Πώς γεννήθηκε η πανδημία στη Γουχάν

Βόλτα με ποδήλατο στη Γουχάν. Με μέτρα προστασίας ακόμα και μετά τη λήξη της καραντίνας / AP Images

Η αγορά θαλασσινών στην Χουανάν στο κέντρο της Γουχάν είναι ένα μέρος όπου συχνά οι άνθρωποι κρυολογούσαν. Οι πωλητές έστηναν τους πάγκους τους στις 3 το πρωί, βάζοντας τα χέρια τους σε κουβάδες με παγωμένο νερό καθώς καθάριζαν και ετοίμαζαν τα προϊόντα για τους καταναλωτές που έφταναν κάθε πρωί.

Έτσι, όταν στα μέσα Δεκεμβρίου ο Λαν, που πωλούσε θαλασσινά σε έναν από τους τουλάχιστον 1.000 πάγκους της υπαίθριας αγοράς, άρχισε να μην αισθάνεται καλά, δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία. Έμεινε σπίτι, όμως έχασε 3 κιλά σε μερικές μέρες και αποφάσισε να πάει στο νοσοκομείο.

Από κει τον έστειλαν σε ένα άλλο νοσοκομείο που ειδικεύεται στις λοιμώξεις όπου έκανε εισαγωγή στις 29 Δεκεμβρίου. Όπως λέει ο ίδιος, ήταν «αισιόδοξος» και «δεν είχε φοβηθεί καθόλου». Όμως, τότε δε γνώριζε ότι ήταν ένα από τα πρώτα κρούσματα του νέου πολύ μεταδοτικού κορωνοϊού, που θα σκότωνε τουλάχιστον 2.500 ανθρώπους στην πόλη που ζούσε και θα επεκτεινόταν σε όλον τον κόσμο με σχεδόν 2 εκατομμύρια κρούσματα και πάνω από 110.000 νεκρούς. Την ώρα που ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας περιγράφει τον νέο κορωνοϊό Covid-19 ως τη χειρότερη παγκόσμια κρίση από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Λαν εξηγεί ότι πίστευε ότι είχε απλά κρυώσει. «Δεν είχα ιδέα», τονίζει.

Οι μολύνσεις από τον κορωνοϊό στη Γουχάν αυξήθηκαν το Δεκέμβριο, ωστόσο τα πρώτα κρούσματα είχαν εμφανιστεί από το Νοέμβριο. Παρόλα αυτά, οι Κινεζικές αρχές δεν ενημέρωσαν το κοινό ότι ο νέος ιός μπορούσε να μεταδοθεί από άνθρωπο σε άνθρωπο πριν τα τέλη του Ιανουαρίου.

Τώρα η Κίνα πανηγυρίζει ότι νίκησε τον κορωνοϊό, όμως καθώς τα κρούσματα αυξάνονται, αξιωματούχοι από διάφορες χώρες της Δύσης, όπως η Αυστραλία, οι ΗΠΑ και η Βρετανία κατηγορούν το Πεκίνο για έλλειψη ενημέρωσης, που οδήγησαν ένα τοπικό ξέσπασμα να μετατραπεί σε πανδημία.

Προς τα τέλη Δεκεμβρίου και πριν ο Λαν ανακάμψει πλήρως από το ιό, καθώς παρέμεινε στο νοσοκομείο για 20 ημέρες, η είδηση πλέον έκανε το γύρο της Γουχάν για μία μυστηριώδη ασθένεια. Ειδικά, στα κοινωνικά δίκτυα, η πληροφορία κυκλοφορούσε διαρκώς, ενώ ένας γιατρός του νοσοκομείου του Ερυθρού Σταυρού της Γουχάν, ο Λιου Γουέν, προειδοποιούσε τους συναδέλφους του για επιβεβαιωμένα κρούσματα του νέου κορωνοϊού σε άλλα νοσοκομεία γράφοντας: «Να πλένετε τα χέρια σας! Να φοράτε μάσκες! Γάντια!».

