«Κόκκινη κάρτα» από Κομισιόν για την υπερφορολόγηση

Φωτο: Shutterstock

Όταν σου αφιερώνουν ειδικό box για τη φορολογία, που ξεκινά με τη διαπίστωση ότι «το συνολικό ποσοστό φόρων ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκε σημαντικά τα τελευταία χρόνια και είναι ήδη υψηλότερο από τους εταίρους», τότε είναι προφανές ότι δεν σκοπεύουν να σε… χαϊδέψουν.

Η Έκθεση της Κομισιόν προκάλεσε αμηχανία στο υπουργείο Οικονομικών για πολλούς και διάφορους λόγους και σίγουρα ένας από αυτούς είναι τα «καρφιά» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στη στρατηγική επιλογή, που έκανε η κυβέρνηση, να ρίξει το βάρος της προσαρμογής του 3ου Μνημονίου στη φορολογία και όχι στο νοικοκύρεμα των δημόσιων δαπανών. «Το φορολογικό σύστημα επιβάλλει υψηλά βάρη στις επιχειρήσεις και στα χαμηλόμισθα νοικοκυριά με παιδιά, κάτι που υποσκάπτει τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας και αποθαρρύνει την απασχόληση», τονίζει χαρακτηριστικά η Κομισιόν, με φόντο τα στοιχεία που δείχνουν ότι η εργασία επιβαρύνεται συνολικά με 41% έναντι μέσου κοινοτικού όρου 36%.

Η Κομισιόν το πάει ένα βήμα παραπέρα. Παρατηρεί ότι σε αντίθεση με τα άλλα κράτη- μέλη, το φορολογικό βάρος είναι υψηλότερο στα νοικοκυριά με έναν εργαζόμενο και παιδιά, ενώ λόγω του υψηλού αφορολόγητου, το σύστημα στρέφεται στις ασφαλιστικές εισφορές, που τελικά επιβαρύνουν υπέρμετρα τους χαμηλόμισθους. Αυτός είναι κι ένας από τους λόγους, που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έστειλε το πρώτο μήνυμα στην Αθήνα ότι θα πρέπει να προχωρήσει στις φιλοαναπτυξιακές φορολογικές μεταρρυθμίσεις εντός του 2020. Ποιες είναι αυτές; Μα φυσικά η μείωση του αφορολογήτου, προκειμένου να μειωθούν οι φορολογικοί συντελεστές και οι ασφαλιστικές εισφορές.

Εκεί που δείχνει να ρίχνει μεγαλύτερο βάρος η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι οι αρνητικές επιπτώσεις της υψηλής φορολογίας στις επενδύσεις, πάνω στις οποίες υποτίθεται ότι έχει βασιστεί το μεταμνημονιακό όραμα της ελληνικής οικονομίας. Κι εδώ υπάρχει μια ακόμα δυσάρεστη έκπληξη για το υπουργείο Οικονομικών: μια συγκεκριμένη επικριτική αναφορά στο Τέλος Επιτηδεύματος, που λίγο ως πολύ χαρακτηρίζεται ως χαράτσι.

«Εκτός από τον υψηλό φόρο εισοδήματος νομικών προσώπων, όλοι οι επιτηδευματίες, που είναι ενεργοί για περισσότερα από 5 χρόνια, πρέπει να πληρώνουν κάθε χρόνο ένα τέλος 650 ευρώ, ανεξαρτήτως της κερδοφορίας τους, όπως επίσης σχετικά υψηλά και περίπλοκα τέλη χαρτοσήμου», σημειώνει χαρακτηριστικά η Κομισιόν, παρατηρώντας ότι παρά την υψηλή φορολογία (6η υψηλότερη στην Ε.Ε.), τα φορολογικά έσοδα από τις επιχειρήσεις κινούνται στο μέσο όρο.

Ειδική αναφορά γίνεται στους αυταπασχολούμενους, που είναι σχεδόν διπλάσιοι στην Ελλάδα σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, καθώς το μίγμα των υψηλών φόρων και εισφορών, «ροκανίζει» τις εισπράξεις από αυτήν την κατηγορία φορολογούμενων. Όπως παρατηρεί η Κομισιόν, στο διάστημα 2015- 2017 ο αριθμός των ελευθέρων επαγγελματιών μειώθηκε κατά 14%, ενώ τα δηλωμένα τους εισοδήματα κατά 27%. Και κάπου εδώ οι Ευρωπαίοι ανοίγουν το φάκελο της υψηλής φοροδιαφυγής.

Στο στόχαστρο μπαίνει για μια ακόμα φορά η «τρύπα» στις δυνητικές εισπράξεις ΦΠΑ, η οποία παραμένει σταθερά στα 5-6 δις ευρώ το χρόνο, παρά τις προσπάθειες που έχουν καταβληθεί για τη βελτίωση της συμμόρφωσης. Με δεδομένο ότι πλέον η δομή του συστήματος ΦΠΑ δεν απέχει πολύ από τις υπόλοιπες χώρες- οι ειδικοί συντελεστές ισχύουν μόνο σε 5 νησιά του Αιγαίου- η Κομισιόν θεωρεί ότι αυτή η «τρύπα» είναι αποτέλεσμα της ευρείας φοροδιαφυγής. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι καλείται η ΑΑΔΕ να πετύχει ποσοστό συμμόρφωσης, δηλαδή εμπρόθεσμης πληρωμής, 84% από τους υπόχρεους ΦΠΑ.

ΣΧΕΤΙΚΑ