ΔΝΤ: Επιμένει στις «γκρίζες» προβλέψεις για την Ελλάδα

NEWSROOM
ΔΝΤ: Επιμένει στις «γκρίζες» προβλέψεις για την Ελλάδα
Shutterstock

Απαισιόδοξες παραμένουν οι προβλέψεις του ΔΝΤ για την ελληνική οικονομία, στην έκθεση του άρθρου 4 που δημοσιοποίησε σήμερα, γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση της ελληνικής κυβέρνησης μέσω του εκπροσώπου στο ΔΝΤ Μιχάλη Ψαλιδόπουλου. Μεταξύ άλλων, το Ταμείο ζητεί βελτίωση του μείγματος δημοσιονομικής πολιτικής και συμφωνία με τους Ευρωπαίους για χαμηλότερα πλεονάσματα.

Επιμένει, εξάλλου, και στην περικοπή της 13ης σύνταξης και των προσωπικών διαφορών για τους παλαιούς συνταξιούχους και κατάργηση της προστασίας της πρώτης κατοικίας.

Σε ότι αφορά το ΑΕΠ, το ΔΝΤ ευθυγραμμίζεται με τις εκτιμήσεις της Κομισιόν και «ανεβαίνει» στο 2,3% αντί 2,2% που προέβλεπε στο World Economic Outlook, ενώ για τα επόμενα χρόνια διατηρεί τις «γκρίζες» προβλέψεις για επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης, επιμένοντας ότι παρά το θετικό ξεκίνημα της κυβέρνησης, τα «βαρίδια» του δημογραφικού και της χαμηλής παραγωγικότητας, καθώς και οι εξωτερικοί παράγοντες θα κρατήσουν κάτω την οικονομία.

Από την άλλη πλευρά, η αλλαγή των προβλέψεων για τα δημοσιονομικά προκαλεί αίσθηση, καθώς έχουν μεσολαβήσει μόλις λίγες εβδομάδες από τότε που το Ταμείο έβλεπε «τρύπες» παντού. Έτσι, ενώ για φέτος εκτιμούσε ότι το πλεόνασμα δεν θα ξεπεράσει το 3,3%, πλέον βάζει τον πήχη στο 3,7%. Βελτίωση υπάρχει και στο 2020, καθώς ενώ πριν έβλεπε πλεόνασμα 2,6%, πλέον ανεβάζει τον πήχη στο 3,1%, δηλαδή περίπου 1 δις ευρώ παραπάνω! Υπενθυμίζεται ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις Φθινοπωρινές Προβλέψεις εκτιμά ότι η Ελλάδα με τα σημερινά δεδομένα επιτυγχάνει τους δημοσιονομικούς στόχους και του 2020 και του 2021.

