«Μάχη» Σημίτη-Καραμανλή για ελληνοτουρκικά και Ελσίνκι -Τι απαντά ο ένας πρώην πρωθυπουργός στον άλλον

NEWSROOM
Κώστας Σημίτης, Κώστας Καραμανλής
Eurokinissi

Δημόσια αντιπαράθεση μεταξύ δύο πρώην πρωθυπουργών, του Κώστα Σημίτη και του Κώστα Καραμανλή, ως προς τα ελληνοτουρκικά και τη συμφωνία του Ελσίνκι, έχει ξεσπάσει τις τελευταίες ημέρες.

Ολα ξεκίνησαν προ ημερών, όταν ο Κώστας Σημίτης, δημοσίευσε άρθρο στην εφημερίδα «Τα Νέα Σαββατοκύριακο», φωτίζοντας το παρασκήνιο της εθνικής επιτυχίας της απόφασης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Δεκεμβρίου του 1999, και εξηγώντας πώς λίγα χρόνια αργότερα ο διάδοχός του, Κώστας Καραμανλής, αδιαφόρησε επιδεικτικά για τα διπλωματικά κεκτημένα της χώρας μας έναντι της Τουρκίας.

«Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συνήλθε στις 10 Δεκεμβρίου 1999. Ξεκίνησε με θέμα τη διεύρυνση της Ενωσης και την υποψηφιότητα της Τουρκίας. Δήλωσα ότι αδυνατώ να συναινέσω στην υποψηφιότητα της Τουρκίας, αν δεν αντιμετωπιστεί θετικά και η υποψηφιότητα της Κύπρου. Το Συμβούλιο, μπροστά στο αδιέξοδο που δημιουργήθηκε, διακόπηκε. Εγιναν διαδοχικές τριμερείς συνεννοήσεις με την Προεδρία και τους συναδέλφους μας για να διατυπωθεί μια γενικά αποδεκτή απόφαση. Αισθάνθηκα ότι βαθμιαία το κλίμα άλλαζε. Οι αντιρρήσεις στηρίζονταν στο επιχείρημα ότι οι Τούρκοι δεν δέχονται τη λύση του Κυπριακού. Η Προεδρία βρισκόταν διαρκώς σε επαφή με την τουρκική αντιπροσωπεία και την Αγκυρα, ενώ το Συμβούλιο είχε αρχίσει να ενοχλείται από την άτεγκτη στάση τους. Με μεγάλη προσπάθεια, στην οποία συνέβαλε καθοριστικά ο ύπατος εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Ενωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας κ. Σολάνα, επιτύχαμε στο τέλος τους σκοπούς μας. Οι δύο κρίσιμες ρυθμίσεις έγιναν αποδεκτές.

Τα 15 κράτη-μέλη συμφώνησαν να αναγνωρισθεί η Τουρκία ως υποψήφια χώρα. Θα έπρεπε, σε εύλογο χρονικό διάστημα, να επιλύσει τις τυχόν συνοριακές ή άλλες διαφορές της με τα κράτη-μέλη στη βάση των αρχών του διεθνούς δικαίου, συμπεριλαμβανομένης της προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. εφόσον δεν επερχόταν συμφωνία σε εκκρεμείς διαφορές. Προς περαιτέρω αποσαφήνιση, εξάλλου, στα συμπεράσματα της Συνόδου σημειώθηκε ότι “το αργότερο το 2004” οι 15 ηγέτες θα επανεξέταζαν την κατάσταση για να εγκρίνουν την εκκίνηση της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας. Αν δεν είχαν επιλυθεί οι εκκρεμείς διαφορές, θα προωθούσαν την επίλυσή τους μέσω του Διεθνούς Δικαστηρίου. Σε ό,τι αφορά την Κύπρο, πείσαμε τους εταίρους μας ότι η προϋπόθεση λύσης του Κυπριακού, που πρότειναν ως αφετηριακό σημείο ενταξιακής πορείας της Κύπρου, καθιστούσε τον πρόεδρο της “Βόρειας Κύπρου” Ρ. Ντενκτάς κυρίαρχο των εξελίξεων. Θα μπορούσε στο εξής να διαπραγματεύεται εκβιαστικά απέναντι στην Ενωση και την Ελλάδα, αφού θα κρατούσε στα χέρια του το κλειδί της ενταξιακής πορείας της Κύπρου. Οι 14 εταίροι μας αποδέχθηκαν τον συλλογισμό μας. Στα συμπεράσματα της Συνόδου σημειώθηκε ότι “εάν μέχρι την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων προσχώρησης της Κύπρου δεν έχει επιτευχθεί λύση (στο Κυπριακό), η απόφαση του Συμβουλίου όσον αφορά την προσχώρηση θα ληφθεί χωρίς το ανωτέρω να αποτελεί προϋπόθεση”».

