Ανησυχητικά στοιχεία για την ενεργειακή φτώχεια στην Ελλάδα -Τι δείχνει η μελέτη του ΙΟΒΕ

Φωτογραφία αρχείου: Shutterstock

Πάνω από 400 χιλιάδες ανακαινίσεις κατοικιών, θα πρέπει να έχουν ολοκληρωθεί ως το 2030 για να πιάσουμε τους στόχους της μείωσης εκπομπών ρύπων, αλλά αν λάβουμε υπόψιν την κατάσταση των κτιρίων και τις εισοδηματικές αντοχές των νοικοκυριών, ο στόχος μοιάζει δύσκολος, αν όχι ανέφικτος.

Η βελτίωση της αποτελεσματικότητας στη χρήση της ενέργειας αποτελεί βασικό πυλώνα της ενεργειακής και κλιματικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μαζί με την ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και τη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου. Όλα αυτά ακούγονται ιδανικά, αλλά στην πράξη οι δυσκολίες είναι δεδομένες, ειδικά από τη στιγμή που δεν είναι σαφές ποιοι και πόσο θα επιβαρυνθούν, όπως επίσης πόσο και πώς θα ενεργοποιηθούν μέτρα στήριξης για τις αναγκαίες δαπάνες.

Το Εθνικό Κοινωνικό Κλιματικό Σχέδιο καλύπτει τη χρονική περίοδο 2026–2032 και εστιάζει στην προστασία των ευάλωτων νοικοκυριών και των πολύ μικρών επιχειρήσεων, από τις πιθανές οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις. Η υλοποίηση του ΕΚΚΣ θα χρηματοδοτηθεί από πόρους του Κοινωνικού Κλιματικού Ταμείου, καθώς και κατά 25% από εθνική συνεισφορά στο εκτιμώμενο συνολικό κόστος. Ειδικότερα για την Ελλάδα προβλέπονται πόροι από το Ταμείο που ανέρχονται σε 3,587 δισ. ευρώ, ενώ μαζί με την εθνική συνεισφορά ο συνολικός προϋπολογισμός διαμορφώνεται σε 4,783 δισ. Ευρώ. Επαρκούν αυτά, όταν το συνολικό ύψος των επενδύσεων που απαιτούνται για την ενεργειακή αναβάθμιση των κτηρίων στον οικιακό και τον τριτογενή τομέα την περίοδο 2025-2030 εκτιμάται σε 15,6 δισ. Ευρώ;

Προφανώς και όχι. Με βάση υποθέσεις ως προς τα ποσοστά ενίσχυσης των ενεργειακών αναβαθμίσεων εκτιμάται ότι οι δημόσιοι πόροι που απαιτούνται για την περίοδο 2025-2030 μπορεί να κυμαίνονται από 5,8 δισ. ευρώ έως 7,4 δισ. ευρώ. Συγκρινόμενα τα ποσά αυτά με τους διαθέσιμους δημόσιους πόρους των 4,2 δισ. ευρώ προκύπτει ένα χρηματοδοτικό κενό από 1,7 δισ. ευρώ έως 3,2 δισ. ευρώ για το σύνολο της περιόδου 2025-2030.

«Αρχαίες» πολυκατοικίες και φτωχά νοικοκυριά

Τα ευρήματα της μελέτης του ΙΟΒΕ για τα οφέλη της ενεργειακής αναβάθμισης των κτιρίων, είναι εντυπωσιακά, συνάμα απογοητευτικά.

Όλα ξεκινάνε από το γεγονός ότι το 51% των κανονικών κατοικιών στην Ελλάδα έχει κατασκευαστεί πριν από το 1980, ενώ μόλις το 2,6% των κτηρίων ανεγέρθηκε μετά το 2011. Συνεπώς, υφίσταται μεγάλο ποσοστό κατοικιών χωρίς θερμική προστασία, ενώ πολύ μικρό είναι το ποσοστό των κατοικιών που συμμορφώνονται με πιο σύγχρονες προδιαγραφές θερμοπροστασίας. Από τα δεδομένα που συγκεντρώνονται από τις ενεργειακές επιθεωρήσεις που διεξάγονται στα κτήρια της χώρας και την επακόλουθη έκδοση Πιστοποιητικών Ενεργειακής Απόδοσης προκύπτει, μάλιστα, ότι ένα στα τρία κτήρια κατοικίας (34%) εντάσσεται στη χειρότερη κατηγορία ενεργειακής απόδοσης (Η), το 60% των κατοικιών είχαν ενεργειακή απόδοση κλάσης Ζ έως Γ (στην καλύτερη περίπτωση) και μόλις το 6% των κατοικιών που επιθεωρήθηκαν είχε ενεργειακή κλάση Β ή καλλίτερη!

Οι εξελίξεις στον τομέα της ενεργειακής αποδοτικότητας των κτηρίων επηρεάζουν και το ποσοστό ενεργειακής φτώχειας του πληθυσμού. Το χαμηλό διαθέσιμο εισόδημα και ο χαμηλός ρυθμός επενδύσεων σε μέτρα ενεργειακής αναβάθμισης των κατοικιών έχουν οδηγήσει σε υψηλό ποσοστό νοικοκυριών στην Ελλάδα που δηλώνει αδυναμία επαρκούς θέρμανσης. Το ποσοστό αυτό στα μέσα της δεκαετίας του 2010 -εν μέσω της οικονομικής κρίσης- είχε προσεγγίσει τιμές πάνω από 30%, ενώ το 2023 ήταν σχεδόν διπλάσιο από τον μέσο όρο της ΕΕ-27, καθώς το 19% των νοικοκυριών στην Ελλάδα δήλωσε σχετική αδυναμία, έναντι 10,6% στην ΕΕ-27.

Ιδιαίτερα υψηλό στην Ελλάδα είναι και το ποσοστό του πληθυσμού που έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές λογαριασμών υπηρεσιών κοινής ωφέλειας (32,9% έναντι 6,9% στην ΕΕ-27 το 2023). Συγχρόνως, το ποσοστό του πληθυσμού της χώρας που ζει σε κατοικία με μη στεγανή στέγη, υγρασία στους τοίχους, στα δάπεδα ή στα θεμέλια, ή σάπια πλαίσια παραθύρων ή δάπεδα εκτιμάται το 2023 σε 13,5%, επίπεδο που είναι λίγο χαμηλότερο έναντι της ΕΕ-27 (15,5%).

Οι στοχευμένες παρεμβάσεις εξοικονόμησης ενέργειας θα μπορούσαν να μετριάσουν το συγκεκριμένο πρόβλημα, το οποίο σε μεγάλο βαθμό υποδηλώνει οικονομική αδυναμία των νοικοκυριών. Αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με υπολογισμούς το 12,4% των νοικοκυριών στην Ελλάδα (περίπου 513.000 νοικοκυριά) πλήττονταν από ενεργειακή ένδεια το 2021.

ΣΧΕΤΙΚΑ