Μονόδρομος η εξοικονόμηση ενέργειας για την Ελλάδα

Φωτογραφία: Shutterstock

Η σύνδεση των επιδοτήσεων στο ρεύμα με την εξοικονόμηση ενέργειας δεν είναι επιβεβλημένη μόνο λόγω του δυσβάσταχτου κόστους, αλλά κι επειδή πολύ απλά η χώρα μας απέχει πολύ από τα επιθυμητά επίπεδα απεξάρτησης από το αέριο, όχι μόνο το ρωσικό.

Όπως προκύπτει από σχετική ανάλυση της Alpha Bank, σε ό,τι αφορά στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, σχεδόν το 40% προέρχεται από φυσικό αέριο, έναντι 20% στην ΕΕ-27 καιθα πρέπει να σημειωθεί ότι το ποσοστό αυτό έχει αυξηθεί σημαντικά την τελευταία δεκαετία στη χώρα μας στην προσπάθεια απολιγνιτοποίησης της παραγωγής και της υποκατάστασης των στερεών καυσίμων με φυσικό αέριο και ανανεώσιμές πηγές ενέργειας.

Το οξύμωρο είναι ότι παρά την πτώση της συμμετοχής των στερεών καυσίμων στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα, το ποσοστό τους παραμένει πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ27 (13,7% και 12,6% αντίστοιχα). Το μόνο παρήγορο είναι ότι οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και τα βιοκαύσιμα παρήγαγαν το 37% του ηλεκτρισμού το 2020, στην Ελλάδα, ποσοστό ελαφρώς χαμηλότερο σε σύγκριση με την ΕΕ-27 (39%).

Πάμε τώρα και στην προέλευση του αερίου, που αναδεικνύει την άλλη πτυχή του προβλήματος. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΔΕΣΦΑ, το πρώτο εξάμηνο του 2022, οι εισαγωγές αερίου μέσω του αγωγού Turkstream μειώθηκαν κατά 21% σε ετήσια βάση, ενώ άνοδο κατά 13,4% σημείωσαν οι εισαγωγές ενέργειας από τον αγωγό TAP μέσω Αζερμπαϊτζάν. Επιπρόσθετα, αξιοσημείωτη αύξηση κατέγραψαν το πρώτο εξάμηνο του 2022 οι εισαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου (σταθμός Ρεβυθούσα-σημείο εισόδου Αγία Τριάδα), με το ποσοστό τους να αντιστοιχεί στο 44,5% των συνολικών εισαγωγών φυσικού αερίου στην Ελλάδα, έναντι 31% πέρυσι. Ωστόσο ακόμα κι έτσι, το ρωσικό αέριο ως ποσοστό επί των συνολικών εισαγωγών φυσικού αερίου ανήλθε σε 34% κι αυτό σημαίνει πολύ απλά ότι παρά τις “καραβιές” LNG και την “επιστράτευση” των λιγνιτών, ο Χειμώνας θα είναι δύσκολος αν κοπούν οι ροές από τον Turkstream.

Ας δούμε και το τελευταίο στοιχείο που χαρακτηρίζει την ελληνική αγορά ενέργειας. Το 50,8% της τελικής κατανάλωσης αφορά στο πετρέλαιο και τα παράγωγα προϊόντα πετρελαίου, έναντι 35% στην ΕΕ-27, ενώ το ποσοστό που καταλαμβάνει το φυσικό αέριο ανήλθε σε μόλις 7,6%, με τον μέσο όρο της ΕΕ-27 να ανέρχεται σε 21,9%. Ωστόσο, η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας καταλαμβάνει μεγαλύτερο ποσοστό επί του συνόλου στη χώρα μας (28,2%), σε σύγκριση με την ΕΕ-27 (23,2%) κι από τη στιγμή που για την ηλεκτροπαραγωγή χρειαζόμαστε κατά 40% φυσικό αέριο, το πρόβλημα γίνεται προφανές.

Η εξίσωση του... τρόμου αποτυπώνεται στα στοιχεία της αγοράς. Η τιμή του φυσικού αερίου κινείται γύρω στα 207 ευρώ, όταν πέρσι το Σεπτέμβριο “έπαιζε” στα 60- 90 ευρώ, συνεπώς αντιμετωπίζουμε αύξηση τιμών κατά περίπου 260%. Αν πάμε, δε, δύο χρόνια πίσω, μιλάμε για αύξηση 1.280%, με την τιμή τότε να κινείται γύρω στα 15 ευρώ!!!

Το τι σημαίνει αυτή η “έκρηξη” του φυσικού αερίου και πώς επηρεάζει τη χονδρική τιμή του ρεύματος, δεν χρειάζεται να πάει κανείς πολύ πίσω για να το αντιληφθεί. Τον Ιούλιο η τιμή της επόμενης ημέρας ήταν κατά μέσο όρο στα 338 ευρώ, τον Αύγουστο ανέβηκε στα 437 ευρώ και σε αυτές τις πρώτες 11 ημέρες του Σεπτεμβρίου κινείται στα 457 ευρώ!!!

Το... κερασάκι στην τούρτα είναι τα σενάρια τρόμου των οικονομολόγων της ΕΚΤ, πάνω στα οποία βασίζουν το δυσμενές τους σενάριο για την Ευρωζώνη. Στην περίπτωση διακοπής της ροής ρωσικού αερίου εκτιμάται ότι η τιμή του θα εκτιναχθεί στα 360 ευρώ το 2023 και θα παραμείνει στα 253 ευρώ το 2024, ενώ αν συμβεί κάτι αντίστοιχο με το ρωσικό πετρέλαιο, η τιμή του θα “πετάξει” στα 119,7 δολάρια φέτος, στα 138,2 ευρώ το 2023 και θα διατηρηθεί στα 115,7 δολάρια το 2024, προκαλώντας διπλό σοκ ύφεσης και υψηλού πληθωρισμού.

ΣΧΕΤΙΚΑ