Πώς καθορίζονται οι αμοιβές και τα ωράρια των στελεχών

Φωτο: Shutterstock

Ως διευθύνοντες υπάλληλοι θεωρούνται εκείνοι στους οποίους, λόγω του ότι διαθέτουν εξαιρετικά προσόντα ή λόγω της ιδιάζουσας εμπιστοσύνης που τους έχει ο εργοδότης, ανατίθενται καθήκοντα γενικότερης διευθύνσεως όλης της επιχείρησης ή σημαντικού τομέα της καθώς και εποπτείας του προσωπικού.

Έτσι ώστε όχι μόνο να επηρεάζουν αποφασιστικά τις κατευθύνσεις και την εξέλιξη της επιχείρησης αλλά και να διακρίνονται εμφανώς από τους άλλους υπαλλήλους, διότι ασκούν δικαιώματα και εξουσίες του εργοδότη, όπως η πρόσληψη και η απόλυση του προσωπικού και η λήψη σημαντικών αποφάσεων για την επίτευξη των σκοπών της επιχείρησης, ταυτιζόμενα έτσι σε μεγάλο βαθμό με τον εργοδότη τόσο ως προς τις σχέσεις του προς τρίτους, εκπροσωπώντας αυτόν στις συναλλαγές, όσο και σε σχέση με τους υπόλοιπους εργαζομένους στην ίδια επιχείρηση.

Οι υπάλληλοι αυτοί, διαθέτουν πρωτοβουλία, επωμίζονται με σημαντικές, ενίοτε δε και ποινικές, ευθύνες για την τήρηση των διατάξεων που έχουν θεσπιστεί για το συμφέρον των εργαζομένων και αμείβονται συνήθως με μισθό που υπερβαίνει τα νόμιμα ελάχιστα όρια μισθών και τις καταβαλλόμενες στους λοιπούς υπαλλήλους αποδοχές.

Για τον λόγο αυτόν, τα ανωτέρω πρόσωπα, αν και δεν παύουν να είναι μισθωτοί, εξαιρούνται από την εφαρμογή των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας για τα χρονικά όρια εργασίας, την εβδομαδιαία ανάπαυση, την αποζημίωση και προσαύξηση για υπερωριακή ή κατά τις Κυριακές και εορτές εργασία, τις αποδοχές, το επίδομα και την αποζημίωση λόγω υπαίτιας μη χορήγησης της ετήσιας άδειας ανάπαυσης, αφού οι διατάξεις αυτές είναι ασυμβίβαστες προς την εξέχουσα θέση τους και την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που ανέλαβαν με τη σύμβασή τους.

Δεν είναι, πάντως, αναγκαίο να συντρέχουν όλες οι προαναφερόμενες ή και άλλες περιστάσεις για να χαρακτηριστεί κάποιος μισθωτός ως διευθύνων υπάλληλος, η έννοια δε της διευθυντικής θέσης, ανεξαρτήτως του αν ο εργαζόμενος έχει ή όχι τον τίτλο του διευθυντή, προσδιορίζεται, με βάση τα αντικειμενικά κριτήρια της καλής πίστης και της κοινής πείρας και λογικής, από τη φύση και το είδος των παρεχόμενων υπηρεσιών, που κρίνονται ενιαία, καθώς και από την ιδιάζουσα σχέση εκείνου που τις παρέχει τόσο προς τον εργοδότη όσο και προς τους λοιπούς εργαζομένους.

ΣΧΕΤΙΚΑ