Τσέτη (ΣΕΒ): Μόλις 4 στις 10 επιχειρήσεις επιλέγουν επικεφαλής γυναίκες

NEWSROOM
Τσέτη
Ιουλία Τσέτη, πρόεδρος ΔΣ του UN Global Compact Network Greece, πρόεδρος και CEO των UNI-PHARMA & InterMed-Φωτογραφία Intime News

Στην Επιτροπή Ισότητας, Νεολαίας και Δικαιωμάτων του Ανθρώπου της Βουλής μίλησε η γγ του ΣΕΒ

«Μια επιχείρηση, ένας δημόσιος οργανισμός και μία κοινωνία μπορεί να προοδεύσει μόνο, όταν ενστερνίζεται την ισότητα, τη διαφορετικότητα και τη συμπερίληψη όχι απλά ως υποχρέωση, αλλά ως βασικό συστατικό και αγαθό δημιουργικότητας».

Αυτό σημείωσε η Ιουλία Τσέτη πρόεδρος ΔΣ του UN Global Compact Network Greece, πρόεδρος και CEO των UNI-PHARMA & InterMed, γενική γραμματέας του ΣΕΒ και επίτιμη διδάκτωρ του ΕΚΠΑ, στην πρόσφατη συνεδρίαση της Επιτροπής Ισότητας, Νεολαίας και Δικαιωμάτων του Ανθρώπου της Βουλής με θέμα «Επενδύοντας στη Γυναικεία Ηγεσία», το οποίο αντηχεί την επικέντρωση της φετινής Παγκόσμιας Ημέρας των Γυναικών.

Όπως σημείωσε η κυρία Τσέτη, «η πραγματική ισότητα στη χώρα, θα έρθει μόνο όταν πάψουμε να γιορτάζουμε τις ημέρες αυτές, ως κάτι ξεχωριστό -διότι οι γυναίκες δεν αποτελούν πλέον προστατευόμενο είδος- και επιτέλους να αντιμετωπίσουμε όλους τους ανθρώπους απόλυτα ισότιμα, με βάση την αξία και το έργο τους».

Προσέθεσε ότι έχουν περάσει, μόνο, 72 χρόνια από το δικαίωμα των γυναικών να ψηφίζουν και ταυτόχρονα και παράλληλα σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του ΣΕΒ για τη θέση των γυναικών στις επιχειρήσεις είδαμε ότι περισσότερες από το 50% των επιχειρήσεων έχουν γυναίκες επικεφαλής σε λιγότερο από το 1/3 των διευθύνσεών τους.

«Μέσα από τους πολλαπλούς μου εργασιακούς και θεσμικούς ρόλους, εκτιμώ, ότι μπορώ να εντοπίσω το χάσμα τις ισότητας των φύλων σε κάθε του έκφανση και το συμπέρασμα στο οποίο έχω καταλήξει με βεβαιότητα, είναι ότι η ενσωμάτωση της πλήρους ισότητας στην κουλτούρα όλων των επιχειρήσεων έχει πολλαπλά οφέλη τόσο για τις εταιρείες, όσο και για τους ανθρώπους. Προσφέρει διαφορετικές οπτικές και χρήσιμο υλικό στην καθημερινότητα και στην εργασία, και ευνοεί σημαντικά την παραγωγικότητα» είπε και πρόσθεσε:

«Όταν μόλις 4 στις 10 επιχειρήσεις επιλέγουν επικεφαλής γυναίκες, όταν η έρευνα του ΣΕΒ ανέδειξε την ανισότητα φύλων και στην εργασία με το 56% των επιχειρήσεων να απασχολούν λιγότερες γυναίκες από τον εθνικό μέσο όρο, με προβληματίζει προσωπικά για τις ρίζες του προβλήματος που θεωρώ ότι είναι τόσο θεσμικές, όσο και νοοτροπίας και ασυνείδητης προκατάληψης (unconscious bias). Παρόλα αυτά, η Ελλάδα ακολουθεί την Ευρώπη όσον αφορά τις τάσεις της ισότητας των φύλων, ενώ καταγράφονται μερικοί πολύ θετικοί δείκτες. Έχουμε ένα πολύ υψηλό ποσοστό γυναικών αποφοίτων πανεπιστημίου -στην πραγματικότητα έχουμε περισσότερες γυναίκες απόφοιτες πανεπιστημίου από άντρες- και έχουμε μια πολύ ικανοποιητική νομοθεσία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν μπορεί να βελτιωθεί περαιτέρω.

