Fitch: Η Ελλάδα μεταξύ των ελάχιστων χωρών της Ευρωζώνης που θα μειώσει το έλλειμμά της 

NEWSROOM
Fitch: Η Ελλάδα μεταξύ των ελάχιστων χωρών της Ευρωζώνης που θα μειώσει το έλλειμμά της 
Φωτο: AP Images

Η Ελλάδα θα είναι μεταξύ των ελάχιστων χωρών της Ευρωζώνης που θα καταφέρει να μειώσει το έλλειμμά της το 2024, όπως επισημαίνει ο οίκος αξιολόγησης Fitch Ratings, στην τελευταία έκθεσή του. Μάλιστα, για το επόμενο έτος, ο οίκος αναμένει ότι η Δυτική Ευρώπη θα καταγράψει ήπιους ρυθμούς ανάπτυξης, με στήριξη από την ανάκαμψη της κατανάλωσης, την αύξηση των επενδύσεων, της μέτριας ανάκαμψης της εξωτερικής ζήτησης, αλλά και την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού.

Σύμφωνα με τους αναλυτές του οίκου, οι χώρες που έχουν εδραιώσει με επιτυχία πρωτογενή πλεονάσματα (Κύπρος, Ελλάδα, Ιρλανδία και Πορτογαλία) θα συνεχίσουν να μειώνουν τα επίπεδα του δημόσιου χρέους με γοργούς ρυθμούς, ενώ σε πολλές άλλες χώρες η μείωση του ελλείμματος θα είναι μικρότερης κλίμακας. Σε λίγες χώρες θα καταγραφεί είτε στασιμότητα είτε αύξηση των επιπέδων χρέους, με κάποιες εξ αυτών να είναι χώρες με τα υψηλότερα επίπεδα χρέους, όπως το Βέλγιο, η Γαλλία, η Ιταλία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Όπως τονίζεται, για τις χώρες αυτές ελλοχεύει ο κίνδυνος ο πολύ περιορισμένος δημοσιονομικός χώρος που θα διαθέτουν να μην σταθεί ικανός να απορροφήσει δυνητικούς κραδασμούς.

Όπως προαναφέρθηκε, στη Δυτική Ευρώπη θα σημειωθεί ήπια ανάπτυξη. Η εξομάλυνση στις αγορές ενέργειας έχει μειώσει τους κινδύνους από τον περιορισμό στον εφοδιασμό, ωστόσο οι υψηλότερες τιμές του φυσικού αερίου σε σχέση με τα επίπεδα πριν από το 2022 θα μπορούσαν να έχουν αρνητικό αντίκτυπο σε ορισμένους τομείς της μεταποίησης.

Η προβλεπόμενη βελτίωση της ανάπτυξης το 2024 εξαρτάται από την ανάκαμψη της κατανάλωσης των νοικοκυριών, καθώς τα πραγματικά εισοδήματα ανακάμπτουν. Τόσο οι οικονομίες της ευρωζώνης όσο και οι άλλες δυτικοευρωπαϊκές οικονομίες βρίσκονται σε στασιμότητα τα τελευταία τρίμηνα, δεδομένου του ενεργειακού σοκ του περασμένου έτους, του υψηλότερου πληθωρισμού και της επιβράδυνσης της Κίνας και του παγκόσμιου εμπορίου.
Οι επενδυτικές τάσεις έχουν επηρεαστεί εν μέρει από την ταχεία νομισματική σύσφιγξη, με την πιστωτική επέκταση να επιβραδύνεται σε όλη την περιοχή. Αυτό είχε ιδιαίτερη επίδραση στις κατασκευές και τα ακίνητα. Η Fitch αναμένει σταδιακή εξομάλυνση των πιστωτικών τάσεων καθώς οι φορείς προσαρμόζονται σε αυτό το νέο περιβάλλον των επιτοκίων, γεγονός που σε συνδυασμό με τη σταδιακή απορρόφηση των πόρων από το ταμείο Next Generation της Ε.Ε. θα διατηρήσει κάποια επενδυτική δυναμική.

Μετά την απότομη πτώση του συνολικού πληθωρισμού το 2023, η οποία υποβοηθήθηκε από τις χαμηλότερες τιμές της ενέργειας, θα υπάρξει μια πιο σταδιακή μείωση το 2024. Ο δομικός πληθωρισμός θα καταγράψει μέτρια υποχώρηση αλλά αναμένεται να παραμείνει επίμονος, εν μέρει λόγω των μισθολογικών πιέσεων. Οι προβλέψεις της Fitch δείχνουν μια πιο ήπια προοπτική για τον πληθωρισμό το επόμενο έτος, η οποία σε συνδυασμό με τις σταθερές αγορές εργασίας στις περισσότερες χώρες, θα πρέπει να συμβάλει στην ενίσχυση των πραγματικών μισθών και της ιδιωτικής κατανάλωσης. Αναμένουμε επίσης μια μέτρια ανάκαμψη της εξωτερικής ζήτησης, αν και αυτή υπόκειται σε καθοδικούς κινδύνους λόγω του παγκόσμιου κατακερματισμού και της αδυναμίας της κινεζικής ζήτησης.

