Liberation: Τα γεράκια του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας πήραν το ρίσκο να θρυμματίσουν την ΕΕ και το ευρώ

NEWSROOM
Liberation: Τα γεράκια του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας πήραν το ρίσκο να θρυμματίσουν την ΕΕ και το ευρώ

«Την περασμένη Τρίτη, το Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας εξέδωσε μια απόφαση τρομακτικής βιαιότητας, η οποία αμφισβητεί το δικαίωμα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) να αγοράσει κρατικό χρέος, αλλά και την υπεροχή του ευρωπαϊκού δικαίου έναντι του εθνικού δικαίου. Με άλλα λόγια, πήρε το ρίσκο να θρυμματίσει σαν κομμάτια παζλ το ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ενωση, την ώρα που απειλείται από μια άνευ προηγουμένου ύφεση, εν καιρώ ειρήνης», γράφει ο ανταποκριτής της Liberation στις Βρυξέλλες, Ζαν Κατρεμέρ.

Στο μακροσκελές και λίαν επικριτικό άρθρο του ο Ζαν Κατρεμέρ προσθέτει:

«Ας σημειωθεί ότι όλες οι παρεμβάσεις της ΕΚΤ από το 2010, όταν άρχισε η κρίση της ευρωζώνης, επικρίθηκαν σφοδρά από τους Γερμανούς μονεταριστές οι οποίοι κυριαρχούν στην οικονομική και πολιτική σκηνή από το 1949. Κάθε φορά που ο θεσμός της ΕΚΤ απομακρυνόταν από την κληρονομιά της Bundesbank, οι αντιδράσεις ήταν βίαιες: μέσα σε δέκα χρόνια, δύο Γερμανοί, μέλη της ΕΚΤ και ένας πρόεδρος της Bundesbank παραιτήθηκαν, ενώ ο επικεφαλής της Κεντρικής Γερμανικής Τράπεζας ψήφισε κατά των παρεμβάσεων της ΕΚΤ στην αγορά του κρατικού χρέους. Γιατί; Διότι γι’αυτά τα γεράκια, αυτό θα σήμαινε ότι χρηματοδοτούνται, έστω έμμεσα, τα κράτη, επομένως υπάρχει παρέμβαση στην οικονομική πολιτική: αν δηλαδή μια κυβέρνηση είναι σίγουρη ότι θα πάρει χαμηλό επιτόκιο χάρη στην παρέμβαση της ΕΚΤ, τότε δεν θα ακολουθήσει πολιτική λιτότητας γιατί θα είναι σίγουρη ότι έχει τα μέσα να χρηματοδοτήσει».

Πράγματι, το Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας αποφάσισε ότι η ΕΚΤ υπερέβη τις εξουσίες της όταν αγόραζε έως 2 τρισ. ευρώ κρατικό χρέος την τελευταία 5ετία. Μάλιστα έδωσε στην κεντρική τράπεζα περιθώριο τριών μηνών να αποδείξει ότι το γνωστό πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) ήταν αναγκαίο και «αναλογικό». Εαν η ΕΚΤ αποτύχει να το αποδείξει μέσα σε τρεις μήνες, η Γερμανική Κεντρική Τράπεζα (Bundesbank) πρέπει να εξέλθει από το πρόγραμμα και να πουλήσει τα ομόλογα αξίας 533,9 δισ. που κατέχει, απεφάνθη το Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας, στήνοντας σκηνικό πιθανού χάους στις αγορές.


Αλλά ακόμα και εάν καταφέρει η ΕΚΤ να ξεπεράσει αυτό το εμπόδιο, η ζημιά θα είναι μεγάλη. Η ΕΚΤ δύσκολα θα μπορέσει να επεκτείνει κι άλλο το πρόγραμμα στήριξης της Ευρωζώνης λόγω πανδημίας και μια νέα προσφυγή στο Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο, το οποίο βρίσκεται στην Καρλσρούη, είναι πιθανότατα θέμα χρόνου.
Η απόφαση αφορά τo πρόγραμμα αγοράς κρατικού χρέους των χωρών της Ευρωζώνης της ΕΚΤ, άνω των 2,2 τρισ. ευρώ από το 2014, που είχε ήδη αμφισβητηθεί στη Γερμανία, με τους επικριτές του να υποστηρίζουν ότι η ΕΚΤ έχει υπερβεί την εντολή της, χρηματοδοτώντας παράνομα κυβερνήσεις και εκθέτοντας τους φορολογούμενους σε πιθανές ζημιές. Η απόφαση του δικαστηρίου της Καρλσρούης αναφέρει ότι η κυβέρνηση και η Βουλή της χώρας είχαν «καθήκον να πάρουν μέτρα κατά» του QE «στην τρέχουσα μορφή του».