Όταν καλυτερεύσουμε τους δείκτες αυτούς, όπως ισότιμη πρόσβαση στην εκπαίδευση, στη δια βίου μάθηση, ενισχύσουμε την έρευνα και τις βιοεπιστήμες με καταρτισμένες επιστήμονες και δώσουμε δίκαιες μισθολογικές αμοιβές, θα μπορούμε να πούμε ότι αρχίζουμε να ανοίγουμε το δρόμο, για ένα πιο ισότιμο εργασιακό και αξιοκρατικό περιβάλλον.

Φυσικά, οι επερχόμενες ευρωπαϊκές Οδηγίες θέτουν συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα για την ενσωμάτωση των προβλέψεων σε ζητήματα ισότητας κυρίως των αμοιβών, ωστόσο στη χώρας μας, οι εργαζόμενες γυναίκες λαμβάνουν χαμηλότερες αμοιβές, υποεκπροσωπούνται σε θέσεις ευθύνης και αντιμετωπίζουν ακόμα πληθώρα στερεοτύπων.

Γι' αυτό χρειάζεται αλλαγή κατ' αρχάς της νοοτροπίας μας. Να αντιληφθούμε ότι οι γυναίκες μπορούν να βρεθούν σε θέσεις ευθύνης με επιτυχία και να τις αντιμετωπίζουμε ισότιμα ως επαγγελματίες χωρίς να λαμβάνουμε υπ' όψιν όλους τους άλλους ρόλους που έχουν να διαδραματίσουν στην καθημερινότητα».

Συνεχίζοντας η κυρία Τσέτη υπογράμμισε: «Σας το αναφέρω ως ιδιοκτήτρια 4 φαρμακοβιομηχανιών με 700 και πλέον εργαζομένους. Το τμήμα έρευνας και ανάπτυξης του Ομίλου μας, αποτελείται από 70% γυναίκες και το ποσοστό γυναικών της Ανώτατης Διοίκησης αγγίζει το 65%.

Μπορούμε όμως όλες οι επιχειρήσεις της χώρας να αποδεχθούμε μία υψηλά καταρτισμένη γυναίκα σε υψηλόβαθμη θέση να ηγηθεί χωρίς να την κρίνουμε;

Μπορούμε να ενδυναμώσουμε και να κατευθύνουμε τις γυναίκες να ασχοληθούν με την επιστημονική έρευνα; Διότι εν έτη 2024 δε θα έπρεπε οι ποσοστώσεις της γυναικείας εκπροσώπησης να μας απασχολούν, θα έπρεπε να είχαν ήδη λυθεί αυτά τα ζητήματα.

Επίκεντρο τόσο των επιχειρήσεων, όσο και της κοινωνίας, θα έπρεπε να ήταν η συνεχής ανάδειξη της προσωπικότητας, της μοναδικότητας και των δεξιοτήτων του κάθε ανθρώπου ανεξαρτήτως φύλου.

Τα στερεότυπα όμως και οι διακρίσεις έχουν εμφιλοχωρήσει απόλυτα στο εσωτερικό πολλών επιχειρήσεων και στο πεδίο αυτό, θα πρέπει να δοθεί μία ουσιαστική μάχη. Το ερώτημα που πρέπει να θέσουμε κυρίως απέναντι στον εαυτό μας, είναι: Μπορούμε πραγματικά να μειώσουμε τα στερεότυπα σε κάποιους χώρους εργασίας; Θα σας απαντήσω, ναι, μπορούμε!»

ΑΠΕ-ΜΠΕ

ΣΧΕΤΙΚΑ