Εξοπλιστικά και αμυντική βιομηχανία: «Κλειδί» για την ανάπτυξη, τα έσοδα και τις εξαγωγές
Αποκαλυπτική είναι η Έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου για τον Απολογισμό του Κράτους, καθώς φωτίζει» τις αμυντικές δαπάνες και τα εξοπλιστικά προγράμματα από διαφορετική γωνία.
Η Ελλάδα παραδοσιακά εντάσσεται στις χώρες της ΕΕ με τις υψηλότερες αμυντικές δαπάνες. Ειδικά όσον αφορά στο 2024, οι αμυντικές δαπάνες ανήλθαν σε 5,426 δισ ευρώ, που αντιστοιχεί σε ποσοστό 2,29% του ΑΕΠ (236,74 δισ ευρώ), αυξημένες κατά 5% έναντι του 2023 (5,154 δισ ευρώ). Οι πληρωμές για εξοπλιστικά προγράμματα (σε ταμειακή βάση) ανήλθαν σε 1,669 δισ ευρώ έναντι 1,491 δισ ευρώ το 2023 (αύξηση κατά 12%), ενώ οι φυσικές παραλαβές εξοπλιστικών προγραμμάτων ανήλθαν σε 1,196 δισ ευρώ.
Αναφορικά με τις προβλέψεις της περιόδου 2025-2028 προκύπτουν τα εξής:
- Οι αμυντικές δαπάνες (σύνολο δαπανών ΥΠΕΘΑ) προβλέπεται να αυξηθούν, φθάνοντας τα 5,970 δισ ευρώ το 2028.
- Οι πληρωμές εξοπλιστικών προγραμμάτων κατά την περίοδο 2025-2028 διαμορφώνονται σε 2,959 δισ ευρώ, 2,006 δισ ευρώ, 2,284 δισ ευρώ και 1,354 δισ ευρώ, αντίστοιχα.
- Οι φυσικές παραλαβές εξοπλιστικών προγραμμάτων κατά την περίοδο 2025-2028, σύμφωνα με το ΥΠΕΘΑ, διαμορφώνονται σε 1,587 δισ ευρώ, 2,173 δισ ευρώ, 2,324 δισ ευρώ και 2,027 δισ. ευρώ, αντίστοιχα.

Η προοπτική
Η Ελλάδα δαπανά διαχρονικά για τις ανάγκες της άμυνας πάνω από το όριο του 2% του ΑΕΠ που έχει τεθεί από το ΝΑΤΟ αλλά και πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ, με σημαντικό τμήμα των αμυντικών δαπανών να κατευθύνεται στην υλοποίηση εξοπλιστικών προγραμμάτων. Προφανώς η συστηματική παρακολούθηση της πορείας των σχετικών μεγεθών και της μελλοντικής εξέλιξής τους, είναι ζωτικής σημασίας αφενός για τη δημοσιονομική σταθερότητα, αφετέρου για τις επιπτώσεις στο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Από την άλλη, δίνουν την ευκαιρία για ώθηση στα βασικά μεγέθη της οικονομίας, στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού σχεδιασμού για την ενίσχυση της άμυνας. Σύμφωνα με τον σχεδιασμό, η παρεχόμενη ευελιξία θα μπορούσε να δημιουργήσει δημοσιονομικά περιθώρια ύψους σχεδόν 650 δις ευρώ για μια περίοδο τεσσάρων ετών (2025-2028), δυνάμενη, σε εξαιρετικές συνθήκες, να παραταθεί. Επιπλέον, προκειμένου να μεγιστοποιηθούν τα οφέλη από το πρόγραμμα στις εγχώριες οικονομίες, προβλέπεται η αύξηση συμμετοχής της αμυντικής βιομηχανίας των κρατών μελών (σε ποσοστό 25%) τόσο με διεθνείς συμπαραγωγές εξοπλιστικών προγραμμάτων, ώστε να ενισχυθεί η αυτάρκεια σε εξοπλισμούς και να τονωθούν οι εξαγωγές, όσο και με ενίσχυση της έρευνας και ανάπτυξης.
Όπως επισημαίνει το Ελεγκτικό Συνέδριο, η περαιτέρω ανάπτυξη της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας επ’ ευκαιρία της επικείμενης αύξησης των αμυντικών δαπανών για τη χώρα μας στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, η οποία έχει ήδη δρομολογηθεί, αποτελεί σημαντική πρόκληση, καθώς οι πρόσθετες δαπάνες στον τομέα της άμυνας -ανεξαρτήτως της ρήτρας διαφυγής και του τρόπου υπολογισμού τους κατά ESA 2010- μπορεί να επιδράσουν αρνητικά τόσο στο πραγματικό δημοσιονομικό αποτέλεσμα όσο και στο δημόσιο χρέος. Επιπλέον, η υποχρέωση επίτευξης συγκεκριμένων δημοσιονομικών στόχων (πορεία καθαρών δαπανών, αποκλιμάκωση του χρέους κ.λπ.), μπορεί να ασκήσει πίεση στο ύψος των δαπανών που κατευθύνονται στην υλοποίηση άλλων δημόσιων πολιτικών, ώστε να διασφαλισθεί η συμμόρφωση της χώρας μας με τις υποχρεώσεις της.
Στο περιβάλλον αυτό, εφόσον η αύξηση των αμυντικών δαπανών παγιωθεί, η επιτυχία του εγχειρήματος ανάπτυξης της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας αναμένεται να είναι αποφασιστικής σημασίας για τη δημοσιονομική και μακροοικονομική σταθερότητα. Σημαντικές και βιώσιμες επενδύσεις στον συγκεκριμένο κλάδο μπορούν να ενισχύσουν την ανάπτυξη, την απασχόληση, τα δημόσια έσοδα και τον εξαγωγικό προσανατολισμό της οικονομίας, αντισταθμίζοντας σταδιακά τις δυσμενείς επιπτώσεις στο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών λόγω της προέλευσης των οπλικών συστημάτων κατά το μεγαλύτερο μέρος τους από τρίτες χώρες.
Πηγή: iefimerida.gr