  • Η ανάκαμψη της οικονομίας ήταν απογοητευτική. Η αναστροφή πολιτικών τον προηγούμενο χρόνο (αφορολόγητο, συντάξεις, εργασιακά) «φρενάρουν» τη μακροπρόθεσμη προοπτική της ανάπτυξης. Η νέα κυβέρνηση θα πρέπει να ξεπεράσει τα οργανωμένα συμφέροντα. Οι Ελληνικές Αρχές χαρακτήρισαν απαισιόδοξες τις εκτιμήσεις του Ταμείου, υποστηρίζοντας ότι το πλέγμα των μεταρρυθμίσεων θα ωθήσει το ΑΕΠ
  • Οι Ελληνικές Αρχές ενεργοποίησαν προεκλογικά ένα πακέτο επεκτατικών μέτρων 0,8% του ΑΕΠ, που διάβρωσε τις προηγούμενες προσπάθειες στο πεδίο του ΦΠΑ και των συντάξεων. Πέρα από την κατάργηση της μείωσης του αφορολογήτου και των συντάξεων, το Ταμείο εστιάζει στη μείωση του ΦΠΑ στο ηλεκτρικό ρεύμα
  • Πρέπει να βελτιωθεί το μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής, με μεγαλύτερη έμφαση στις επενδύσεις και στις κοινωνικές δαπάνες. Συμφωνία με Ευρωπαίους για χαμηλότερα πλεονάσματα θα δημιουργήσει πρόσθετο δημοσιονομικό χώρο για αναπτυξιακές και κοινωνικές πολιτικές. Θα βοηθήσει ο καλύτερος προγραμματισμός για τα δημοσιονομικά ρίσκα, μαζί με ένα μηχανισμό για προσωρινές αποκλίσεις από τους στόχους στην περίπτωση shocks
  • Το Ταμείο εκτιμά ότι το πλεόνασμα του 2020 θα κινηθεί κοντά στο 3%, καθώς κάποια από τα αντίμετρα των ελαφρύνσεων είναι ανεπαρκή ή αβέβαιης αποτελεσματικότητας
  • Θα πρέπει να προτεραιοποιηθούν οι μειώσεις στους άμεσους φόρους και να αποφευχθούν νέες μειώσεις (π.χ. εξαιρέσεις ΦΠΑ στις κατασκευές). Οι μειώσεις στη φορολογία εισοδήματος είναι ευπρόσδεκτες αλλά θα έπρεπε να συνδυαστούν με διεύρυνση της φορολογικής βάσης- μείωση του αφορολογήτου
  • Το Ταμείο ζητά να μπει ένα τέλος στην πρακτική των έκτακτων ρυθμίσεων οφειλών. Θετική η έμφαση της κυβέρνησης στην πάγια ρύθμιση, αλλά θα έπρεπε να βελτιωθεί η αρχιτεκτονική της, με καλλίτερη στόχευση (κριτήρια)
  • Το σχέδιο για ενίσχυση των ηλεκτρονικών πληρωμών μπορεί να βοηθήσει στην εισπραξιμότητα του ΦΠΑ, αλλά μπορεί να δημιουργήσει κινδύνους σε θέματα κατανάλωσης των πολιτών με χαμηλά εισοδήματα
  • Το Ταμείο επιμένει ότι η ευθυγράμμιση των παλιών συντάξεων με το νέο τρόπο υπολογισμού, δηλαδή η κατάργηση της προσωπικής διαφοράς, θα δημιουργήσει δημοσιονομικό χώρο για στοχευμένες κοινωνικές δαπάνες
  • Η κυβέρνηση υποστήριξε ότι οι αναπτυξιακοί και δημοσιονομικοί στόχοι μπορούν να επιτευχθούν χωρίς μείωση του αφορολογήτου και των καταβαλλόμενων συντάξεων
  • Ενίσχυση της παραγωγικότητας μέσω μεγαλύτερης ευελιξίας στην αγορά εργασίας και πιο αποτελεσματικών πολιτικών απασχόλησης. Το Ταμείο επιμένει στην ύπαρξη υποκατώτατου μισθού για τους νέους, έτσι ώστε να ενισχυθεί η απασχόληση σε αυτές τις ηλικίες
  • Παραμένει χαμηλό το ποσοστό αποτελεσματικότητας των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών και είναι ενδεικτικό ότι το 85% των ακινήτων καταλήγει πάλι στις τράπεζες. Το πλαίσιο για την πρώτη κατοικία παραμένει «φτωχά» στοχευμένο
  • Top priority η «επισκευή» του τραπεζικού τομέα. Η δυνατότητα των τραπεζών να ενισχύσουν χρηματοδοτικά τις επενδύσεις και την ανάπτυξη, θα πάρει πολλά χρόνια
  • Το Ταμείο εκτιμά ότι το stock των χρεών του Δημοσίου (περίπου 2,4 δις ευρώ) θα έχει εξοφληθεί ως το τέλος του 2020
  • Το Χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ θα κινηθεί σε υψηλότερα επίπεδα (+ 10 ποσοστιαίες μονάδες) σε σχέση με τις εκτιμήσεις του περασμένου Μαρτίου, λόγω των χαμηλότερων ρυθμών ανάπτυξης και της τάσης των πλεονασμάτων την περίοδο 2019- 2025, απορροφώντας τα οφέλη από τη μείωση του κόστους εξυπηρέτησης. Το Ταμείο επιμένει ότι η βιωσιμότητα του Χρέους μακροπρόθεσμα δεν είναι διασφαλισμένη, υπό ρεαλιστικές μακροοικονομικές παραδοχές. Σε ένα συνδυασμό αρνητικών εξελίξεων (χαμηλότερη ανάπτυξη, υψηλότερα επιτόκια), το Χρέος θα φτάσει στο 221% του ΑΕΠ το 2024

Η απάντηση του εκπροσώπου στο ΔΝΤ Μιχάλη Ψαλιδόπουλου (που περιλαμβάνεται στο πακέτο εκθέσεων) ήταν έντονη. Συγκεκριμένα, αναφέρει ότι η έκθεση του Ταμείου δίνει έμφαση υπερβολικά πολύ στο παρελθόν και σε προκλήσεις και υποτιμά τις θετικές πρόσφατες εξελίξεις οι οποίες βελτιώνουν σημαντικά τις προοπτικές - τόσο τις βραχυπρόθεσμες όσο και τις μεσοπρόθεσμες - της Ελληνικής οικονομίας.

Όπως επισημαίνεται, είναι σαφές ότι οι ελληνικές αρχές υποεκτιμούν ότι οι οικονομικές προοπτικές της χώρας μας είναι πολύ πιο ευνοϊκές από ότι περιγράφονται στην έκθεση του ΔΝΤ. Παράλληλα, ζητεί από το Ταμείο στις επόμενες εκθέσεις του να προχωρεί σε πολύ πιο ισόρροπη αποτίμηση και να δίδεται μεγαλύτερη έμφαση στο μέλλον.

Επίσης, αναφέρεται σε περιγραφές του Ταμείου που είναι ανακριβείς και δεν συνιστούν μια ισορροπημένη εκτίμηση των οικονομικών εξελίξεων στην Ελλάδα κατά την εποχή του προγράμματος.

Η ελληνική πλευρά εκτιμά επίσης ότι η αξιολόγηση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους από το ΔΝΤ «είναι εξαιρετικά απαισιόδοξη, διότι δεν λαμβάνει υπόψη την εντονότατη μείωση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων και των επιτοκίων δανεισμού που παρατηρήθηκαν τους τελευταίους δεκαοκτώ μήνες και ειδικότερα τους τελευταίους τρεις μήνες».

Η ελληνική πλευρά μέσω του εκπροσώπου της καταλήγει: «παρά τα πλεονεκτήματά της, η έκθεση δίνει υπερβολικά μεγάλο βάρος στο παρελθόν και στις προκλήσεις και υποτιμά τις πρόσφατες θετικές εξελίξεις που βελτιώνουν σημαντικά τις βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Συνολικά, αναφέρεται ότι "σύμφωνα με την εκτίμηση των ελληνικών αρχών, που επιβεβαιώνεται από τις εξελίξεις στην αγορά, οι ελληνικές οικονομικές προοπτικές είναι πολύ πιο ευνοϊκές από αυτές που παρουσιάζονται στην Έκθεση».

ΣΧΕΤΙΚΑ