Το πρώτο σκέλος ανάγκαζε την Τουρκία να λύσει σε χρόνο μελλοντικό αλλά ως βασική προϋπόθεση της ενταξιακής της πορείας, τα όποια ζητήματά της με την Ελλάδα και έθετε την ΕΕ ως εποπτεύουσα της διαδικασίας. Το δεύτερο, ως γνωστόν, αποδείχτηκε κλειδί για την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ, που επισφραγίστηκε σε μια πανηγυρική εκδήλωση στη Στοά του Αττάλλου, τον Απρίλιο του 2003, όπου υπογράφηκε η Συνθήκης Προσχώρησης δέκα νέων κρατών στην ΕΕ (μεταξύ αυτών και της Κυπριακής Δημοκρατίας).

Και καταλήγει, ο κ. Σημίτης για το σημείο καμπής, όταν ο Κώστας Καραμανλής αδιαφόρησε για το Ελσίνκι:

«Μετά τη νίκη της Νέας Δημοκρατίας, την Κυριακή της 7ης Μαρτίου 2004, προσκάλεσα τον κ. Καραμανλή στο Μαξίμου για να τον ενημερώσω για θέματα που θεωρούσα ότι θα πρέπει να γνωρίζει ο νέος πρωθυπουργός. Ο κ. Καραμανλής ήρθε στο Μαξίμου συνοδευόμενος από τον σύμβουλό του κ. Μολυβιάτη. Αφού αναφέρθηκα στα τρέχοντα οικονομικά προβλήματα, θέλησα να θίξω το θέμα των σχέσεων με την Τουρκία. Ο κ. Καραμανλής με διέκοψε αμέσως αναφέροντας ότι στα θέματα αυτά έχει διαφορετικές απόψεις και δεν χρειάζεται πληροφόρηση. Προσέθεσε ότι ο κ. Μολυβιάτης είναι κατ’ εξοχήν αρμόδιος για την αντιμετώπισή τους. Ο κ. Μολυβιάτης πήρε αμέσως μετά τον λόγο και δήλωσε ότι η νέα κυβέρνηση θα εφαρμόσει τη δική της πολιτική, που είναι διαφορετική από εκείνη της κυβέρνησής μου. Μετά την παρατήρηση αυτή, η συζήτηση στράφηκε σε άλλα θέματα, άσχετα προς την εξωτερική πολιτική».

Τον Δεκέμβριο του 2004 όταν πραγματοποιήθηκε, σύμφωνα με την απόφαση του Ελσίνκι, η Σύνοδος Κορυφής στις Βρυξέλλες για να αποφασιστεί η έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Τουρκία, την Ελλάδα εκπροσωπούσε ο νέος πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής. Δυστυχώς, στη Σύνοδο Κορυφής των Βρυξελλών αποφασίστηκε η εκκίνηση της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας παρ’ όλο που δεν είχε τακτοποιήσει τις διαφορές της με την Ελλάδα, όσον αφορά την ΑΟΖ και την υφαλοκρηπίδα.

