Πώς είδε ο πρωθυπουργός την επίσκεψη στη Μόσχα
Με άρθρο του στην Εφημερίδα των Συντακτών ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας αναφέρει τις προσπάθειες της κυβέρνησης να «Επαναφέρουμε τις σχέσεις Ελλάδας-Ρωσίας στις ράγες που με κόπο στρώσαμε από το 2015 έως σήμερα», προσθέτοντας ότι «αναδεικνύουμε τις ευκαιρίες που ανοίγονται για τις ελληνορωσικές σχέσεις, μετά την έξοδο της χώρας από την κρίση και υπό τις νέες γεωπολιτικές συνθήκες».
Για την επίσκεψη του στη Ρωσία ο πρωθυπουργός σημειώνει ότι «η επίσημη επίσκεψή που πραγματοποιεί στη Ρωσία, σε συνέχεια της πρόσκλησης που απηύθυνε ο πρόεδρος Πούτιν τον περασμένο Μάρτιο, είναι η τρίτη που πραγματοποιεί ως πρωθυπουργός της Ελλάδας, τα τελευταία τριάμισι χρόνια. Οι δύο πρώτες, σε Μόσχα και Αγία Πετρούπολη, έλαβαν χώρα το 2015, σε πολύ διαφορετικές συνθήκες, με την Ελλάδα να βρίσκεται στο χείλος της χρεοκοπίας».
Ο πρωθυπουργός τονίζει ότι «οι συνθήκες είναι πλέον εντελώς διαφορετικές, αφού η χώρα μας έχει πια βγει από την αυστηρή επιτροπεία των εταίρων της, έχει ολοκληρώσει μετά από οκτώ ολόκληρα χρόνια τα προγράμματα προσαρμογής, και έχει επιστρέψει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Παράλληλα έχει ανακτήσει και ενισχύσει τη διπλωματική της ισχύ και τον γεωπολιτικό της ρόλο, του πυλώνα ασφάλειας και σταθερότητας, σε μια ευρύτερα αποσταθεροποιημένη αλλά εξαιρετικά κρίσιμη περιοχή».
Κατά τις δύο πρώτες φορές όπως υπογραμμίζει «πολλοί είχαν ψευδώς επικοινωνήσει ότι δύο πρώτες επισκέψεις μου σε Μόσχα και Αγία Πετρούπολη το 2015 είχαν στόχο να αναζητήσουν την οικονομική στήριξη της Ρωσίας, μετά τη χρεοκοπία της χώρας και την επιστροφή της σε εθνικό νόμισμα». Ωστόσο «η έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ δεν αποτέλεσε ποτέ για εμάς επιλογή, αλλά και γιατί ποτέ δεν θα μπορούσαμε να διανοηθούμε την Ελλάδα ως μια χώρα επαίτη, που παζαρεύει τον γεωπολιτικό της ρόλο έναντι πρόσκαιρων οικονομικών ανταλλαγμάτων. Αντιθέτως, ακόμη και στις πολύ δύσκολες ώρες του 2015, οι συζητήσεις με τον πρόεδρο Πούτιν ήταν απολύτως ειλικρινείς ως προς τη στρατηγική της χώρας, σε ό,τι αφορά τη θέση και τις δυνατότητές της, τις συνεργασίες και τις στοχεύσεις της. Διότι η εξωτερική πολιτική, για να είναι πολυδιάστατη και αποτελεσματική, οφείλει να εδράζεται στις αρχές της συνέπειας, της σταθερότητας και της εντιμότητας».
Παράλληλα ο Αλέξης Τσίπρας υπενθύμισε για ακόμη μια φορά την μακρά παράδοση που δένει τις δυο χώρες υπογραμμίζοντας ότι «έπειτα από μια παγωμένη πενταετία, το 2015, η κυβέρνησή του ανέλαβε αν επανεκκινήσει τις σχέσεις, βασισμένη στο δόγμα για μια εξωτερική πολιτική πολυδιάστατη και ενεργητική». Μια πολιτική που «δίνει τη δυνατότητα στην Ελλάδα, χωρίς να παραβλέπει τις δεσμεύσεις της στους διεθνείς Οργανισμούς όπου συμμετέχει (Ε.Ε., ΝΑΤΟ), να διατηρεί επωφελείς σχέσεις συνεργασίας με άλλες κρίσιμες χώρες στην περιοχή, με περιφερειακές, αλλά και παγκόσμιες δυνάμεις».
Αναφερθείς στο διακύβευμα των ελληνορωσικών σχέσεων ο κ. Τσίπρας το χαρακτηρίζει μεγάλο και διευκρινίζει ότι αφορά
- τις ρωσικές επενδύσεις σε στρατηγικούς τομείς της ελληνικής οικονομίας,
- την αύξηση των ελληνικών εξαγωγών, παρά το καθεστώς κυρώσεων,
- την επέκταση της ενεργειακής μας συνεργασίας υπό νέα δεδομένα,
- τον ρόλο της Ρωσίας στη δίκαιη και βιώσιμη επίλυση του Κυπριακού,
- τον διάλογο για τις περιφερειακές εξελίξεις, συνεργασίες και συμμαχίες, σε μία περίοδο ανακατατάξεων στην Ανατολική Μεσόγειο,
- την προώθηση των ευρωρωσικών σχέσεων σε μία περίοδο γεμάτη κινδύνους για την παγκόσμια και περιφερειακή ειρήνη.
Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με τον πρωθυπουργό το ενδιαφέρον της Ρωσίας για αυτήν την περιοχή σε διπλωματικό και οικονομικό επίπεδο είναι μεγάλο και θεμιτό γι αυτό και τα περιθώρια για διάλογο και συνεργασία, στο πλαίσιο του αμοιβαίου σεβασμού, επίσης είναι και οφείλουν να είναι μεγάλα». Γι' αυτό όπως εξηγεί θα πρέπει να εντείνουμε τις προσπάθειές μας προκειμένου η συνεργασία και ο διάλογός μας να διευρυνθούν, σε διμερές, σε περιφερειακό, σε ευρωπαϊκό, και διεθνές επίπεδο ακόμα κι αν αυτός ο διάλογος δεν είναι πάντα εύκολος. Επιπλέον, ξεκαθαρίζει ότι η Ελλάδα αντιμετωπίζει τα εθνικά θέματα και η κυβέρνηση εργάζεται για την επίλυσή τους υπό το πρίσμα των εθνικών μας συμφερόντων και μόνο».