Η απόφαση της Καρλσρούης προκάλεσε αναταραχή, έγραψε η εφημερίδα Tagesspiegel. «Το Συνταγματικό Δικαστήριο έδωσε στη Βουλή ισχυρή υποστήριξη», είπε ο Γκίντερ Κριχμπάουμ, πρόεδρος της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της Bundestag. Ωστόσο επέκρινε τις πολιτικές επιπτώσεις της απόφασης. Το γεγονός ότι το Συνταγματικό Δικαστήριο αμφισβήτησε την προηγούμενη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου μπορεί να οδηγήσει στην «υπονόμευση της κοινότητας δικαίου» στην Ε.Ε. προειδοποίησε. Εάν για παράδειγμα εθνικά δικαστήρια βγάλουν παρόμοιες αποφάσεις αμφισβήτησης «τότε μπορούμε να φανταστούμε», είπε, «τί θα γίνει στην Πολωνία, την Ουγγαρία και άλλες χώρες στο μέλλον».

Η απόφαση, ωστόσο, μπορεί να ανοίξει το δρόμο για τη νομική αμφισβήτηση και του νέου προγράμματος των 750 δισ. που εξήγγειλε η ΕΚΤ (PEPP) για την στήριξη των οικονομιών της Ευρωζώνης εν μέσω πανδημίας. Παρότι δεν αναφέρεται και δεν αφορά στο PEPP, το Συνταγματικό Δικαστήριο σημειώνει ότι προηγούμενα ανάλογα προγράμματα αγοράς ομολόγων έγιναν αποδεκτά μόνο και μόνο επειδή είχαν τεθεί όρια- όρια, τα οποία τώρα με το PEPP καταργούνται.
Ετσι, αναλυτές πιστεύουν ότι οι ενάγοντες θα εξετάσουν εάν πρέπει να επανέλθουν με ένα νέο φάκελο στα χέρια τους. «Είναι μεγάλος ο κίνδυνος. Νέες ενστάσεις θα κατατεθούν αμέσως στη Γερμανία» προειδοποίησε ο πρώην αντιπρόεδρος της ΕΚΤ, Βίτορ Κονστάντσιο, σημειώνοντας ότι το Συνταγματικό Δικαστήριο «έκανε μια γελοία διάκριση μεταξύ νομισματικής πολιτικής και οικονομικής πολιτικής».
«Αυτό είναι ένα ακόμα εμπόδιο στην αλληλεγγύη εν μέσω της κρίσης της πανδημίας», τονίζει και ο Ρίτσαρντ Μαγκουάιρ, αναλυτής της Rabobank. «Γνωρίζαμε ότι υπήρχαν πολιτικά εμπόδια στο να μοιραστεί το κόστος μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης. Τώρα υπάρχουν και νομικά».

Οι ενάγοντες- μια ομάδα περίπου 1.700 ανθρώπων με επικεφαλής Γερμανούς οικονομολόγους και καθηγητές- κατέθεσαν τις ενστάσεις τους αρχικά το 2015, υποστηρίζοντας ότι η ΕΚΤ έχει εμπλακεί στη χρηματοδότηση κυβερνήσεων, πράγμα παράνομο σύμφωνα με τις Ευρωπαϊκές συνθήκες. Η υπόθεση παραπέμφθηκε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο (ECJ), που αποφάσισε υπέρ της ΕΚΤ και του QE το 2018, και στη συνέχεια ο φάκελος επέστρεψε στο Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο, που τώρα αποφάσισε να αντικρούσει την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, χαρακτηρίζοντάς την «αστήρικτη».
Ετσι οι Γερμανοί δικαστές θέτουν τώρα- εκτός από την υπόθεση της ΕΚΤ- και σοβαρά ερωτήματα για την ίση εφαρμογή της ευρωπαϊκής νομοθεσίας σε όλες τις χώρες. Μέχρι τώρα και επί δεκαετίες τα γερμανικά δικαστήρια επί δεκαετίες αναγνώριζαν την υπεροχή του ευρωπαϊκού νόμου.
Οπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο επικεφαλής του Ινστιτούτου IfO του Μονάχου, Κλέμενς Φουέστ, η απόφαση της Καρλσρούης να απορρίψει απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου «είναι σαν κήρυξη πολέμου».

Η απόφαση του γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, που έκρινε ότι το πρόγραμμα ποσοτικής διευκόλυνσης της ΕΚΤ υπερβαίνει τις αρμοδιότητες της ΕΕ, θέτει υπό αμφισβήτηση και το νέο μεγάλο πρόγραμμα της Κεντρικής Τράπεζας λόγω της πανδημίας, στο οποίο είναι επιλέξιμα τα ελληνικά ομόλογα, έγραψε σε ανάρτησή του στο Facebook ο Ευάγγελος Βενιζέλος.

Ειδικότερα, σημείωσε ότι με την απόφαση τίθενται υπό νομική πλέον αμφισβήτηση η υπόθεση του ευρωομολόγου και οι όροι χρηματοδότησής του υπό σχεδιασμό Ταμείου Ανασυγκρότησης.

