Οι δασμοί Τραμπ φέρνουν πιο κοντά Ελλάδα- Αυστραλία
Η γνωστή ελληνική παροιμία που λέει ότι «υπάρχουν κι αλλού πορτοκαλιές, που κάνουν πορτοκάλια», είναι ή θα έπρεπε να είναι στα χείλη όσων εξάγουν είδη διατροφής από την Ελλάδα προς τις ΗΠΑ, ειδικά από τη στιγμή που δεν είναι βέβαιο τι θα συμβεί μετά το μορατόριουμ των 90 ημερών για την εφαρμογή των αμερικανικών δασμών.
Ελαιόλαδο, ελιές, ροδάκινα κονσέρβα, φέτα, κρασί είναι ο κύριος όγκος των ελληνικών τροφίμων που «ταξιδεύουν» κάθε χρόνο προς την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, καταλαμβάνοντας ένα σημαντικό μερίδιο από τα περίπου 2,5 δισ ευρώ αυτών των εξαγωγών. Οι ανακοινώσεις Τραμπ στις αρχές Απριλίου σήμαναν συναγερμό, καθώς ένας εμπορικός πόλεμος ΕΕ- ΗΠΑ θα πλήξει και αυτό το κομμάτι των εξαγωγών, που συνδέεται, μάλιστα, με μικρές κατά κύριο λόγο μονάδες, με ό,τι συνεπάγεται αυτό για τη βιωσιμότητα τους και τις θέσεις εργασίας.
Η συζήτηση για αναζήτηση εναλλακτικών αγορών για τα ελληνικά προϊόντα, έχει ξεκινήσει και μάλιστα σε επίπεδο Πολιτείας, «δείχνοντας» προς τις τεράστιες αλλά μάλλον «παρθένες» για τα ελληνικά προϊόντα, αγορές της Κίνας και της Ινδίας. Ωστόσο, υπάρχουν κι άλλες εναλλακτικές, ειδικά αν λάβει κανείς υπόψιν την έντονη παρουσία του ελληνικού στοιχείου. Με αυτά τα δεδομένα, η Αυστραλία φαντάζει ως ιδανικός προορισμός, παρά τις προκλήσεις και της ιδιαιτερότητες της.
Η αγορά της Αυστραλίας
Μιλώντας κανείς για την Αυστραλία, θα έπρεπε να έχει κατ’ αρχάς μια γενική εικόνα. Σύμφωνα με την πολυσέλιδη έρευνα αγοράς, που πραγματοποίησε το Γραφείο Οικονομικών κι Εμπορικών Υποθέσεων του ελληνικού προξενείου στο Σίδνεϋ, υπάρχουν δύο στοιχεία, που αναμφίβολα ανοίγουν την… όρεξη.
Κατ' αρχάς, η Αυστραλία, είναι η 13η μεγαλύτερη οικονομία παγκοσμίως με ονομαστικό ΑΕΠ 1,75 τρισεκατομμύρια δολάρια Αυστραλίας, παρουσιάζοντας σημαντικές ευκαιρίες στον τομέα των τροφίμων και ποτών. Επιπλέον, η υψηλή αγοραστική δύναμη των Αυστραλών, όπως αντικατοπτρίζεται στην 5η θέση παγκοσμίως ως προς τον μέσο πλούτο ανά ενήλικα και τη 2η θέση ως προς τον διάμεσο πλούτο ανά ενήλικα, δημιουργεί πρόσφορο έδαφος για εισαγωγή και κατανάλωση προϊόντων τροφίμων και ποτών υψηλής ποιότητας.
Είναι, λοιπόν, όλα… στρωμένα; Προφανώς και όχι, ειδικά αν λάβει κανείς υπόψιν ότι η αγροτική παραγωγή της Αυστραλίας, της παρέχει μια σχετική επάρκεια. Για παράδειγμα, η παραγωγή κρέατος αποτελεί θεμελιώδη πυλώνα του αυστραλιανού αγροτικού τομέα, με κυρίαρχη τη βιομηχανία βοοειδών. Η εκτροφή βοοειδών καλύπτει τεράστιες εκτάσεις, περίπου 200 εκατομμύρια εκτάρια σε όλη τη χώρα, υποστηρίζοντας έναν πληθυσμό περίπου 29 εκατομμυρίων ζώων από περίπου 40.000 παραγωγούς!
Επιπλέον, η εγχώρια παραγωγή λαχανικών είναι σημαντική, αποφέροντας 5,4 δισεκατομμύρια AUD ετησίως στην οικονομία, καθώς η χώρα εστιάζει στην τοπική παραγωγή, διασφαλίζοντας ότι πάνω από το 90% των φρέσκων λαχανικών που πωλούνται στα σούπερ μάρκετ είναι εγχώριας προέλευσης.
Ακόμα και η παραγωγή ελαιολάδου σημειώνει έντονη ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια, φτάνοντας περίπου τους 25.000 τόνους ετησίως.