Ο κ. Καραμανλής και η κυβέρνηση της ΝΔ, σε αντίθεση με τις μεγαλοστομίες της εποχής της αντιπολίτευσης, έδειξαν εξαρχής δείγματα μιας γενικευμένης απάθειας απέναντι στις εξελίξεις. Η αναμενόμενη κινητοποίησή τους ενόψει του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Δεκεμβρίου του 2004 δεν πραγματοποιήθηκε. Τίποτε δεν συνέβη απ’ όσα εύλογα περίμεναν όσοι είχαν εργαστεί για να οδηγήσουν την Τουρκία σε έναν μονόδρομο που της επέβαλλε αποφάσεις. Ο έλληνας πρωθυπουργός, κατά τη συζήτηση, αν και είχε τη δυνατότητα, δεν πρόβαλε την ένσταση για την έλλειψη ανταπόκρισης της Τουρκίας στον όρο που είχε τεθεί στο Ελσίνκι και αφορούσε την ύπαρξη διαφορών σχετικά με την έκταση της τουρκικής υφαλοκρηπίδας. Αντίθετα, επεσήμανε ότι «οι ασφυκτικοί χρονικοί περιορισμοί δεν βοηθούν». Απεδέχθη έτσι την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Τουρκία με ανεπίλυτες τις ελληνοτουρκικές διαφορές ως προς τα όρια των υφαλοκρηπίδων και των αιγιαλίτιδων ζωνών τους. Η Τουρκία βγήκε από τη στενωπό χωρίς καμία αντίδραση»

Ο Κώστας Καραμανλής απάντησε στον Κώστα Σημίτη σήμερα, με ανακοίνωσή του στην οποία υποστηρίζει ότι η Συμφωνία του Ελσίνκι αμφισβητούσε την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας.

Αναλυτικά η απάντηση του Κώστα Καραμανλή:

«Συνεχίζει ο κ. Σημίτης να γράφει για τη λεγόμενη ''επιτυχία'' του Ελσίνκι. Έχω πάντα επιφυλάξεις ως προς το κατά πόσο αυτές οι δημόσιες τοποθετήσεις διευκολύνουν τον χειρισμό κρίσιμων εθνικών θεμάτων και, μάλιστα, σε μια δύσκολη φάση τους που είναι τώρα σε εξέλιξη. Όμως, η εμμονή και η συνεχής επανάληψη επιβάλλουν να ειπωθούν τελικά κάποια πράγματα, για λόγους ιστορικής ακρίβειας. Και αφού παραβλέψω την αναφορά σε μια συνάντηση που δεν έγινε ποτέ με αυτήν τη σύνθεση και με αυτό το περιεχόμενο.

Για να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους: η δήθεν ''επιτυχημένη'' στρατηγική του Ελσίνκι οδηγούσε την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας, την ελληνική κυριαρχία νησιών και βραχονησίδων, στη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης! Από τα Ίμια μέχρι το Ελσίνκι, η κυβέρνηση Σημίτη ζητούσε ουσιαστικά από ΗΠΑ και Ευρωπαίους εταίρους να ωθήσουν την Τουρκία να προσφύγει στη Χάγη εναντίον μας για τα Ίμια και τις λεγόμενες ''γκρίζες ζώνες''. Φρόντιζε να συμπεριληφθούν αντίστοιχες προβλέψεις στα επίσημα ευρωπαϊκά κείμενα. Δεν έχει ξανασυμβεί κράτος, και μάλιστα ευρωπαϊκό, να ζητά από όλον τον κόσμο να θέσει τρίτο κράτος σε δικαστική αμφισβήτηση την εδαφική του ακεραιότητα! Με τη συμφωνία της Μαδρίτης τον Ιούλιο του 1997 έγινε και ένα ακόμα σοβαρό ολίσθημα: Αναγνώρισε ότι η Τουρκία έχει νόμιμα, ζωτικά συμφέροντα και ενδιαφέροντα στο Αιγαίο, τα οποία έχουν μεγάλη σημασία για την ασφάλεια και την εθνική της κυριαρχία και ότι η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να ασκήσει μονομερώς κανένα δικαίωμά της! Προφανώς ούτε το μονομερές δικαίωμά της να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα, όπως ρητά προβλέπεται από το Διεθνές Δίκαιο για όλες τις χώρες.

