Πρόκληση η επαρκής χρηματοδότηση της «έκρηξης» στην κτηματαγορά

Ακίνητα στην Αθήνα/ Φωτογραφία Eurokinissi

Τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας είναι σαφή και δεν επιδέχονται αμφισβήτησης. Οι καθαρές ροές στεγαστικών δανείων παραμένουν αρνητικές και για να βρει κανείς θετικό πρόσημο θα πρέπει να πάει 11 χρόνια πίσω και συγκεκριμένα στον Ιούλιο του 2010, όταν καταγράφηκε για τελευταία φορά θετική ροή 32 εκατ. Ευρώ.

Τα τελευταία στοιχεία δείχνουν ότι τα υπόλοιπα στεγαστικών ανέρχονται σε 36,723 δις ευρώ, το Δεκέμβριο του 2020 ήταν 45,761 δις ευρώ και το Δεκέμβριο του 2019 έφταναν στα 52,335 δις ευρώ κι αυτά την ώρα που παρά την πανδημία η αγορά ακινήτων συνερχόταν, καταγράφοντας αύξηση μεταβιβάσεων αλλά και τιμών, με τις εκτιμήσεις να ανεβάζουν για φέτος τον πήχη της αύξησης στο 8-9%.

Το ποσοστό των προβληματικών δανείων ανέρχεται σήμερα στο 19% και αντιστοιχεί σε περίπου 7 δις ευρώ, χωρίς να έχει γίνει ακόμα η αποτίμηση της τελικής ζημιάς από την πανδημία. Επιπλέον, περίπου το 61% αυτών των προβληματικών δανείων είναι σε καθυστέρηση άνω του 1 έτους κι αυτό σημαίνει ότι απομακρύνεται το σενάριο να «πρασινίσουν», ενώ συν τοις άλλοις πάνω από τα μισά από αυτά τα «κόκκινα» στεγαστικά δάνεια παραμένουν εκτός ρύθμισης.

Ο συνδυασμός των αρνητικών ροών, με το ποσοστό των «κόκκινων» δανείων, αποτυπώνει αναμφίβολα την πρόθεση των τραπεζών να μην ανατροφοδοτήσουν το φαύλο κύκλο που άνοιξε το 2002 και έκλεισε βίαια το 2010 με τα Μνημόνια, όταν η υπερέκθεση των νοικοκυριών σε στεγαστικά δάνεια πάνω από τις δυνατότητες τους έσκασε σαν βόμβα. Από την άλλη, η συμπίεση των εισοδημάτων μετά τη δεκαετή κρίση, οι κοσμογονικές αλλαγές στην αγορά εργασίας και η αβεβαιότητα που έφερε η πανδημία, είναι οι αιτίες της αναλογικά περιορισμένης ζήτησης στεγαστικών δανείων, τουλάχιστον ως τώρα.

Το μήνυμα που εκπέμπουν τα επιτελεία των τραπεζών είναι ότι το 2022 θα είναι μια άλλη χρονιά κι αυτό έχει αρχίσει να αποτυπώνεται στους δείκτες οικονομικού κλίματος, όπου οι προσδοκίες καταναλωτών και κατασκευαστικού κλάδου σταθερά ανακάμπτουν. Τα μεγάλα projects υποδομών, η αναβάθμιση περιοχών, η επέκταση του αστικού ιστού σε νέες περιοχές, η επιτάχυνση της οικονομίας και των εισοδημάτων, αλλά και η παρουσία επενδυτών, δημιουργούν τις συνθήκες για… καλπασμό της αγοράς ακινήτων, καθιστώντας την επαρκή τραπεζική χρηματοδότηση ως μια από τις προκλήσεις του 2022.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας, στο πρώτο μισό του 2021 οι Ανώνυμες Εταιρίες Επενδύσεων σε Ακίνητη Περιουσία (ΑΕΕΑΠ) προχώρησαν σε αρκετές μεγάλου ύψους νέες επενδύσεις, ενώ έχουν ήδη ανακοινώσει σημαντικά επενδυτικά σχέδια, τα οποία εκτείνονται στην επόμενη διετία. Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των επενδυτών βρίσκονται οι αποθηκευτικοί χώροι και οι ξενοδοχειακές μονάδες, ενώ επενδυτικές κινήσεις γίνονται προς γραφεία και καταστήματα, χωρίς, ωστόσο, τα τελευταία να μονοπωλούν πλέον το ενδιαφέρον. Παράλληλα, εγχώριες και ξένες εταιρίες και αλυσίδες επιχειρήσεων προβαίνουν σε σημαντικού ύψους πράξεις και έργα ανάπτυξης, αξιολογώντας ως θετικές τις προοπτικές της αγοράς και ευρύτερα της ελληνικής οικονομίας.

ΣΧΕΤΙΚΑ