Στις Συμπληγάδες του ΣτΕ οι πρόσθετες φοροελαφρύνσεις του 2020

Shutterstock

Η χώρα βαδίζει αισίως στο δεύτερο έτος της μεταμνημονιακής περιόδου, ωστόσο οι εκκρεμότητες των Μνημονίων εξακολουθούν να στοιχειώνουν την επόμενη ημέρα.

Αύριο, Παρασκευή πρωί, στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, αν δεν επιβεβαιωθούν οι πληροφορίες που κάνουν λόγο για αναβολή, θα κριθεί οριστικά και αμετάκλητα το ποιοι δικαιούνται και πόσα αναδρομικά, για τις περικοπές των συντάξεων που εφαρμόστηκαν από το 2012 και μετά. Στο υπουργείο Οικονομικών και στο υπουργείο Εργασίας έχουν κάθε λόγο να κάθονται σε… αναμμένα κάρβουνα, καθώς ακόμα και με τις πιο συντηρητικές εκτιμήσεις των νομικών, η ενδεχόμενη δικαίωση των προσφευγόντων θα φέρει τα πάνω κάτω στο σχεδιασμό της τρέχουσας- και όχι μόνο- χρονιάς.

Τον Ιούνιο του 2015, το ΣτΕ έκρινε ότι οι περικοπές του 2012 υπερέβησαν τα όρια του δημοσίου συμφέροντος και πρέπει να ακυρωθούν. Ο επόμενος- υποτίθεται- διορθωτικός/εφαρμοστικός Ασφαλιστικός νόμος, ο νόμος Κατρούγκαλου, ήρθε το Μάιο του 2016. Έμπειροι εργατολόγοι εκτιμούν αυτό το διάστημα των 11 μηνών είναι το επίμαχο και δεν είναι τυχαίο ότι και η προηγούμενη ηγεσία του υπουργείου Εργασίας είχε ξεκινήσει την… προετοιμασία για την καταβολή αυτών των αναδρομικών. Αυτή η συντηρητική νομική προσέγγιση έχει ένα διόλου ευκαταφρόνητο δημοσιονομικό κόστος: περί τα 4 δις ευρώ, δηλαδή 4 φορές το φετινό ψηφισμένο «πακέτο» των μειώσεων φόρων σε φυσικά και νομικά πρόσωπα.

Υπάρχουν και πιο τολμηρές, πιο… προχωρημένες νομικές προσεγγίσεις, που εκτείνουν το επίμαχο χρονικό διάστημα ως το 2019, οπότε και τέθηκε σε εφαρμογή ο νόμος Κατρούγκαλου μέσω του διαβόητου επανυπολογισμού. Η ακραία νομική ερμηνεία των αποφάσεων του ΣτΕ το 2015 αλλά και η πρόσφατη για το νόμο Κατρούγκαλου, θέτει το σημείο εκκίνησης των αναδρομικών πίσω στο 2013, οπότε σε αυτήν την περίπτωση χάνεται η μπάλα, καθώς το κόστος εκτινάσσεται σε διψήφιο αριθμό δισεκατομμυρίων.

Όπως έχει δείξει η προηγούμενη εμπειρία, παράγοντες που μπορούν να κρίνουν το ύψος των υποχρεώσεων του Δημοσίου, είναι η επίκληση του δημοσίου συμφέροντος για το χρονικό σημείο εκκίνησης των αναδρομικών, καθώς και ο αριθμός των δικαιούχων που σχετίζεται με εκείνους που κατέθεσαν προσφυγή ή αγωγή ή απλώς διέκοψαν την παραγραφή. Σε αυτήν την περίπτωση, βέβαια, ο πονοκέφαλος θα είναι διπλός για τα συναρμόδια υπουργεία, καθώς πέρα από το δημοσιονομικό κόστος θα πρέπει να αναληφθεί και το πολιτικό κόστος για το αν θα καλυφθούν ή όχι με πολιτική απόφαση όσοι «κοπούν» από το ΣτΕ.

Στο υπουργείο Οικονομικών έχουν λάβει διαβεβαιώσεις από το υπουργείο Εργασίας ότι το κόστος των αναδρομικών μπορεί να καλυφθεί «εκ των έσω», δηλαδή από το κονδύλι του Προϋπολογισμού. Αυτό ήταν, άλλωστε, το επιχείρημα προς τους Θεσμούς, προκειμένου να ανάψουν το πράσινο φως στις φοροελαφρύνσεις που ενσωματώθηκαν στο φετινό σχεδιασμό και ήδη τέθηκαν σε εφαρμογή. Με βάση τα έως τώρα δεδομένα, τα περιθώρια του προς διάθεση κονδυλίου φαίνεται, πάντως, ότι εξαντλούνται στα «επίσημα» αναδρομικά, δηλαδή στα ποσά που αφορούν στο «ξήλωμα» του νόμου Κατρούγκαλου και αφορούν στο διάστημα Οκτώβριος 2019- Φεβρουάριος 2020. Ο… λογαριασμός του ΣτΕ για τις παλιές περικοπές θα καταστήσουν υποχρεωτική την επανεξέταση των δεδομένων, ειδικά της πρόσθετης μείωσης του ΕΝΦΙΑ και του «ψαλιδίσματος» της Έκτακτης Εισφοράς, που έχουν τοποθετηθεί χρονικά στην έναρξη του δευτέρου εξαμήνου…

ΣΧΕΤΙΚΑ