Εκείνη τη μέρα ένας οφθαλμίατρος σε νοσοκομείο της πόλης, ο Λι Γουενλιάνγκ είπε σε μία ομάδα στο WeChat ότι επτά άνθρωποι στο νοσοκομείο που εργαζόταν κόλλησαν έναν κορωνοϊό, που θεωρούσε ότι είναι ο Sars, που είχε σκοτώσει πάνω από 600 ανθρώπους στην Κίνα και το Χονγκ Κονγκ το 2003. Ταυτόχρονα, στις 30 Δεκεμβρίου διέρρευσε και ένα επείγον μήνυμα της Επιτροπής Υγείας της Γουχάν για «διαδοχικά κρούσματα μίας άγνωστης πνευμονίας».

Καθώς οι πιέσεις αυξάνονταν, οι αρχές άρχισαν να ερευνούν κάποια κρούσματα πνευμονίας, τονίζοντας στη συνέχεια ότι «δεν υπάρχουν εμφανή στοιχεία για μετάδοση από άνθρωπο σε άνθρωπο» και περιγράφοντας το ξέσπασμα ως κάτι που ξεκίνησε από τη συγκεκριμένη υπαίθρια αγορά, με αποτέλεσμα να μπουν σε καραντίνα κάποιοι ασθενείς.

Μία μέρα μετά, την 1η Ιανουαρίου, η αγορά Χουανά έκλεισε και οι αρχές ανακοίνωσαν ότι τιμωρήθηκαν οκτώ άνθρωποι, επειδή «διέδιδαν φήμες». Όμως, 10 χιλιόμετρα μακριά άρχισαν να αρρωσταίνουν κι άλλοι άνθρωποι, οι οποίοι δεν είχαν πατήσει ποτέ το πόδι τους στην υπαίθρια αγορά της Γουχάν.

Μεταξύ τους, η 22χρονη Κόκο Χαν που έβηχε ασταμάτητα. Όταν οι γιατροί της έκαναν αξονική διαπίστωσαν τη λοίμωξη στους πνεύμονες και την έστειλαν σε άλλο νοσοκομείο για περαιτέρω εξετάσεις. Όταν πήγε η μητέρα της να τη βρει στα επείγοντα επικράτησε πανικός. Μία άλλη γυναίκα λιποθύμησε και «όλοι γνώριζαν ότι είχαν κάποιον ιό».

Όταν είπαν στη Χαν ότι πιθανότητα πάσχει από «εκείνη την πνευμονία», δεν μπορούσε να επιβεβαιώσει τη διάγνωση,καθώς το νοσοκομείο δεν είχε την έγκριση να το κάνει – ένα πρόβλημα που αντιμετώπισαν πολλοί από τους πρώτους ασθενείς. Οι περισσότεροι φυσικά φοβόντουσαν να μην μεταδώσουν τον ιό και σε άλλα μέλη της οικογένειάς τους.

Μέχρι να αποκαλύψουν οι Κινεζικές αρχές τη μεταδοτικότητα του νέου κορωνοϊού, τα νοσοκομεία στη Γουχάν ήταν γεμάτα από κόσμο και πλημμύρισαν μετά τις επίσημες ανακοινώσεις. Στις 23 Ιανουαρίου, στην πόλη των 11 εκατομμυρίων επιβλήθηκε lockdown. Αμέσως, ακολούθησαν και οι γύρω περιοχές, με αποτέλεσμα να μπουν σε καραντίνα πάνω από 50 εκατομμύρια άνθρωποι.

Οι επόμενες εβδομάδες ήταν τραγικές, καθώς τα νοσοκομεία, οι γιατροί και οι νοσηλευτές ήταν αντιμέτωποι με τεράστιες ελλείψεις, την ώρα που τα κρούσματα αυξάνονταν ραγδαία. Εικόνες με γιατρούς να κλαίνε και πολίτες να καταρρέουν στη μέση του δρόμου έκαναν το γύρο του κόσμου. Σωροί έμεναν στα νοσοκομεία, καθώς το προσωπικό δεν προλάβαινε να τους μαζέψει. Κάτοικοι έκαναν εκκλήσεις μέσω των κοινωνικών δικτύων σε συνανθρώπους τους για να σώσουν τους αγαπημένους τους. Έως τις 19 Φεβρουαρίου, ο αριθμός των νεκρών ξεπερνούσε τις 2.000.

Πριν από μερικές μέρες όμως και μετά από εβδομάδες απόλυτης απομόνωσης, ο σταθμός των τρένων στη Γουχάν άνοιξε ξανά και οι αρχές ήραν το lockdown στις 8 Απριλίου μετά από 76 μέρες.

ΣΧΕΤΙΚΑ