Πράσινη μετάβαση με... αύξηση ρύπων!
Κι ενώ χύνονται τόνοι μελάνης για το πώς η Ευρώπη θα εγκαταλείψει τα «βρώμικα» ορυκτά καύσιμα, κάνοντας στροφή στην «καθαρή» ενέργεια, έρχονται τα επίσημα στοιχεία για να δείξουν αφενός ότι αυτός ο δρόμος είναι στρωμένος με «αγκάθια», αφετέρου ότι οι μεγαλοστομίες για τη διείσδυση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην καθημερινότητα των Ευρωπαίων πολιτών, είναι απλώς λόγια του αέρα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat- πιο επίσημα δεν γίνεται- οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου στην οικονομία της ΕΕ εκτιμήθηκαν σε 900 εκατομμύρια τόνους ισοδυνάμων CO2 το πρώτο τρίμηνο του 2025, σημειώνοντας αύξηση 3,4% σε σύγκριση με το ίδιο τρίμηνο του 2024 (871 εκατομμύρια τόνοι ισοδυνάμου CO2).
Οι δύο οικονομικοί τομείς που ευθύνονται για τις μεγαλύτερες αυξήσεις σε ετήσια βάση ήταν η προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας, φυσικού αερίου, ατμού και κλιματισμού (+13,6%) και τα νοικοκυριά (+5,6%). Τρεις τομείς μείωσαν τις εκπομπές τους: η μεταποίηση (-0,2%), οι μεταφορές και αποθήκευση (-2,9%) και η γεωργία, η δασοκομία και η αλιεία (-1,4%).

Οι… ρυπαντές
Κατά το πρώτο τρίμηνο του 2025, σε σύγκριση με το ίδιο τρίμηνο του 2024, εκτιμήθηκαν αυξήσεις στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου για 20 χώρες της ΕΕ, μεταξύ των οποίων η Ελλάδα, ενώ εκτιμήθηκαν μειώσεις για τις υπόλοιπες 7 χώρες.
Συγκεκριμένα, εκτιμάται ότι 6 χώρες (Βουλγαρία, Τσεχία, Κύπρος, Πολωνία, Ουγγαρία και Ελλάδα) αύξησαν τις εκπομπές τους κατά περισσότερο από 5%. Ειδικά όσον αφορά στην Ελλάδα, η αύξηση είναι της τάξης του 5,89% με μόνο παρήγορο γεγονός ότι η αντίστοιχη αύξηση στο δ’ 3μηνο του 2024 ήταν 6,99%.
Οι μεγαλύτερες μειώσεις στα αέρια του θερμοκηπίου εκτιμώνται για τη Μάλτα (-6,2%), τη Φινλανδία (-4,4%) και τη Δανία (-4,3%). Από τις 7 χώρες της ΕΕ που κατέγραψαν μειώσεις στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, 3 κατέγραψαν επίσης μείωση του ΑΕΠ τους (Εσθονία, Λετονία και Λουξεμβούργο). Οι άλλες 4 χώρες της ΕΕ (Δανία, Φινλανδία, Μάλτα και Σουηδία) εκτιμάται ότι μείωσαν τις εκπομπές τους, ενώ αύξησαν το ΑΕΠ τους.

Εθνικό Σχέδιο
Σύμφωνα με το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα, στην περίοδο 2025- 2030 προβλέπεται να υπάρξει ταχεία ανάπτυξη της ηλεκτροπαραγωγής από ΑΠΕ (κυρίως ηλιακή και αιολική ενέργεια), ενώ μέχρι το τέλος του έτους 2028, τερματίζεται η χρήση λιγνίτη για ηλεκτροπαραγωγή.
Στο διάστημα αυτό ολοκληρώνεται και η εγκατάσταση έξυπνων μετρητών σε όλους τους καταναλωτές ηλεκτρισμού, συνεχίζεται η ενεργειακή αναβάθμιση των κτηρίων (μονώσεις, ενεργειακά αποδοτικές συσκευές, αντλίες θερμότητας και συστήματα αυτοπαραγωγής ΑΠΕ), ξεκινά η παραγωγή βιομεθανίου προς υποκατάσταση μέρους του φυσικού αερίου, η παραγωγή υγρών βιοκαυσίμων για τον τομέα των μεταφορών, διατηρείται η αύξηση στο ρυθμό εξηλεκτρισμού των ελαφρών οδικών μεταφορών, εκκινεί η ανάπτυξη υποδομών παροχής ηλεκτρικού ρεύματος για τα ελλιμενισμένα πλοία (cold ironing) στα λιμάνια και επεκτείνεται η ηλεκτροκίνηση των τραίνων. Στον τομέα των βαρέων οδικών μεταφορών και των πλοίων, επιδιώκεται η διείσδυση του LNG ως μεταβατικού καυσίμου καθώς και του bio-LNG.
Στη βιομηχανία, ειδικά στους τομείς που δεν έχουν εναλλακτική λύση (τσιμεντοβιομηχανία, διυλιστήρια) ενθαρρύνονται και διευκολύνονται τα προγράμματα δέσμευσης και αποθήκευσης ή χρήσης CO2, για τα οποία έχουν εγκριθεί και κοινοτικές χρηματοδοτήσεις.
Το σύνολο των εκτιμώμενων αναγκαίων επενδύσεων υπολογίζεται στα 95,9 δισ ευρώ ως το 2030, ενώ άλλα 340 δισ ευρώ θα απαιτηθούν ως το 2050. Σύμφωνα με το ΕΣΕΚ, τα υπολογισθέντα κόστη ενεργειακής μετάβασης περιλαμβάνουν τόσο τις ιδιωτικές όσο και τις δημόσιες επενδύσεις, ενώ δεν περιλαμβάνουν τα κόστη προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή που έχει ήδη αρχίσει (φυσικές καταστροφές από ξηρασίες, φωτιές, πλημμύρες και καταιγίδες και επιπτώσεις στην αγροτική παραγωγή).