Η σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής φαίνεται να έχει φθάσει στην κορύφωσή της, με τα υψηλότερα επιτόκια να αμβλύνουν τη ζήτηση για πιστώσεις των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων σε πολλές χώρες. Η Fitch αναμένει ότι η ΕΚΤ θα μειώσει τα επιτόκια κατά 75 μ.β. από τον Ιούνιο του 2024 στο 3,75% έως το τέλος του 2024.

Οι δημοσιονομικές εξελίξεις θα βρεθούν στο επίκεντρο, καθώς οι κυβερνήσεις στοχεύουν στη μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων που εξακολουθούν να είναι πολύ υψηλότερα από τα επίπεδα πριν από το 2020. Η λήξη των προσωρινών μέτρων, καθώς και η ισχυρότερη ανάπτυξη, θα παράσχουν ορισμένους ούριους ανέμους, όμως οι πιέσεις στις δαπάνες θα εξακολουθήσουν να υφίστανται, απαιτώντας δύσκολες αλλαγές στην πολιτική. Το κόστος δανεισμού θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα σε σύγκριση με τα πρόσφατα επίπεδα, ασκώντας σε ορισμένες χώρες -ιδιαίτερα τις υπερχρεωμένες- υπό πρόσθετη δημοσιονομική πίεση. Οι δημοσιονομικοί κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα επανέλθουν το 2024, όμως οι επερχόμενες αλλαγές στο δημοσιονομικό πλαίσιο της Ε.Ε. περιπλέκουν την αξιολόγηση των δημοσιονομικών επιδόσεων μεσοπρόθεσμα.

Οι προϋπολογισμοί για το 2024 στη συντριπτική πλειονότητα των χωρών της Δυτικής Ευρώπης προβλέπουν μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, κάτι που θα βρει στήριξη από την κατάργηση των προσωρινών μέτρων και τις καλύτερες προοπτικές ανάπτυξης. Αν και ο οίκος θεωρεί ότι μπορεί να επιτευχθεί μέτρια πρόοδος χάρη σε ένα ευνοϊκότερο μακροοικονομικό περιβάλλον, εκτιμάει ότι πολλά από τα σχέδια των προϋπολογισμών στερούνται φιλόδοξων στόχων.

Οι κυβερνήσεις θα συνεχίσουν να αντιμετωπίζουν πιέσεις για υψηλότερες μόνιμες δαπάνες σε τομείς όπως η άμυνα, οι κοινωνικές μεταβιβάσεις, οι συντάξεις και η κλιματική αλλαγή. Επιπλέον, στις περισσότερες χώρες οι πληρωμές τόκων θα αυξηθούν περαιτέρω (καθώς η μετακύλιση των υψηλότερων αποδόσεων είναι σταδιακή), μειώνοντας ακόμη περισσότερο τα δημοσιονομικά περιθώρια. Αυτό θα επιφέρει δύσκολους συμβιβασμούς για την αποτροπή νέας δημοσιονομικής επιδείνωσης.

Η δυναμική του χρέους παρουσιάζει αποκλίνουσες τάσεις τα τελευταία χρόνια και οι αναλυτές αναμένουν ότι αυτό θα συνεχιστεί βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα. Επτά από τα 22 συνολικά κράτη της περιοχής έχουν χρέος άνω του 100% το 2023, ενώ μόνο πέντε από το σύνολο των κρατών θα δουν το χρέος τους να αυξάνεται το 2024.

«Αναμένουμε ότι οι περιοριστικές συνθήκες χρηματοδότησης θα συνεχιστούν, αντανακλώντας μια ακόμη χαλαρή δημοσιονομική στάση και υψηλότερα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα επιτόκια. Αυτό θα μπορούσε να δημιουργήσει σημαντικές προκλήσεις για τις υπερχρεωμένες χώρες της περιοχής, ιδίως την Ιταλία. Οι κίνδυνοι αντισταθμίζονται από την προσδοκία μας για στήριξη από την κεντρική τράπεζα. Πιστεύουμε ότι η ΕΚΤ παραμένει αποφασισμένη να αποφύγει το επίπεδο κατακερματισμού που παρατηρήθηκε πριν από μια δεκαετία, με το χρηματοδοτικό εργαλείο για την προστασία της μετάδοσης (TPI) να διαδραματίζει βασικό ρόλο παρά τα παρατεταμένα ερωτήματα σχετικά με την επιλεξιμότητα.

ΣΧΕΤΙΚΑ