Θεσσαλονίκη: Η ανάπλαση του ιστορικού ΦΙΞ με ξενοδοχείο και κατοικίες -Η μεταβίβαση των διατηρητέων στο ΥΠΠΟ
Στο τέλος του 2027 - αρχές 2028 αναμένεται να έχει ολοκληρωθεί το πρότζεκτ της ανάπλασης του ιστορικού βιομηχανικού συγκροτήματος της πρώην ζυθοποιίας ΦΙΞ στη Θεσσαλονίκη.
Το βιομηχανικό συγκρότημα ΦΙΞ βρίσκεται στην περιοχή της δυτικής εισόδου της Θεσσαλονίκης, καθώς όλα εξελίσσονται βάσει των ανακοινωθέντων χρονοδιαγραμμάτων, όπως επισημαίνει, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο γενικός διευθυντής Δημοσίων Θεμάτων και Ωρίμανσης Ακινήτων της DIMAND Μιχάλης Αναστασόπουλος.
Το βιομηχανικό συγκρότημα του ΦΙΞ
«Οι μελέτες έχουν προχωρήσει και η προέγκριση της οικοδομικής άδειας έχει υποβληθεί για έλεγχο στην ΥΔΟΜ (Υπηρεσία Δόμησης). Αναμένεται η έκδοσή της στο προσεχές χρονικό διάστημα, το οποίο όμως δεν μπορεί να προσδιοριστεί επακριβώς» διευκρινίζει, ενώ -απαντώντας σε σχετικό ερώτημα- προσθέτει ότι έχει ήδη ολοκληρωθεί η μεταβίβαση των συμφωνηθέντων διατηρητέων κτηρίων από την εταιρεία Filma, 100% θυγατρική της DIMAND, στο Υπουργείο Πολιτισμού, που όμως δεν έχει ανακοινώσει ακόμη τον τρόπο αξιοποίησής τους.
«Η μεταβίβαση (σ.σ. που έγινε έναντι τιμήματος 8,2 εκατ. ευρώ) αφορά ένα από τα διατηρητέα συγκροτήματα που αποτελούν το βιομηχανικό συγκρότημα της πρώην Ζυθοποιίας ΦΙΞ, συγκεκριμένα το Συγκρότημα 2, και έχει ολοκληρωθεί. Το Υπουργείο Πολιτισμού δεν έχει ακόμη ανακοινώσει τον τρόπο με τον οποίο προτίθεται να αποκαταστήσει και να λειτουργήσει το Κτηριακό Συγκρότημα 2, το οποίο πλέον ανήκει στην κυριότητά του και είναι αυτοτελές. Η αποκατάσταση και επανάχρηση τόσο του Συγκροτήματος 2, όσο και των άλλων δύο, που παραμένουν προς ανάπτυξη από την εταιρεία, θα γίνει σύμφωνα με τις προδιαγραφές και υποδείξεις του υπουργείου, διασφαλίζοντας τη διατήρηση του μνημείου, και με χρήση πολιτιστικών, εμπορικών και ξενοδοχειακών δραστηριοτήτων, σε ό,τι αφορά ειδικώς τα συγκροτήματα 1 και 3», εξηγεί ο κ. Αναστασόπουλος.
Έντονο επενδυτικό ενδιαφέρον
Το συγκρότημα του ΦΙΞ αναμένεται να φιλοξενεί κατοικίες, ξενοδοχείο και εμπορικές και πολιτιστικές χρήσεις. Έχει εκδηλωθεί επενδυτικό ενδιαφέρον για αυτά τα project; Το συγκρότημα αναμένεται να περιλαμβάνει περίπου 100 διαμερίσματα και ξενοδοχείο περίπου 300 κλινών, σημειώνει ο κ.Αναστασόπουλος και διευκρινίζει: «Η ανάπτυξή τους αναμένεται να ξεκινήσει σύμφωνα με τα χρονοδιαγράμματα, κατόπιν έκδοσης της άδειας δόμησης. Υπάρχει έντονο επενδυτικό ενδιαφέρον, το οποίο όμως ακόμη διατηρούμε σε επίπεδο συζητήσεων και μόνο, προκειμένου να ωριμάσουμε λίγο περισσότερο τις μελέτες και τα της υλοποίησης του έργου».

