Πρώην πράκτορας της KGB εξηγεί πώς γίνεται η ρωσική προπαγάνδα

Φωτογραφία: Shutterstock

Δίνεις εμπρηστικά έγγραφα σε ΜΜΕ. Προσπαθείς να διεισδύσεις σε ομάδες ακτιβιστών. Σπέρνεις σύγχυση και διχασμό. Αυτές οι τρεις πρακτικές ίσως θυμίζουν την προσπάθεια της Ρωσίας να επηρεάσει τις αμερικανικές Προεδρικές εκλογές του 2016, ωστόσο τα στοιχεία προέρχονται από ρεπορτάζ της τηλεόρασης του CNN και αφορά της προσπάθειας διασποράς ψεύτικων ειδήσεων και προπαγάνδας από το Κρεμλίνο το 1983!

Στην έρευνα του αμερικανικού τηλεοπτικού δικτύου υπάρχουν λεπτομέρειες για το πώς η Ρωσία φέρεται να χρησιμοποίησε ψεύτικα στοιχεία και να φύτεψε ρεπορτάζ ώστε να καταστρέψει τη Δύση κατά τη διάρκεια του Ψυχρού πολέμου, με προσπάθειες επηρεασμού της κοινής γνώμης αντί για στρατιωτικές επιχειρήσεις. Και, μάλιστα, η τακτική αυτή δε σταμάτησε με την πτώση του Τείχους του Βερολίνου.

Αντιθέτως, τα κοινωνικά δίκτυα και η ανωνυμία του διαδικτύου απλά διευκόλυναν αυτές τις τακτικές, καθώς τις κατέστησαν ευκολότερες και πολύ πιο αποτελεσματικές, δεδομένου ότι η προπαγάνδα διαδίδεται με ταχύτητες φωτός, ενώ η διασταύρωση των ειδήσεων χρειάζεται χρόνο, πράγμα που σημαίνει ότι εν τω μεταξύ το κακό έχει ήδη γίνει. Συχνά, οι Ρώσοι χακάρουν ντοκουμέντα, τα πλαστογραφούν και προσλαμβάνουν δήθεν δημοσιογράφους για να τα προωθήσουν.

Ο Τζακ Μπάρκσι, πρώην πράκτορας της KGB που ζούσε ως μυστικός πράκτορας στις ΗΠΑ τη δεκαετία του 1980, εξήγησε στο CNN Business πώς γινόταν αυτή η δουλειά.

Η KGB ασχολούνταν συστηματικά με την προσπάθεια πλαστογραφίας ενός εγγράφου της αμερικανικής κυβέρνησης, με στόχο να εμπλέξει τις ΗΠΑ σε ένα περιστατικό πολύ άσχημο και ταυτόχρονα παγκοσμίως γνωστό και απεχθές. Συνήθως, αυτό το πλαστό έγγραφο φαίνεται να επιβεβαιώνει μία σχετικά γνωστή θεωρία συνομωσίας. Το πλαστό έγγραφο στη συνέχεια παραδινόταν σε ένα συμπαθητικό, αλλά άσχετο δημοσιογράφο, που συχνά εργαζόταν σε κάποιο αμφιλεγόμενο μέσο στην άλλη άκρη του κόσμου. Η ψεύτικη «είδηση» έβγαινε στον αέρα και αν οι Σοβιετικοί ήταν τυχεροί, την αναπαρήγαγε ένα πιο έγκυρο μέσο.

Ο Όλεγκ Καλούγκιν, ένας άλλος πράκτορας της KGB που έζησε στις ΗΠΑ ως μυστικός πράκτορας, εξιστορεί στο βιβλίο του, «Spymaster», πώς η KGB πλήρωνε Αμερικανούς για να ζωγραφίζουν σβάστικες σε συναγωγές της Νέας Υόρκης και της Ουάσιγκτον. Η τακτική αυτή είχε ως στόχο να πυροδοτήσει εντάσεις στο εσωτερικό των ΗΠΑ και να δώσει στις Σοβιετικές εφημερίδες ακόμα μία άσχημη ιστορία για να πουν στους Ρώσους στην πατρίδα που πίστευαν στον καπιταλισμό.

