Το εθνικό χρέος της Αμερικής ξεπερνά για πρώτη φορά τα 30 τρισεκατομμύρια δολάρια

NEWSROOM
Αμερικανική Οικονομία/ Φωτογραφία shutterstock
Αμερικανική Οικονομία/ Φωτογραφία shutterstock

Το εθνικό χρέος της Αμερικής μόλις έφτασε σε άλλο ένα απογοητευτικό ορόσημο. Το συνολικό δημόσιο χρέος που εκκρεμεί ξεπερνά πλέον τα 30 τρισεκατομμύρια δολάρια, σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών που δημοσιεύθηκαν την Τρίτη.

Ο κρατικός δανεισμός επιταχύνθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας καθώς η Ουάσιγκτον ξόδευε επιθετικά για να αμβλύνει το οικονομικό πλήγμα από την κρίση. Το δημόσιο χρέος έχει εκτιναχθεί κατά περίπου 7 τρισεκατομμύρια δολάρια από το τέλος του 2019.

Οι οικονομολόγοι παρουσιάζονται διχασμένοι σχετικά με το πόσο μεγάλο είναι πραγματικά το πρόβλημα, αλλά το τελευταίο ορόσημο χρέους έρχεται σε μια ευαίσθητη στιγμή, καθώς ο κόστος δανεισμού αναμένεται να αυξηθεί.

Μετά από πολλά χρόνια χαμηλών επιτοκίων, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ αλλάζει τη στάση της για να καταπολεμήσει τον πληθωρισμό. Η Fed σχεδιάζει να ξεκινήσει την πρώτη σειρά αυξήσεων επιτοκίων από το 2015. Το υψηλότερο κόστος δανεισμού θα δυσχεράνει τη χρηματοδότηση αυτή του μεγάλου χρέους.

«Δεν σημαίνει βραχυπρόθεσμη κρίση, αλλά σημαίνει ότι θα είμαστε φτωχότεροι μακροπρόθεσμα», δήλωσε ο David Kelly, επικεφαλής παγκόσμιος στρατηγικός αναλυτικής της JPMorgan Asset Managemnt.

Μόνο το κόστος των τόκων προβλέπεται να ξεπεράσει τα 5 τρισεκατομμύρια δολάρια τα επόμενα 10 χρόνια και θα ανέλθει σχεδόν στο ήμισυ του συνόλου των ομοσπονδιακών εσόδων μέχρι το 2051, σύμφωνα με το ίδρυμα Peter G. Peterson, μια οργάνωση που επικεντρώνεται στην ευαισθητοποίηση για τη δημοσιονομική πρόκληση.

Ο Kelly επεσήμανε ότι το αυξανόμενο κόστος δανεισμού θα περιορίσει τα χρήματα που μπορεί να δαπανήσει η Ουάσιγκτον για άλλες προτεραιότητες, όπως η κλιματική αλλαγή.

Εκτοξεύονται τα χρέη

Η Ομοσπονδιακή κυβέρνηση οφείλει σήμερα σχεδόν 8 τρισεκατομμύρια δολάρια σε ξένου και διεθνείς επενδυτές, με επικεφαλής την Ιαπωνία και την Κίνα. Τελικά, αυτό θα πρέπει να αποπληρωθεί με τόκους.

«Αυτό σημαίνει ότι οι Αμερικανοί φορολογούμενοι θα πληρώνουν για τη συνταξιοδότηση των ανθρώπων στην Κίνα και την Ιαπωνία, οι οποίοι είναι οι πιστωτές μας», δήλωσε ο Kelly.

Το ποσό των 30 τρισεκατομμυρίων δολαρίων του εθνικού χρέους διογκώνεται κάπως από το γεγονός ότι ένα μέρος των χρημάτων το χρωστάει η κυβέρνηση στον εαυτό της. Πρόκειται για χρέος που κατέχεται στην κοινωνική ασφάλιση και σε άλλα κρατικά ταμεία. Τα λεγόμενα ενδοκυβερνητικά χαρτοφυλάκια ανέρχονται σε περισσότερα από 6 τρισεκατομμύρια δολάρια.

Παρόλα αυτά, το εθνικό χρέος έχει εκτοξευθεί στα ύψη τις τελευταίες δεκαετίες, οδηγούμενο εν μέρει από την οικονομική κρίση του 2008 και στη συνέχεια από την πανδημία. Το συνολικό ανεξόφλητο χρέος ανερχόταν σε 9,2 τρισεκατομμύρια δολάρια τον Δεκέμβριο του 2007, ακριβώς όταν ξεκινούσε η μεγάλη ύφεση σύμφωνα με τα στοιχεία του Υπουργείου Οικονομικών. Όταν ανέλαβε τα καθήκοντά του ο πρώην πρόεδρος, Ντόναλντ Τραμπ, το εθνικό χρέος ανέρχονταν σε σχεδόν 20 τρισεκατομμύρια δολάρια.

«Ο κορωνοϊός επιδείνωσε το πρόβλημα. Είχαμε μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης που απαιτούσε δαπάνες τρισεκατομμυρίων», δήλωσε ο Michael Paterson, διευθύνων σύμβουλος του ιδρύματος Paterson. «Αλλά τα διαρθρωτικά προβλήματα που αντιμετωπίζουμε δημοσιονομικά υπάρχουν πολύ πριν την πανδημία», πρόσθεσε.

Ακόμα και πριν από τον Covid, ο Τραμπ προέδρευσε μιας απότομης αύξησης του εθνικού χρέους η οποία υπογραμμίστηκε από τις μαζικές φορολογικές περικοπές που θεσπίστηκαν στα τέλη του 2017, σε μια εποχή που η αμερικανική οικονομία ανθούσε και δεν χρειαζόταν δημοσιονομικά κίνητρα.