Πιο συγκεκριμένα, ο κ. Βενιζέλος ανέφερε:

«Το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε σήμερα ότι το QE (πρόγραμμα ποσοτικής διευκόλυνσης) της ΕΚΤ υπερβαίνει τις δοτές αρμοδιότητες της ΕΕ (κινείται ultra vires) και παραβιάζει τη δημοκρατική αρχή και τις αρμοδιότητες της Ομοσπονδιακής Βουλής ως θεμελιώδη στοιχεία της γερμανικής συνταγματικής ταυτότητας.
Κατά συνέπεια απαγορεύει στα ομοσπονδιακά όργανα και ιδίως στη Bundesbank να μετέχουν και να συμπράττουν στη λήψη και εφαρμογή οποιασδήποτε σχετικής ενωσιακής πράξης. Η απόφαση αφορά τη δέσμη πράξεων της ΕΚΤ της περιόδου 2015-2019 που συγκροτούν το λεγόμενο QE.
Τίθεται όμως υπό αμφισβήτηση και το νέο μεγάλο πρόγραμμα ποσοτικής διευκόλυνσης λόγω πανδημίας (750 δισ. ευρώ ) στο οποίο είναι επιλέξιμα τα ελληνικά ομόλογα. Κατά μείζονα λόγο τίθενται υπό νομική πλέον αμφισβήτηση η υπόθεση του ευρωομολόγου και οι όροι χρηματοδότησής του υπό σχεδιασμό Ταμείου Ανασυγκρότησης».

Αποτελεί γροθιά στην ευρωπαϊκή αλληλεγγύη η απόφαση του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, μία πολύ αρνητική εξέλιξη σε οικονομικό, θεσμικό και πολιτικό επίπεδο, ανέφερε και ο ευρωβουλευτής του ΚΙΝΑΛ Νίκος Ανδρουλάκης.
«Σε μία περίοδο που η Ευρώπη προσπαθεί να βρει μία συνεκτική απάντηση στην πανδημία του κορωνοϊού και στις κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες που προκαλεί, οι Γερμανοί Δικαστές δίνουν γροθιά στην ευρωπαϊκή αλληλεγγύη».

Το Συνταγματικό Δικαστήριο, μετά από αίτημα συντηρητικών οικονομολόγων και ακροδεξιών πολιτικών, έκρινε ότι το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης με την αγορά κρατικών ομολόγων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μπορεί να είναι αντίθετο στις Ευρωπαϊκές Συνθήκες. Επιπλέον, αν και η απόφαση αυτή δεν αφορά το έκτακτο μέτρο αγοράς κρατικών ομολόγων αξίας άνω του ενός τρις ευρώ για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης λόγω κορωνοϊού, το επηρεάζει σημαντικά. Το «whatever it takes» που είχε δηλώσει τόσο ο πρώην Διοικητής της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι, όσο και η διάδοχός του Κριστίν Λαγκάρντ, τίθεται εν αμφιβόλω, αναφέρει ο Νίκος Ανδρουλάκης.

«Η απόφαση αυτή εκφεύγει της Ευρωπαϊκής νομικής παράδοσης και είναι αυθαίρετη καθώς οι Γερμανοί Δικαστές έβαλαν στην άκρη τη σχετική απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποφασίζοντας κάτι διαφορετικό. Η λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης βασίζεται στην ενιαία εφαρμογή του Ευρωπαϊκού Δικαίου, χάρη στο σεβασμό των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Το Γερμανικό Δικαστήριο αποφάσισε να παραβιάσει την αρχή αυτή, προκρίνοντας τη δική του οπτική στην ερμηνεία των Ευρωπαϊκών Συνθηκών. Αν το παράδειγμα αυτό, το ακολουθήσουν και τα άλλα Ανώτατα Δικαστήρια των Κρατών Μελών, τότε μιλάμε για το τέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

«Η πράξη αυτή αποτελεί ένα πολύ επικίνδυνο βήμα, ανοίγοντας πολιτικά το κουτί της Πανδώρας. Κυβερνήσεις όπως αυτές της Ουγγαρίας και της Πολωνίας πήραν το απαραίτητο πράσινο φως για να συνεχίσουν τις παραβιάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαίου και αρχών, όπως η διάκριση των εξουσιών και το κράτος Δικαίου. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός, ότι από τους πρώτους που καλωσόρισαν την συγκεκριμένη απόφαση ήταν ο αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης της Πολωνίας, χώρας της οποίας οι προσπάθειες για παρεμβάσεις στη Δικαιοσύνη έχουν μέχρι τώρα αποτραπεί χάρη στις αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ένωσης, κατέληξε ο κ. Αδρουλάκης.

ΣΧΕΤΙΚΑ