Σημαίνουν αυτά ότι δεν υπάρχει χώρος για τα ελληνικά προϊόντα;
Οι σχέσεις Ελλάδας- Αυστραλίας
Το 2023, οι ελληνικές εξαγωγές στην Αυστραλία ανήλθαν σε 244 εκατομμύρια δολάρια, και στον αγροδιατροφικό τομέα ειδικότερα, οι κύριες εξαγωγές από την Ελλάδα προς την Αυστραλία περιλαμβάνουν παρασκευάσματα λαχανικών, φρούτων και ξηρών καρπών ($26,99 εκατ.), γαλακτοκομικά προϊόντα, αυγά, μέλι και άλλα εδώδιμα προϊόντα ($18,05 εκατ.), εδώδιμα λαχανικά και ορισμένες ρίζες και κονδύλους ($12,65 εκατ.), καθώς και ποτά, οινοπνευματώδη και ξύδι ($4,24 εκατ.).
Από τα παραπάνω στοιχεία είναι προφανές ότι οι εμπορικές σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Αυστραλίας, δεν είναι από τις σημαντικότερες για καμία από τις δύο χώρες. Ωστόσο, παρουσιάζουν δυναμική ανάπτυξης, ιδίως στον τομέα των αγροδιατροφικών προϊόντων, όπου η ζήτηση για ποιοτικά ελληνικά προϊόντα στην Αυστραλία και για αυστραλιανά προϊόντα στην Ελλάδα φαίνεται να αυξάνεται.
Σύμφωνα με την έρευνα, η αυστραλιανή αγορά, παρά τις προκλήσεις της, παρουσιάζει σημαντικές και ενδιαφέρουσες προοπτικές για τα ελληνικά τρόφιμα και ποτά. Η σύγκλιση των καταναλωτικών τάσεων προς την υγεία, την ποιότητα, την αυθεντικότητα και τις εθνικές γεύσεις δημιουργεί ένα ευνοϊκό περιβάλλον για προϊόντα που αποτελούν στυλοβάτες της ελληνικής/μεσογειακής διατροφής. Παράλληλα, η ισχυρή παρουσία της ελληνικής ομογένειας λειτουργεί ως καταλύτης, διατηρώντας τη ζήτηση για παραδοσιακά προϊόντα και διευκολύνοντας την αρχική διείσδυση, ενώ η ευρύτερη αναγνώριση των οφελών της μεσογειακής διατροφής προσελκύει και το γενικότερο αυστραλιανό καταναλωτικό κοινό.
Ποιες είναι οι προκλήσεις που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι Έλληνες εξαγωγείς;
Αυστηρό Ρυθμιστικό Πλαίσιο: Οι απαιτήσεις βιοασφάλειας (BICON) και τα πρότυπα τροφίμων (FSANZ Code), συμπεριλαμβανομένης της επισήμανσης, είναι αυστηρές και απαιτούν σχολαστική συμμόρφωση. Ειδικοί περιορισμοί (π.χ., για νωπά οπωροκηπευτικά, γαλακτοκομικά πλην τυριού/βουτύρου, προϊόντα αυγού από την Ελλάδα) αποτελούν σημαντικά εμπόδια πρόσβασης
Έντονος Ανταγωνισμός: Η αγορά κυριαρχείται από μεγάλους λιανοπωλητές με ισχυρή διαπραγματευτική δύναμη, ισχυρά εγχώρια brands και προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, καθώς και εισαγωγές από άλλες χώρες με καθιερωμένη παρουσία (π.χ., Ιταλία, Ισπανία σε κατηγορίες όπως ελαιόλαδο, τυριά, αλλαντικά).
Κόστος και logistics: Η γεωγραφική απόσταση αυξάνει το κόστος μεταφοράς και απαιτεί αποτελεσματική διαχείριση της εφοδιαστικής αλυσίδας
Τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι δεν υπάρχει προοπτική για τα ελληνικά προϊόντα. Τουναντίον. Η έμφαση στα μοναδικά ποιοτικά χαρακτηριστικά των ελληνικών προϊόντων και η αξιοποίηση πιστοποιήσεων και (διεθνών) βραβεύσεων προϊόντων μπορεί να αποτελέσει ισχυρό εργαλείο διαφοροποίησης και προστασίας έναντι απομιμήσεων, ενισχύοντας την εικόνα αυθεντικότητας και υψηλής ποιότητας, ιδιαίτερα σε κατηγορίες όπως το ελαιόλαδο, η φέτα, οι ελιές.
Επιπλέον, η ανάπτυξη και προώθηση προϊόντων που ευθυγραμμίζονται με τις τάσεις για υγεία (π.χ., βιολογικά, με χαμηλή περιεκτικότητα σε ζάχαρη/αλάτι), ευκολία (π.χ., καινοτόμες συσκευασίες, έτοιμα συστατικά) και βιωσιμότητα (π.χ., πιστοποιήσεις, φιλικές προς το περιβάλλον συσκευασίες), καθώς και η επένδυση στο ηλεκτρονικό εμπόριο (e-commerce), είτε μέσω συνεργασίας με υπάρχουσες πλατφόρμες είτε μέσω δημιουργίας απευθείας καναλιών πώλησης, μπορούν να ανοίξουν την πόρτα της αυστραλιανής αγοράς στα ελληνικά είδη διατροφής.