Ο νόμος του 2017 για τις φορολογικές περικοπές και την απασχόληση θα προσθέσει 1 έως 2 τρισεκατομμύρια δολάρια στο ομοσπονδιακό χρέος μεταξύ 2018 και 2025, σύμφωνα με το Κέντρο Φορολογικής Πολιτικής. Το κέντρο σημειώνει ότι το αντίκτυπος θα είναι μεγαλύτερος εάν παραταθούν ορισμένες από τις προσωρινές φορολογικές περικοπές.

Πολιτική πόλωση

Ο Peterson δήλωσε ότι οι κύριοι παράγοντες της «επικίνδυνης δημοσιονομικής κατάστασης» παραμένουν η γήρανση του πληθυσμού και οι αυξημένες δαπάνες υγειονομικής περίθαλψης. Κατηγόρησε τόσο τους Ρεπουμπλικάνους όσο και τους Δημοκρατικούς για την αύξηση του εθνικού χρέους.

«Η σημερινή δημοσιονομική μας κατάστασης είναι αποτέλεσμα δημοσιονομικής ανευθυνότητας και από τα δυο κόμματα. Αυτό που απαιτείται για να βγούμε από αυτή την κατάσταση είναι η ειλικρίνεια και η ηγεσία από τους εκλεγμένους αξιωματούχους», ήταν τα λόγια του.

Ωστόσο δεν έχει σημειωθεί σχεδόν καμία πρόοδος στην Ουάσιγκτον όσον αφορά την αντιμετώπιση του εθνικού χρέους, και τα δυο κόμματα παραμένουν βαθιά διχασμένα σε πολλά θέματα. «Η πόλωση της κυβέρνησής μας και σε κάποιο βαθμό του πληθυσμού μας, καθιστά την εφαρμογή λύσεων πιο δύσκολη», τόνισε ο Peterson. «Αν δεν τακτοποιήσουμε τα δημοσιονομικά μας, όλες αυτές οι άλλες ανησυχίες, όπως το κλίμα, η ανισότητα και η εθνική ασφάλεια θα γίνουν πιο δύσκολες», πρόσθεσε.

Περίπου τα δυο τρίτα (67%) των Αμερικανών που έλαβαν μέρος σε δημοσκόπηση του CNN τον Δεκέμβριο δήλωσαν ότι οι κυβερνητικές δαπάνες αποτελούν μείζον πρόβλημα για την οικονομία της χώρας, κάτω από την αύξηση του κόστους τροφίμων και των καθημερινών ειδών και περίπου στο ίδιο επίπεδο με την πανδημία.

Σε αυτό το θέμα παρατηρείται μεγάλο κομματικό χάσμα, με το 90% των Ρεπουμπλικάνων να χαρακτηρίζει τις κυβερνητικές δαπάνες μείζον πρόβλημα, σε σύγκριση με το 70% των ανεξάρτητων και 44% των Δημοκρατικών.

Το 2020 το συνολικό δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος ξεπέρασε το 100%, αρκετά χρόνια νωρίτερα από το χρονοδιάγραμμα. Για λόγους σύγκρισης, το χρέος της Ιαπωνίας σε σχέση με το ΑΕΠ ξεπερνά κατά πολύ το 200%.

«Εθισμένοι στο δημόσιο χρέος»

Ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, Jerome Powell, αναγνώρισε πρόσφατα ότι η δημοσιονομική κατάσταση δεν μπορεί να συνεχιστεί στην τρέχουσα πορεία. «Βρισκόμαστε σε μια μη βιώσιμη πορεία», δήλωσε στους νομοθέτες τον περασμένο μήνα. «Το χρέος δεν είναι σε μη βιώσιμο επίπεδο, αλλά η πορεία είναι μη βιώσιμη, που σημαίνει ότι αυξάνεται ταχύτερα από την οικονομία, σημαντικά ταχύτερα από την οικονομία. Πρέπει να το αντιμετωπίσουμε αυτό την πάροδο του χρόνου. Ο καλύτερος τρόπος να το κάνουμε είναι να γίνει σύντομα», πρόσθεσε. Βέβαια κάτι τέτοιο δεν θα είναι εύκολο ή πολιτικά δημοφιλές και θα περιπλέκεται από τις προγραμματισμένες αυξήσεις των επιτοκίων της Fed.

Παρόλο που το δημόσιο χρέος συνεχίζει να χτυπά νέα ορόσημα, οι πληρωμές τόκων της ομοσπονδιακής κυβέρνησης ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι σήμερα χαμηλότερες από ό,τι στο παρελθόν. Και αυτό δίνει σιγουριά σε πολλούς οικονομολόγους ότι δεν πρόκειται για άμεση κρίση.

Το 20021 οι τόκοι ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν 1,5% σε σύγκριση με 3% στις αρχές και τα μέσα της δεκαετίας του 1990, σύμφωνα με την Ομοσπονδιακή Τράπεζα του Σεντ Λούις. «Δεν βλέπω μια βραχυπρόθεσμη κατάρρευση», δήλωσε ο στρατηγικός αναλυτής της JPMorgan, David Kelly. Αλλά είπε ότι εξακολουθεί να έχει νόημα η μείωση του εθνικού χρέους σταδιακά.

«Δεν είναι κάτι που πρέπει να γίνει γρήγορα. Πρόκειται για μια οικονομία που είναι εθισμένη στο δημόσιο χρέος, Αλλά ο κίνδυνος είναι να συνεχίσει να αυξάνεται μέχρι τελικά να προκαλέσει ένα τεράστιο πρόβλημα», δήλωσε ο Kelly.

ΣΧΕΤΙΚΑ