Τις επόμενες δεκαετίες, πολλά άλλαξαν στη ζωή μας, μεταξύ τους και η διαδικτυακή μας παρουσία. Σύμφωνα με μία τεράστια έρευνα του Atlantic Council, μία Ρωσική ομάδα κατάφερνε να διακινεί σειρά πλαστών εγγράφων μέσω του διαδικτύου για αρκετά χρόνια. Μεταξύ τους, διάφορα έγγραφα από επιτροπές της Αμερικανικής Βουλής, ακόμα και ψεύτικα τουίτ, όπως ένα του Γερουσιαστή Μάρκο Ρούμπιο που ισχυριζόταν ότι ένας Βρετανός κατάσκοπος σκόπευε να ρίξει στα βράχια τις προεκλογικές εκστρατείες Ρεπουμπλικανών στις ενδιάμεσες εκλογές του 2018.

Το ψεύτικο τουίτ μετέδωσε ως αληθινό το δίκτυο Russia Today, το οποίο ελέγχεται από το Κρεμλίνο. Και παρότι δεν υπάρχει στοιχεία για σχέσεις μεταξύ της ομάδας των Ρώσων και του δικτύου, το RT δεν έβγαλε ποτέ διόρθωση.

Ο ρωσικός δάκτυλος στο χακάρισμα και τη διαρροή email στην προεκλογική εκστρατεία της Χίλαρι Κλίντον το 2016 έχει ήδη αποδειχτεί από την έρευνα του Ρόμπερτ Μάλερ, αλλά και τις εκθέσεις των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών. Τότε, όλα τα μεγάλα αμερικανικά μέσα μετέδωσαν τα email «παίζοντας ουσιαστικά το παιχνίδι των Ρώσων», όμως το Κρεμλίνο ποτέ δεν παραδέχτηκε αυτή την εμπλοκή.

Στο ρεπορτάζ από το 1983, το CNN μεταδίδει λεπτομέρειες από μία ηχητική εγγραφή ενός τηλεφωνήματος μεταξύ του τότε Προέδρου των ΗΠΑ, Ρόναλντ Ρήγκαν, και της πρωθυπουργού της Βρετανίας, Μάργκαρετ Θάτσερ. Όμως στην έρευνα αποδεικνύεται η συρραφή που έγινε σε αυτά που έλεγε ο Ρήγκαν, ώστε να εμφανίζεται ότι λέει κάτι άλλο. Την επόμενη χρονιά, η βρετανική εφημερίδα, The Observer, έδειξε ως ενόχους για τη συρραφή ένα βρετανικό συγκρότημα, το οποίο φέρεται να ανέλαβε την ευθύνη.

Φέτος το καλοκαίρι ένας λογαριασμός στο Twitter που υποστήριζε ότι είναι αντιφασίστες καλούσε σε βία στους αμερικανικούς δρόμους. Μάλιστα, ακόμα και ο γιος του Τραμπ, κατηγόρησε τους χειριστές λέγοντας ότι οι αντιφασίστες είναι επικίνδυνοι. Αργότερα, αποδείχτηκε ότι ο λογαριασμός στην πραγματικότητα ανήκε σε ρατσιστές που τάσσονται υπέρ της υπεροχής της λευκής φυλής.

Αυτά είναι μερικά μόνο παραδείγματα της παραπληροφόρησης και της προπαγάνδας που συχνά κυκλοφορεί στο διαδίκτυο με συγκεκριμένους πάντα σκοπούς. Και δείχνει πόσο ευάλωτοι είναι οι χρήστες αν δεν προσέχουν από πού ενημερώνονται και τι διαμοιράζουν.

ΣΧΕΤΙΚΑ