Το 1999 με το Ελσίνκι, η ΕΕ ως Πόντιος Πιλάτος θα προωθούσε την προσφυγή της Τουρκίας στη Χάγη εναντίον μας για ''εκκρεμείς συνοριακές διαφορές και άλλα συναφή θέματα'', μέχρι τα τέλη του 2004! Όχι μόνο για την υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ που είναι η μόνη διαφορά που αναγνωρίζουν όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις από το 1974. Και όχι από κοινού με την Ελλάδα με συνυποσχετικό. Μονομερώς! Δηλαδή, η Τουρκία θα προσδιόριζε μόνη της τα επίδικα θέματα. Και, καθώς η Ελλάδα αποδεχόταν ακόμα τότε την υποχρεωτική δικαιοδοσία της Χάγης, δεν θα είχε επιλογή. Αυτομάτως αποδεχόταν το άνευ προηγουμένου: ότι εδάφη της, κυριαρχία της και ό,τι άλλο θεωρούσε η Τουρκία ''συναφές'' θα ετίθεντο υπό δικαστική αίρεση. Και, ενώ στο Ελσίνκι η Τουρκία κέρδιζε αυτό που διακαώς επεδίωκε επί 36 χρόνια, δηλαδή τον χαρακτηρισμό της ως υποψήφιας χώρας για ένταξη στην ΕΕ, η Ελλάδα δεν φρόντισε να λάβει ως αντάλλαγμα ούτε καν τα αυτονόητα: την άρση του casus belli και τον έμπρακτο σεβασμό από την 'Αγκυρα του Διεθνούς Δικαίου στο σύνολό του, ιδίως δε του Δικαίου της Θάλασσας. Αντιθέτως, θέταμε οι ίδιοι την εδαφική μας ακεραιότητα υπό επανεξέταση.

Στο άρθρο του κ. Σημίτη αναφέρεται μάλιστα ότι διαφορά μας προς επίλυση με την Τουρκία δεν είναι μόνον η υφαλοκρηπίδα, αλλά και τα χωρικά μας ύδατα! Από πότε; Και μας εγκαλεί ότι τάχα δεν αξιοποιήσαμε το Ελσίνκι, για να ''επιλύσουμε'' και αυτό το ζήτημα! Φαίνεται, γι' αυτό η κυβέρνηση Σημίτη διαπραγματευόταν με την Τουρκία αποκλειστικά το αδιαπραγμάτευτο δικαίωμα επέκτασης των χωρικών μας υδάτων στα 12 ν.μ.! Για να ''επιλύσει'' το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας -που το Ελσίνκι έκανε πακέτο με όλες τις τουρκικές διεκδικήσεις- με τρόπο αποδεκτό από την Τουρκία!

Το Δεκέμβριο 2004, όταν κρινόταν η έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας στις Βρυξέλλες, η δική μας προτεραιότητα ήταν πράγματι η απεμπλοκή μας από το τετελεσμένο του Ελσίνκι. Πίστευα και πιστεύω ότι, πέραν της υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ, τίποτε άλλο από όσα θέτει η Τουρκία δεν μπορεί να τεθεί υπό διαπραγμάτευση ή δικαστική αίρεση. Το προηγούμενο του Ελσίνκι ήταν πλέον πραγματικότητα, αλλά έπρεπε να αποδυναμωθεί. Προσθέσαμε τη διατύπωση ότι στη Χάγη θα πάμε ''εφόσον απαιτείται'', για να αποφύγουμε να συρθούμε για θέματα που δεν υφίστανται. Διαμορφώσαμε μία νέα στρατηγική που μετέτρεπε τα προβλήματα με την Τουρκία από ελληνο-τουρκικά σε ευρω-τουρκικά. Η ΕΕ, από το να παραπέμπει την εδαφική μας ακεραιότητα στη Χάγη, γεγονός αδιανόητο, επόπτευε πλέον η ίδια και με τη δική μας ενεργό συμμετοχή τη συμμόρφωση της Τουρκίας με τις σχέσεις καλής γειτονίας και το Διεθνές Δίκαιο, ως προαπαιτούμενο της ενταξιακής διαδικασίας (Διαπραγματευτικό Πλαίσιο με την Τουρκία, Οκτώβριος 2005).

Πρόσθετη απόδειξη των κινδύνων που περιέκλειε το Ελσίνκι είναι ότι αυτό ενταφιάστηκε και τυπικά τον Ιανουάριο 2015, από την κυβέρνηση Σαμαρά. Με δήλωση που κατέθεσε ο τότε υπουργός Εξωτερικών Ευ. Βενιζέλος στα Ηνωμένα Έθνη, η χώρα μας δεν αναγνωρίζει την υποχρεωτική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου της Χάγης για θέματα εδαφικής μας κυριαρχίας, συμπεριλαμβανομένων των χωρικών μας υδάτων.

