Συνεχίζεται το θρίλερ με τις τιμές της Ενέργειας -Τα σενάρια για τους έμμεσους φόρους

Φωτογραφία: Shutterstock

Το φυσικό αέριο εξακολουθεί να κινείται μεταξύ 50 και 55 ευρώ, ωστόσο λόγω της ιδιομορφίας του εγχώριου συστήματος, ακόμα η χονδρική τιμή του ρεύματος δεν έχει σταθεροποιηθεί σε χαμηλά επίπεδα ή εν πάση περιπτώσει, στα επίπεδα που θα ήθελε το οικονομικό επιτελείο για να “κλειδώσει” μέσα στο Φεβρουάριο το νέο “πακέτο” μέτρων.

Μετά από πολλές ημέρες, όπου η χονδρική του ρεύματος “έπαιζε” κάτω από τα 200 ευρώ, φτάνοντας ακόμα και κάτω από τα 60 ευρώ, σήμερα “ξαναχτυπάει” στα 226 ευρώ. Το γεγονός ότι οι... αέρηδες έπαψαν να είναι τόσο δυνατοί για να ενισχύουν τη συμμετοχή των ΑΠΕ στο ενεργειακό μίγμα, είναι βασική αιτία, ωστόσο είναι προφανές ότι το υπουργείο Οικονομικών δεν μπορεί να χαράξει δημοσιονομική πολιτική με το δελτίο πρόγνωσης καιρού.

Και κάπως έτσι, φαίνεται να κερδίζει έδαφος η επιλογή των έκτακτων μέτρων στήριξης, που αφενός δεν δημιουργούν νευρικότητα στις αγορές και στους εταίρους μας στην Ευρώπη αφετέρου είναι πιο εύκολα μετρήσιμα και κυρίως μπορούν να στοχεύσουν σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες. Με αυτό το δεδομένο, από τα μέτρα που έχουν δημοσιονομική επίπτωση και στις επόμενες χρονιές, μόνο η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 0,6% φαίνεται να παραμένει στο τραπέζι, αφού ούτως ή άλλως θα συμπεριληφθεί στην ατζέντα της επόμενης τετραετίας.

Αντιθέτως, δύσκολα θα προχωρήσει η καταβολή αναδρομικών σε όλους τους συνταξιούχους κι αντ’ αυτής κερδίζει έδαφος μια διπλή ενίσχυση ως “επιταγή ακρίβειας” και ως ειδικό επίδομα για τουλάχιστον 135.000 συνταξιούχους με προσωπική διαφορά. Σε κάθε περίπτωση και με δεδομένη τη ρευστότητα στην αγορά Ενέργειας, παρά την υποχώρηση του φυσικού αερίου, θα είναι έκπληξη αν το υπουργείο Οικονομικών αποφασίσει να εξαντλήσει όλο τον πιθανό δημοσιονομικό χώρο, που μπορεί να ξεπερνά τα 1,2 δισ ευρώ, με πιο ρεαλιστική προσέγγιση τα 500- 600 εκατ ευρώ.

Η μείωση της έμμεσης φορολογίας, δηλαδή ΦΠΑ και Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης παραμένει, φυσικά, αντικείμενο της δημόσιας συζήτησης, αλλά άπαντες αντιλαμβάνονται ότι κάτι τέτοιο μπορεί να προχωρήσει μόνο σε συνθήκες πλήρους κανονικότητας και υψηλών ρυθμών ανάπτυξης, έτσι ώστε η αύξηση της κατανάλωσης να “απορροφά” τις απώλειες εσόδων.

Μετά την αύξηση του 2016, ο ανώτατος συντελεστής του ΦΠΑ βρίσκεται στο 24%, ο μεσαίος βρίσκεται στο 13%, ενώ ο υπερμειωμένος βρίσκεται στο 6%, με αποτέλεσμα ο μεσοσταθμικός συντελεστής να υπολογίζεται από το υπουργείο Οικονομικών στο 17%. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις που έχουν γίνει, μείωση 1 ποσοστιαίας μονάδας των συντελεστών του ΦΠΑ ισοδυναμεί με απώλεια εσόδων τουλάχιστον 1,3 δισ ευρώ, ενώ αν η μείωση περιοριστεί στο μεσαίο συντελεστή, το κόστος υπολογίζεται σε περίπου 900 εκ ευρώ σε ετήσια βάση.

Όσον αφορά στους ΕΦΚ, δεν είναι μυστικό ότι αποτελούν τη βασική αιτία των τόσο ακριβών καυσίμων, που πληρώνουμε στην Ελλάδα. Μετά την τελευταία αύξηση των ΕΦΚ, στη βενζίνη απέχουμε 36 ολόκληρα λεπτά ανά λίτρο από το ελάχιστο όριο της κοινοτικής Οδηγίας, στο πετρέλαιο η διαφορά μας φτάνει στα 8 λεπτά, ενώ στο πετρέλαιο θέρμανσης ο ΕΦΚ διαμορφώνεται στα 28 λεπτά έναντι κοινοτικού ορίου 2,1 λεπτών ανά λίτρο. Στην περίπτωση που αποφάσιζε κάποιος να “προσγειώσει” τους εγχώριους ΕΦΚ καυσίμων στα ελάχιστα όρια, το ετήσιο κόστος θα ήταν πάνω από 1,5 δισ ευρώ, ενώ ακόμα και μια μικρή μείωση της τάξης των 10 λεπτών στη βενζίνη θα είχε κόστος περί τα 300 εκ ευρώ.

ΣΧΕΤΙΚΑ