Ο Τσίπρας εξήγγειλε επιτροπή για τα εμπορικά σήματα

NEWSROOM
Ο Τσίπρας εξήγγειλε επιτροπή για τα εμπορικά σήματα
Φωτο: Eurokinissi

Ιστορική ημέρα χαρακτήρισε τη σημερινή ο Αλέξης Τσίπρας, κατά τις κοινές δηλώσεις με τον πρωθυπουργό της Βόρειας Μακεδονίας, Ζόραν Ζάεφ. Υπογράμμισε ότι με την επίσκεψη του στη Βόρεια Μακεδονία, την πρώτη επίσκεψη Έλληνα πρωθυπουργού, με τις συμφωνίες που υπογράφηκαν, την εντατικοποίηση της επιχειρηματικής συνεργασίας και τις προοπτικές που ανοίγονται για τις δύο χώρες, τα Βαλκάνια, την Ευρώπη, από τα οφέλη και τα θετικά αποτελέσματα της εφαρμογής της Συμφωνίας των Πρεσπών, «σήμερα ξεκινάμε να καλύπτουμε το χαμένο έδαφος και μια βαθιά φιλία όχι μόνο μεταξύ των κυβερνήσεων μας αλλά και μεταξύ των λαών μας».

Ο Έλληνας πρωθυπουργός, αναφέρθηκε εκτενώς στις συμφωνίες που συνάφθηκαν σήμερα και παράλληλα έστειλε πολλαπλά μηνύματα εντός κι εκτός της χώρας.

Κεντρικό μήνυμα του κ. Τσίπρα: «Επενδύουμε στο μέλλον, γράφουμε ιστορία δεν εγκλωβιζόμαστε σε αυτή, αυτή η συμφωνία έχει πάρα πολύ γερά θεμέλια που είναι ήδη ορατά ακόμα και από αυτούς που πρόσφατα την αμφισβήτησαν».

«Έχουμε χάσει πολύ καιρό, καιρό τριών δεκαετιών, και πρέπει να καλύψουμε αυτό το κενό», σημείωσε, υπογραμμίζοντας -όπως και ο κ. Ζάεφ- ότι η Συμφωνία που έχει κυρωθεί στα κυρίαρχα Κοινοβούλια δεν θα αμφισβητηθεί από κανέναν, διότι είναι προς όφελος και των δύο χωρών και των λαών τους και αυτό θα γίνει αντιληπτό και θα πείσει και όσους καλοπροαίρετους πολίτες διατηρούν αμφιβολίες απέναντί της.

Μήνυμα έστειλε ο πρωθυπουργός και στη γειτονική χώρα, υπογραμμίζοντας ότι «εδώ οικοδομούμε μια πολυεπίπεδη στρατηγική σχέση με μεγάλες προοπτικές, ωστόσο, για να προχωρήσει αυτή η σχέση πρέπει να εξασφαλίσουμε ότι θα εδράζεται σε σταθερά θεμέλια». Αυτά, είπε, περιέχουν το απαραίτητο υλικό: τον αμοιβαίο σεβασμό και τα κοινά συμφέροντα - το κοινό όραμα - για ειρήνη, σταθερότητα και συνεργασία. Για να γίνουν τα θεμέλια στέρεα και να αντέξουν στο χρόνο», υπογράμμισε, «πρέπει τώρα να δουλέψουμε εντατικά στην ορθή εφαρμογή της Συμφωνίας των Πρεσπών».

«Σε ότι αφορά το θέμα των εμπορικών oνομασιών, σημάτων, και επωνυμιών, που ενδιαφέρει τις δύο χώρες και απασχολεί τους επιχειρηματίες μας, συμφωνήσαμε σήμερα, με τον Πρωθυπουργό, κ. Ζάεφ, να ενεργοποιήσουμε τη διάταξη του άρθρου 1 της Συμφωνίας των Πρεσπών, που προβλέπει τη σύσταση, εντός του 2019, μιας διεθνούς ομάδας ειδικών, με εκπροσώπους από τα δύο κράτη ώστε να διευθετήσουμε τα συγκεκριμένα ζητήματα αυτά που δημιουργούν εδώ και πολλά χρόνια, πολύ πριν την υπογραφή της Συμφωνίας, σύγχυση σε επιχειρηματίες και στο καταναλωτικό κοινό διεθνώς», ανέφερε ο πρωθυπουργός.

Ο κ. Τσίπρας σημείωσε ότι η Συμφωνία των Πρεσπών προβλέπει τον τρόπο που θα τηρείται η εφαρμογή της και μέσα από τον οποίο θα επιλυθούν και ανοικτά ζητήματα, όπως για παράδειγμα το ζήτημα των εμπορικών σημάτων «που η μεγάλη υποκρισία είναι ότι ζητήματα δεκαετιών τώρα πάνε να λυθούν και ξαφνικά τώρα τα θυμήθηκαν».

