Στεγαστική κρίση στην Ισπανία: Το μεγαλύτερο πρόβλημα οι ξένοι αγοραστές, ή μήπως όχι;

NEWSROOM
Βαρκελώνη
Φωτογραφία: Shutterstock

Καθώς η Ισπανία αντιμετωπίζει μια αυξανόμενη στεγαστική κρίση, η κυβέρνηση έχει προτείνει νέα μέτρα που στοχεύουν στους ξένους αγοραστές, αν και οι ειδικοί υποστηρίζουν ότι αυτά ενδέχεται να μην επιλύσουν αποτελεσματικά το πρόβλημα.

Στις 13 Ιανουαρίου, ο Πρωθυπουργός Πέδρο Σάντσεθ ανακοίνωσε μια πρόταση για φόρο 100% σε κατοικίες που αγοράζονται από πολίτες εκτός ΕΕ που δεν διαμένουν στην Ισπανία, καθώς και αύξηση της φορολογίας στις βραχυχρόνιες μισθώσεις. Μια εβδομάδα αργότερα, πρότεινε μια πλήρη απαγόρευση αγοράς ακινήτων από πολίτες εκτός ΕΕ που δεν είναι κάτοικοι. Η τελευταία πρόταση αφορά την απαγόρευση αγοράς κατοικιών στην Ισπανία από αλλοδαπούς εκτός ΕΕ, όταν ούτε οι ίδιοι, ούτε οι οικογένειές τους διαμένουν στη χώρα. Τα πιθανά μέτρα θα επηρέαζαν, για παράδειγμα, Βρετανούς ή Αμερικανούς πολίτες που επιθυμούν να αγοράσουν εξοχική κατοικία στην Ισπανία.

Αυτές οι προτάσεις έρχονται σε μια περίοδο που η ισπανική αγορά ακινήτων βρίσκεται υπό έντονη πίεση σε ορισμένες περιοχές. Ενώ η οικονομία αναπτύσσεται και η ανεργία μειώνεται, η ζήτηση για στέγαση αυξάνεται, ιδιαίτερα σε πόλεις όπως η Μαδρίτη και η Βαρκελώνη. Ωστόσο, οι υποψήφιοι αγοραστές και ενοικιαστές αντιμετωπίζουν σοβαρή έλλειψη διαθέσιμων κατοικιών, ενώ όσες είναι διαθέσιμες συχνά έχουν τιμές εκτός προσιτότητας για τους μέσους μισθούς. Στις δημοφιλείς παράκτιες περιοχές, οι βραχυχρόνιες μισθώσεις και οι εξοχικές κατοικίες αυξάνουν επίσης τις τιμές και εκτοπίζουν τους ντόπιους από την αγορά.

«Η ρίζα της κρίσης προσιτής στέγασης, ωστόσο, δεν είναι οι ξένοι αγοραστές, αλλά η έλλειψη διαθέσιμων κατοικιών. Το κλειδί για την επίλυση αυτού του προβλήματος είναι η ενίσχυση της κατασκευαστικής δραστηριότητας, η οποία παραμένει υποτονική από τότε που έσκασε η φούσκα των ακινήτων το 2008», γράφει σε άρθρο του στον ιστότοπο theconversation.com ο Κάρλες Βεργκάρα-Αλέρτ, καθηγητής Χρηματοοικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Ναβάρα.

Στάσιμη οικοδομική δραστηριότητα από το 2009

Όπως εξηγεί «η ανοικοδόμηση στην Ισπανία άρχισε να αναπτύσσεται τη δεκαετία του 1960, με τη σημαντικότερη ανάπτυξη να σημειώνεται τη δεκαετία του 2000. Σήμερα, περίπου το 95% του στεγαστικού αποθέματος της χώρας έχει κατασκευαστεί πριν από το 2009, ενώ περίπου το 22% αυτών των κατοικιών χτίστηκαν μεταξύ 2000 και 2009».

Ωστόσο, μετά την οικονομική κρίση του 2008, η κατασκευαστική δραστηριότητα έχει επιβραδυνθεί σημαντικά λόγω της περιορισμένης διαθεσιμότητας γης σε προνομιακές περιοχές, γραφειοκρατικών καθυστερήσεων, έλλειψης εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού και περιορισμένης πρόσβασης σε χρηματοδότηση για μικρούς και μεσαίους κατασκευαστές. «Μόλις το 5% του στεγαστικού αποθέματος της Ισπανίας έχει κατασκευαστεί τα τελευταία 15 χρόνια», σημειώνεται στο άρθρο.

Ο αντίκτυπος του τουρισμού

Η κρίση προσιτής στέγασης έχει επίσης πυροδοτήσει διαμαρτυρίες κατά του υπερτουρισμού. Οι ντόπιοι σε πόλεις και περιοχές με έντονη τουριστική δραστηριότητα αισθάνονται ότι εκτοπίζονται από τους τουρίστες, καθώς οι γειτονιές κατακλύζονται από βραχυχρόνιες μισθώσεις.

Ωστόσο, η οικονομία της Ισπανίας βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στον τουρισμό και τις ξένες επενδύσεις, ενώ πολλές εξοχικές κατοικίες ανήκουν και σε Ισπανούς ή άλλους Ευρωπαίους. Οι αγοραστές εκτός ΕΕ αντιπροσωπεύουν ένα μικρό ποσοστό της συνολικής αγοράς και, παρόλο που μπορεί να επηρεάζουν συγκεκριμένες περιοχές όπως η Βαρκελώνη και η Μαδρίτη, η επιρροή τους στη συνολική προσιτότητα της στέγασης στη χώρα είναι περιορισμένη.

Η ζήτηση ξεπερνά την προσφορά

Όπως σημειώνει ο Κάρλες Βεργκάρα-Αλέρτ «η πραγματική λύση στα ζητήματα προσιτής στέγασης στην Ισπανία έγκειται στην αύξηση της προσφοράς και όχι στην επιβολή φόρων ή απαγορεύσεων στους ξένους αγοραστές. Η κυβέρνηση θα έπρεπε να εστιάσει σε πολιτικές που υποστηρίζουν τη νέα οικοδόμηση. Αυτό θα μπορούσε να περιλαμβάνει την απλοποίηση των πολεοδομικών κανονισμών, την παροχή κινήτρων στους κατασκευαστές και τη βελτίωση των υποδομών ώστε περισσότερες περιοχές να γίνουν κατάλληλες για ανάπτυξη. Η επιτάχυνση της διαδικασίας έγκρισης αδειών θα είχε πολύ μεγαλύτερο αντίκτυπο στην προσιτότητα της στέγασης από ό,τι η στοχοποίηση ξένων επενδυτών. Σε κάθε περίπτωση, παραμένει αβέβαιο εάν αυτά τα προτεινόμενα μέτρα θα γίνουν νόμος. Παρόμοιες προτάσεις συχνά προκαλούν πρωτοσέλιδα, αλλά ενδέχεται να μην υλοποιηθούν ποτέ ή να αλλάξουν σημαντικά πριν εγκριθούν».

Και καταλήγει: «Ανεξάρτητα από το τελικό αποτέλεσμα, η έμφαση στη φορολόγηση των ξένων αγοραστών μπορεί να λειτουργήσει ως πολιτική στρατηγική για τη δημιουργία αβεβαιότητας στην αγορά, αποθαρρύνοντας τις ξένες επενδύσεις χωρίς να αντιμετωπίζει τη βασική αιτία του προβλήματος, που είναι η έλλειψη διαθέσιμης στέγασης».

ΣΧΕΤΙΚΑ