Γενικά, πόσο εύκολο είναι να αναπλάσεις ένα διατηρητέο βιομηχανικό συγκρότημα στην Ελλάδα; Ποιες είναι οι κυριότερες προκλήσεις που αντιμετωπίζει όποιος αναλαμβάνει τέτοια εγχειρήματα; «Η ανάπλαση ενός διατηρητέου βιομηχανικού συγκροτήματος αποτελεί ίσως ένα από τα πιο δύσκολα εγχειρήματα που μπορεί κάποιος να βιώσει στο πλαίσιο ενός προγράμματος αξιοποίησης ενός ακινήτου ή ανάπλασης μιας περιοχής. Πρόκειται για ένα διακύβευμα με τεχνικές, νομικές και διοικητικές δυσκολίες έντονου βαθμού. Και αυτό, διότι η ευθύνη αφορά τη σωστή προστασία και ορθή ανάδειξη του μνημείου, η οποία πρέπει να συνδυαστεί με την ορθολογική και σεμνή λειτουργία του. Ο συνδυασμός της αποκατάστασης ενός σχεδόν ετοιμόρροπου διατηρητέου κτιρίου με την ισορροπημένη επανάχρησή του και σύγχρονη λειτουργία του, ενέχει μεγάλο οικονομικό κόστος, μοναδική τεχνική ιδιαιτερότητα και κυρίως, αυξημένη θεσμική ευαισθησία, δεδομένου ότι τέτοιας φύσης διατηρητέων συγκροτημάτων απαιτούν την πιστή τήρηση των κανόνων και επιταγών των αρμόδιων υπηρεσιών του Υπουργείου Πολιτισμού» καταλήγει ο κ.Αναστασόπουλος.
Η βιομηχανική ιστορία της Θεσσαλονίκης
Είναι 1882, όταν ένα κτήριο αρχίζει να ορθώνεται κοντά στη θάλασσα, στα δυτικά της Θεσσαλονίκης, εκεί όπου οι αστοί κάνουν τα θερινά μπάνια τους. Δεν είναι ξενοδοχείο ή έστω εστιατόριο για τους παραθεριστές. Είναι το οινοπνευματοποιείο Μισραχή, ένα από τα πρώτα βιομηχανικά κτήρια στην περιοχή του Μπεχ Τσινάρ, που σταδιακά θα μετατραπεί στην πρώτη βιομηχανική περιοχή της Θεσσαλονίκης.
Ο χρόνος κυλάει, τα βιοτεχνικά και βιομηχανικά κτήρια στην περιοχή αυξάνονται και, το 1892, στο ιδιοκτησιακό σχήμα του οινοπνευματοποιείου των Μισραχή εισέρχονται άλλες δύο εβραϊκές οικογένειες, οι Αλλατίνη και Φερνάντεζ. Η μονάδα -που μέχρι τότε παρήγε υψηλού βαθμού επεξεργασμένο οινόπνευμα- αλλάζει χρήση και μετατρέπεται σε ζυθοποιία, η οποία το 1912 λαμβάνει την επωνυμία «Ζυθοποιείον Όλυμπος». Το νέο βιομηχανικό συγκρότημα -που έπειτα από διαδοχικές οικοδομικές φάσεις θα μετατραπεί σταδιακά σε αυτό που σήμερα είναι γνωστό στους Θεσσαλονικείς απλά ως «το ΦΙΞ»- αρχίζει να λειτουργεί με τέσσερα τμήματα: βυνοποιείο (μοναδικό στην Ελλάδα εκείνη την εποχή), ζυθοποιείο, εμφιαλωτήριο και παγοποιείο.