Σημείωσε στο ίδιο πλαίσιο ότι και η επιτροπή που συζητά και κατέληξε σε ό,τι αφορά στα εκπαιδευτικά, πολιτιστικά και αρχαιολογικά θέματα είναι βήμα που οικοδομεί εμπιστοσύνη μεταξύ των χωρών και των λαών μας. Και σε ό,τι αφορά στην άρση, όπως η συμφωνία προβλέπει, οποιωνδήποτε εστιών αλυτρωτισμού, αυτή η επιτροπή και τα βήματα που θα γίνουν θα καταρρίψουν τις όποιες αμφιβολίες των καλοπροαίρετων πολιτών.

Προσέθεσε ότι υπάρχουν και κάποιοι που δεν θα πειστούν ποτέ από επιχειρήματα, ωστόσο θα επωφεληθούν κι εκείνοι. «Έχουμε κάποιους στην Ελλάδα που λένε ότι δεν θέλουν να στηρίξουν τη συμφωνία, αυτοί το παίζουν πολέμιοι της αλλά είχαν δουλειές εδώ στη Βόρεια Μακεδονία για πάρα πολλά χρόνια. Τέτοιους θα έχουμε πάντα, υποκριτές, αλλά εμείς θέλουμε να πείσουμε τους καλοπροαίρετους ανθρώπους και στις δύο πλευρές», σημείωσε.

Το κύριο "πιάτο" στη σημερινή πρώτη συνάντηση τους, είπε ο κ. Τσίπρας, είναι η οικονομία. Επισήμανε ότι η κυβερνητική αποστολή συνοδεύεται από επιχειρηματική αποστολή σχεδόν πάνω από 140 επιχειρηματιών που θα συμμετέχουν στο επιχειρηματικό φόρουμ. Συστήνεται η Συντονιστική Επιτροπή για την Οικονομική Συνεργασία και προχωρούν στην υιοθέτηση ενός συμβατικού πλαισίου οικονομικών σχέσεων -π.χ. για την προστασία επενδύσεων ή την αποφυγή διπλής φορολογίας- που ήταν σημαντικό εμπόδιο στο παρελθόν. Συζήτησαν επίσης για την αξιοποίηση ενός νέου χρηματοδοτικού εργαλείου, ύψους σχεδόν 200 εκατομμυρίων, για την επέκταση της ελληνικής επιχειρηματικότητας στη Βόρεια Μακεδονία και τα Δυτικά Βαλκάνια γενικότερα.

Παράλληλα, υπεγράφη Μνημόνιο Συνεργασίας για τη διάνοιξη της δεύτερης, μέσα σε λίγους μήνες συνοριακής διόδου (μετά από αυτή στις Πρέσπες) η οποία θα ενισχύσει το εμπόριο, τις τουριστικές ροές στην Ελλάδα και κυρίως τις επαφές ανάμεσα στους δύο λαούς.

Χαρακτήρισε εξαιρετικά σημαντικά ότι πέρα από το ΑΣΣ υπάρχει και έναν συμβούλιο που θα παρακολουθεί τις οικονομικές εξελίξεις σε επίπεδο ΥΠΕΞ και μια ειδικότερη επιτροπή μεταξύ των Υπουργείων Οικονομίας που θα συντρέχει τις επιχειρηματικές προσπάθειες.

Στον τομέα μεταφορών και υποδομών, οι δύο πλευρές αποφάσισαν την αναβάθμιση των οδικών και σιδηροδρομικών διασυνδέσεων μεταξύ των δύο χωρών. «Δώσαμε ιδιαίτερη έμφαση στη σιδηροδρομική σύνδεση Πειραιά- Θεσσαλονίκης- Σκοπίων- Βελιγραδίου και τη διασύνδεση των λιμανιών Πειραιά και Θεσσαλονίκης με τις αγορές της Κεντρικής Ευρώπης, μέσω της Βόρειας Μακεδονίας».

Οι δύο ηγέτες, συζήτησαν ασφαλώς για τις σημαντικές εξελίξεις στον ενεργειακό χάρτη της περιοχής και τις προοπτικές που ανοίγουν για τα Βαλκάνια. «Τονίσαμε το θέμα των ενεργειακών διασυνδέσεων, πετρελαϊκών, φυσικού αερίου και ηλεκτρισμού και ψηφιακής τεχνολογίας, μεταξύ των χωρών μας», είπε.

Τόνισε ότι η προσθήκη στο Μνημόνιο κατανόησης μεταξύ της ΔΕΣΦΑ και MER, οι κρίσιμες συνομιλίες των ΕΛΠΕ για τη διευθέτηση εκκρεμοτήτων, αλλά και τη μελλοντική συνεργασία, καθώς και οι συνομιλίες ΑΔΜΙΕ-MEPSO για την ηλεκτρική διασύνδεση, «αναδεικνύουν τα πολλά επίπεδα που ανοίγονται για την ενίσχυση της συνεργασίας μας».

Τέλος, συμφώνησαν να συνεργαστούν πιο στενά στον τομέα των νέων τεχνολογιών και της ψηφιακής πολιτικής, με μεταφορά τεχνογνωσίας από την Ελλάδα στην κυβερνο-ασφάλεια και την ηλεκτρονική διακυβέρνηση, καθώς και στην μεταφορά τεχνογνωσίας σε κρίσιμους τομείς υγείας όπως η πρωτοβάθμια φροντίδα.

ΣΧΕΤΙΚΑ