Είναι πράγματι αληθές ότι έχουμε διαφορετικές αντιλήψεις με τον κ. Σημίτη και όσους συμμερίζονται τις απόψεις του. Για εμάς τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Δεν διαπραγματευόμαστε εθνική κυριαρχία και δεν τη θέτουμε στην κρίση κανενός. Μοναδικό θέμα προς επίλυση με την Τουρκία: η υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ. Διαφορετικές αντιλήψεις θα με βρίσκουν πάντα αντίθετο».

Σήμερα το απόγευμα, ο Κώστας Σημίτης απάντησε σε όσα του καταλόγισε ο Κώστας Καραμανλής.

Σε δήλωσή του ο πρώην πρωθυπουργός, δίνει συνέχεια στην «δημόσια αντιπαράθεσή» τους ως προς τα ελληνοτουρκικά και τη συμφωνία του Ελσίνκι.

Αναλυτικά η δήλωση του Κ. Σημίτη με την οποία απαντά στον Κ. Καραμανλή

Στα «Νέα» (3.4.2021) έγινε προδημοσίευση της συμβολής μου στον συλλογικό τόμο «Η στρατηγική του Ελσίνκι, 20+1 χρόνια μετά» (εκδόσεις Σιδέρη). Αυτό το δημοσίευμα σχολίασε ο κ. Κ. Καραμανλής.

Η δήλωση του Κ. Καραμανλή αποδεικνύει πράγματι τις διαφορετικές μας αντιλήψεις.

Πεποίθησή μου ήταν και είναι, ότι οι διαφορές με την Τουρκία πρέπει να αντιμετωπίζονται ενεργά, στη βάση της εθνικής μας κυριαρχίας και του Διεθνούς Δικαίου, αξιοποιώντας την ισχύ που μάς δίνει η συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τα πλεονεκτήματα που μάς εξασφαλίζουν οι διεθνείς συμμαχίες μας. Η επ’ αόριστον παραπομπή των διαφορών με τη γείτονα σε μια μελλοντική κάθε φορά διευθέτηση, οδήγησε και θα οδηγεί στη διεύρυνση των τουρκικών διεκδικήσεων. Η πιο χαρακτηριστική και επώδυνη απόδειξη της αδράνειας είναι η εξέλιξη του Κυπριακού.

Την περίοδο της συνόδου Κορυφής του Ελσίνκι, η κυβέρνησή μου αξιοποίησε την ευνοϊκή συγκυρία της επιθυμίας της Τουρκίας για προσέγγιση με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Και αφ’ ενός λύσαμε το πολύπλοκο θέμα της ευρωπαϊκής ένταξης της Κύπρου και αφ’ ετέρου χαράξαμε έναν οδικό χάρτη επίλυσης των ελληνοτουρκικών.

Ως προς το θέμα των χωρικών υδάτων πρέπει να σημειωθεί, ότι όλες οι κυβερνήσεις (συμπεριλαμβανομένης και αυτής του Κ. Καραμανλή) συζητούσαν στο πλαίσιο των διερευνητικών επαφών το θέμα του εύρους της αιγιαλίτιδας ζώνης, που είναι θέμα εθνικής κυριαρχίας και συναρτάται με το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ».

Υπενθυμίζεται, ότι νωρίτερα σήμερα, ο Κώστας Καραμανλής είχε απαντήσει στα όσα υποστηρίζει ο Κ. Σημίτης στο βιβλίο του, στο οποίο τον εγκαλεί ότι είχε δική του ατζέντα στα ελληνοτουρκικά και ότι απεμπόλησε το Ελσίνκι.

Ο Κ. Καραμανλής δήλωσε μεταξύ άλλων ότι «η δήθεν ''επιτυχημένη'' στρατηγική του Ελσίνκι οδηγούσε την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας, την ελληνική κυριαρχία νησιών και βραχονησίδων, στη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης». Για να προσθέσει: «Από τα Ίμια μέχρι το Ελσίνκι, η κυβέρνηση Σημίτη ζητούσε ουσιαστικά από ΗΠΑ και Ευρωπαίους εταίρους να ωθήσουν την Τουρκία να προσφύγει στη Χάγη εναντίον μας για τα Ίμια και τις λεγόμενες γκρίζες ζώνες».

ΣΧΕΤΙΚΑ