Ημέρα Φορολογικής Ελευθερίας 2022: Το μισό έτος εργαζόμαστε για την πληρωμή φόρων και εισφορών

NEWSROOM
Φωτογραφία Eurokinissi

Μέχρι χθες εργαζόμασταν για να πληρώσουμε τους ετήσιους φόρους, εισφορές και το δημοσιονομικό έλλειμμα. Από σήμερα εργαζόμαστε για τα προς το ζην.

Αυτή είναι, σε απλή γλώσσα, η έννοια της Ημέρας Φορολογικής Ελευθερίας, μελέτη την οποία εκπονεί για 8η συναπτή χρονιά στην Ελλάδα το Κέντρο Φιλελεύθερων Μελετών - Μάρκος Δραγούμης (ΚΕΦίΜ). Τα συμπεράσματα της φετινής έκθεσης σχολιάζει ο υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων, 'Αδωνις Γεωργιάδης: πρόκειται για μία έκθεση που «έρχεται να επιβεβαιώσει ότι η κυβέρνηση του Κυρ. Μητσοτάκη βρίσκεται σε σταθερή τροχιά μείωσης φόρων και ασφαλιστικών εισφορών», σημειώνει μεταξύ άλλων.

Αναλυτικά, «για 181 από τις 365 ημέρες του χρόνου εργαστήκαμε φέτος για να πληρώσουμε φόρους και εισφορές στο κράτος, με την Ημέρα Φορολογικής Ελευθερίας να έρχεται την 1η Ιουλίου. Εάν συνυπολογιστεί και το δημοσιονομικό έλλειμμα του 2022, το οποίο θα κληθούν να πληρώσουν μελλοντικές γενιές, τότε θα έπρεπε να εργαστούμε μέχρι την 20η Ιουλίου για να πληρώσουμε φόρους, εισφορές και ελλείμματα», σημειώνεται στο εισαγωγικό σημείωμα της έκθεσης.

Από εκεί και πέρα, «σε σύγκριση με την περσινή χρονιά το 2022 εργαστήκαμε 2 ημέρες λιγότερες για να πληρώσουμε φόρους και εισφορές, καθώς σύμφωνα με τα απολογιστικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το 2021 εργαστήκαμε για το κράτος 183 ημέρες (Ημέρα Φορολογικής Ελευθερίας 2021 ήταν η 3η Ιουλίου)».

Βαρύ πέφτει εξ άλλου το αποτύπωμα της μνημονιακής δεκαετίας, καθώς «από το 2010 ως το 2020 προστέθηκαν 25 επιπλέον ημέρες εργασίας για το κράτος, μία αύξηση που είναι η δεύτερη μεγαλύτερη ανάμεσα σε 28 ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές οικονομίες».

Ένα άλλο συμπέρασμα είναι ότι, όπως υποστηρίζει η έκθεση, «το 2020 η Ελλάδα είχε μία από τις μεγαλύτερες φορολογικές επιβαρύνσεις στην Ευρώπη, ενώ παράλληλα κατέγραφε υψηλό μέγεθος παραοικονομίας (7η χειρότερη επίδοση), χαμηλή ανταγωνιστικότητα φορολογίας επιχειρήσεων (8η χειρότερη επίδοση), υψηλή ανισότητα (7η χειρότερη επίδοση) και υψηλό ποσοστό πολιτών κάτω από το όριο της φτώχειας (9η χειρότερη επίδοση) ανάμεσα στις 29 ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές οικονομίες που εξετάζονται».

Μελετώντας επίσης τις προβλέψεις της εισηγητικής έκθεσης του Προϋπολογισμού, οι συντάκτες του ΚΕΦίΜ καταλήγουν και σε μερικές ακόμη διαπιστώσεις για την τρέχουσα χρονιά, όπως ότι «τα συνολικά έσοδα από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές το 2022 αναμένεται να ανέλθουν στα Euro76,2 δισ., τα οποία κατανέμονται ως εξής: Euro32 δισ. από έμμεσους φόρους (δηλαδή το 42% των συνολικών εσόδων από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές), Euro17,8 δισ. από άμεσους φόρους (ήτοι το 23,4% των συνολικών εσόδων από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές), Euro26,1 δισ. από ασφαλιστικές εισφορές (το 34,3% των εσόδων από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές), και Euro170 εκατ. από φόρους επί του κεφαλαίου (ποσό που αντιστοιχεί στο 0,2% των εσόδων από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές).

Για την Ημέρα Φορολογικής Ελευθερίας ο υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων, 'Αδωνις Γεωργιάδης δήλωσε: «Η φετινή έκθεση του ΚΕΦίΜ, όπως και οι αντίστοιχες εκθέσεις άλλων οργανισμών και φορέων, έρχεται να επιβεβαιώσει ότι η κυβέρνηση του Κυρ. Μητσοτάκη βρίσκεται σε σταθερή τροχιά μείωσης φόρων και ασφαλιστικών εισφορών. Συνεπής στην ιδεολογία και τις προγραμματικές δεσμεύσεις της, επιλέγει στρατηγικά να απαντήσει στην παροδική αλλά πρωτόγνωρη διπλή κρίση, πόλεμο και πανδημία, και με φοροαπαλλαγές μόνιμου χαρακτήρα, ακριβώς για να στηρίξει τον παραγωγικό ιστό μαζί βεβαίως με το εισόδημα, ιδίως των πιο ευάλωτων. Ο προσανατολισμός μας είναι αδιαπραγμάτευτος: όσο περισσότερο βελτιώνεται η οικονομία και αυξάνεται ο διαθέσιμος δημοσιονομικός χώρος, τόσο περισσότερο θα μειώνουμε φόρους και ασφαλιστικές εισφορές ενεργοποιώντας έναν υγιή κύκλο παραγωγής και ανάπτυξης στην ελληνική οικονομία»», διαβεβαιώνει ο Αδ. Γεωργιάδης.

Από την πλευρά του ΚΕΦίΜ, ο πρόεδρός του Αλέξανδρος Σκούρας παρατήρησε πως «παρά τις μειώσεις σε φόρους και εισφορές που έχει εφαρμόσει η κυβέρνηση, είναι σαφές ότι το πρόβλημα της υπερφορολόγησης παραμένει. Οι Έλληνες φορολογούμενοι συνεχίζουν να πληρώνουν κάθε χρόνο έναν πολύ ακριβό λογαριασμό στο κράτος και παραμένουν απογοητευμένοι από την ποιότητα των υπηρεσιών που αυτό τους επιστρέφει».

ΣΧΕΤΙΚΑ