελέτη, για πολλούς λόγους. Οι περικοπές στον ΦΠΑ και στον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων θα τονώσουν κυρίως την εγχώρια ζήτηση, ενώ η Ελλάδα πρέπει να εστιάσει στην ανάπτυξη κλάδων προσανατολισμένων στις εξαγωγές. Η μείωση του εταιρικού φόρου θα είναι λιγότερο αποτελεσματική από την παροχή φοροαπαλλαγών για τις νέες επενδύσεις, συμπεριλαμβανομένων των ΞΑΕ. Η μεταβολή στις συντάξεις, μειώνει το κόστος παραγωγής και βελτιώνει τη σχετική ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας. Με την κατάργηση των εισφορών των εργαζομένων, τονώνεται και η εγχώρια ζήτηση. Επίσης, το πακέτο δεν έχει σχεδόν καμία επίπτωση στο κρατικό έλλειμμα, σε αντίθεση με τις άλλες δημοσιονομικές πολιτικές οι οποίες το αυξάνουν.

Θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν πέντε κριτήρια για τον εντοπισμό των κλάδων εκείνων στους οποίους μπορεί να στοχεύει η προσέλκυση ΞΑΕ:

  • Ο βαθμός τροφοδότησης από άλλους ελληνικούς κλάδους (ή το μέγεθος των διαχεόμενων επιδράσεων).
  • Το μέγεθος και η ωριμότητα των κλάδων που υπάρχουν σήμερα στην Ελλάδα, με προτίμηση στους μικρότερους.
  • Η εξαγωγική ένταση του κλάδου.
  • Η κεφαλαιακή ένταση του κλάδου,
  • Η ανάγκη για επέκταση του παραγωγικού δυναμικού ενός κλάδου στη Δυτική Ευρώπη για να εξυπηρετηθεί η αυξανόμενη παγκόσμια ζήτηση για τα αγαθά ή τις υπηρεσίες του. 

Οι τρεις κλάδοι που πέτυχαν την υψηλότερη θέση με βάση και τα πέντε αυτά κριτήρια, είναι η κατασκευή αεροσκαφών και διαστημοπλοίων, τα ναυπηγεία και τα μηχανήματα και η μεταποίηση. Η προσέλκυση ΞΑΕ σε αυτούς τους κλάδους, θα αύξανε τις ελληνικές εξαγωγές, επειδή και οι τρεις είναι κλάδοι στους οποίους η Ευρώπη έχει ισχυρή θέση στις παγκόσμιες αγορές. Αυτό θα πυροδοτούσε αυξήσεις της παραγωγής και της απασχόλησης σε εγχώριους κλάδους προμηθειών.

Οι περικοπές στις ασφαλιστικές εισφορές θα διογκώσουν την επίδραση αυτής της μεταρρύθμισης. Η αύξηση της παραγωγής και της απασχόλησης θα παράγουν επιπλέον εισόδημα, πράγμα που θα τονώσει τις επενδύσεις σε άλλους κλάδους, θα ενισχύσει την κατανάλωση των νοικοκυριών και θα δημιουργήσει επιπρόσθετα φορολογικά έσοδα.

Μια αύξηση των ΞΑΕ κατά 2 δισ. ευρώ μέχρι το 2020 (οι ΞΑΕ προς το εσωτερικό ανήλθαν σε 3,6 δισ. ευρώ το 2017) θα αυξήσει τις πάγιες επενδύσεις κατά σχεδόν 8% πάνω από τη βασική πρόβλεψη για το 2020 και θα υποστηρίξει μια επιπλέον αύξηση της τάξης του 6% στις επενδύσεις σε άλλους κλάδους. Μέχρι το 2025, οι συνδυασμένες άμεσες και έμμεσες προσπάθειες θα οδηγήσουν σε αυξήσεις του πραγματικού ΑΕΠ κατά 7,6% σε σχέση με το βασικό σενάριο και κοντά στο 9% μέχρι το 2028. Τη χρονιά εκείνη, η πραγματική ιδιωτική κατανάλωση θα είναι κατά 2,5% υψηλότερη από τη βασική πρόβλεψη, οι πραγματικές εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών θα είναι υψηλότερες κατά 27% και οι πραγματικές πάγιες επενδύσεις σχεδόν κατά 16%. Με ταχύτερη ανάπτυξη του πραγματικού ΑΕΠ και χαμηλότερο εργατικό κόστος, το ποσοστό ανεργίας μειώνεται στο 11,7% μέχρι τα τέλη του 2028.

Η απασχόληση υποστηρίζεται αρχικά από τη μείωση του κόστους εργασίας, γεγονός που αυξάνει την ανταγωνιστικότητα των κλάδων έντασης εργασίας. Συνεχίζει να αυξάνεται καθώς επιταχύνονται οι εξαγωγές ως αποτέλεσμα του μετασχηματισμού του μίγματος προϊόντων. Σε αυτό το σενάριο, αυξάνονται, τόσο η παραγωγικότητα εργασίας όσο και η συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής, αυξάνοντας τη μακροπρόθεσμη δυνητική ανάπτυξη.

Η επίτευξη της απαιτούμενης αύξησης των ΞΑΕ είναι μία από τις σημαντικότερες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ελλάδα. Οι συνεπείς κρατικές πολιτικές που επιταχύνουν τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, υποστηρίζουν τις νέες επενδύσεις και μειώνουν το κόστος εργασίας, θα συνδράμουν στην επιθυμητή κατεύθυνση. Αν εφαρμοστεί μία επιτυχής πολιτική προσέλκυσης ΞΑΕ, οι θετικές επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία θα μπορούσαν να είναι ακόμη μεγαλύτερες από εκείνες που παρουσιάζονται σε αυτή την έκθεση χάρη στην αύξηση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών και των επιχειρήσεων, όπως επίσης και στις θετικές επιπτώσεις που θα έχουν οι βαθιές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στην παραγωγικότητα και τη δυνητική ανάπτυξη.

Η έκθεση συντάχθηκε μετά από αίτηση του Global Citizen Foundation (GCF) (Παγκόσμιο Ίδρυμα Πολιτών στο πλαίσιο του πονήματός του για το μέλλον του πολίτη της Ευρώπης, που επιδιώκει να διατυπώσει ένα νέο όραμα για την Ευρώπη που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα σύστημα που θα μπορεί καλύτερα να ανταποκριθεί στις επιθυμίες και τις προσδοκίες των πολιτών των χωρών-μελών, ενώ παίρνει υπόψη την κληρονομιά τους, τη διαθεσιμότητα των πόρων και το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζουν.

ΣΧΕΤΙΚΑ