Στο μεταξύ, το 1909 αρχίζει να ξετυλίγεται στη Θεσσαλονίκη η ιστορία μιας άλλης επιχειρηματικής οικογένειας. Οι αδελφοί Γεωργιάδη από την Καππαδοκία ιδρύουν στη Θεσσαλονίκη μια μικρή βιομηχανία πάγου, που το 1912 επεκτείνεται στη ζυθοποίηση. Δημιουργείται η εταιρεία «Ζυθοποιία Νάουσα, Βιομηχανία Πάγου, Ψυγείων Γεωργιάδης & Σια». Σύμφωνα με τα Βιομηχανικά Δελτία Απογραφής, η μονάδα ήταν κι αυτή εγκατεστημένη στο Μπεχ Τσινάρ, σε οικόπεδο απέναντι από τη «Ζυθοποιία Όλυμπος Α.Ε». Ο δε μηχανολογικός εξοπλισμός και οι διάφορες εγκαταστάσεις της εισήχθησαν μεταχειρισμένα από τη Βαυαρία, από ένα ζυθοποιείο που ουσιαστικά αποξηλώθηκε στη Γερμανία και «επανασυναρμολογήθηκε» στη Θεσσαλονίκη.
Στις 28 Ιουνίου του 1926 η «Κάρολος Φιξ ΑΕ» απορροφά την «Όλυμπος- Νάουσα», στους μετόχους της οποίας δίδονται μετοχές της ΦΙΞ, ήδη κραταιάς ζυθοποιίας στην Αθήνα. Το 1926 σηματοδοτεί επίσης την έναρξη μιας ακόμα οικοδομικής φάσης του βιομηχανικού συγκροτήματος: το βυνοποιείο επεκτείνεται, όπως και το ζυθοποιείο, ενώ προστίθενται βοηθητικά κτήρια. Η πέμπτη και τελευταία οικοδομική φάση λαμβάνει χώρα από το 1950 έως το 1983.
Η αρχή του τέλους για τη μικρή βιομηχανική αυτοκρατορία του Μπεχ Τσινάρ ήρθε το 1963, «με την εμφάνιση στην αγορά της μπίρας Αmstel (της "Αθηναϊκής Ζυθοποιίας"), που τερμάτισε το μονοπώλιο της ΦΙΞ», όπως είχε επισημάνει, σε παλαιότερη συνέντευξή της στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, η αναπληρώτρια καθηγήτρια του Τμήματος Αρχιτεκτόνων του ΑΠΘ, Μαρία Δούση. Για ένα διάστημα, το εργοστάσιο της Θεσσαλονίκης λειτουργούσε απλά ως εμφιαλωτήριο, μέχρι που το 1982 η Εθνική Τράπεζα διέκοψε τη χρηματοδότησή του. Το καλοκαίρι του 1983 διεκόπη κάθε επιχειρηματική δραστηριότητα και τα κτήρια του βιομηχανικού συγκροτήματος αφέθηκαν να καταρρεύσουν, ενώ στα μέσα της δεκαετίας του '80 ορισμένα εξ αυτών παρολίγον να κατεδαφιστούν.
«Μιλάμε για τη μοναδική ολοκληρωμένη βιομηχανική μονάδα παραγωγής στον τομέα της ζυθοποιίας, που επιβιώνει στην Ελλάδα και ένα μνημείο βιομηχανικής κληρονομιάς, με ενδιαφέρον όχι μόνο σε ελληνική και ευρωπαϊκή κλίμακα, αλλά ενδεχομένως και σε παγκόσμια. 'Ενα μοναδικό συγκρότημα, που όμοιό του δεν υπάρχει. Αν είναι κάτι να συντηρηθεί από εκείνη την εποχή, είναι σίγουρα αυτό το συγκρότημα», είχε επισημάνει η Μαρία Δούση.
ΑΠΕ-ΜΠΕ