Fed: Πώς τα διδάγματα του 1995 μπορεί να επηρεάσουν τις αποφάσεις της για τα επιτόκια

NEWSROOM
Jerome Powell
Φωτό: Associated Press

Με την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ εκτός συγκλονιστικού απροόπτου να έχει ολοκληρώσει τον πιο επιθετικό κύκλο αύξησης των επιτοκίων των τελευταίων 40 ετών, το μεγάλο ερώτημα είναι πότε θα ανακοινώσει ότι μειώνει τα επιτόκια. Επί του παρόντος, έτσι όπως έχουν δημιουργηθεί οι συνθήκες, ζητούμενο είναι η αμερικανική οικονομία να μην εισέλθει σε ύφεση και να έχει μια ήπια προσγείωση. Όπως αναφέρει το διεθνές ειδησεογραφικό πρακτορεία Reuters, οι σημερινές συνθήκες έχουν πολλές ομοιότητες με το 1995, όταν η Fed είχε κηρύξει τη νίκη κατά του πληθωρισμού.

«Ως αποτέλεσμα της νομισματικής σύσφιξης που ξεκίνησε στις αρχές του 1994, οι πληθωριστικές πιέσεις έχουν υποχωρήσει αρκετά ώστε να επιτρέψουν μια μέτρια προσαρμογή των νομισματικών συνθηκών», είχε ανακοινώσει τότε η Fed, διά στόματος του επικεφαλής της Άλαν Γκρίνσπαν, καθώς άρχισε να χαλαρώνει τη νομισματική της πολιτική, αφού είχε καταφέρει να αναχαιτίσει τον υψηλό πληθωρισμό, με τόσο καλό συγχρονισμό που το ποσοστό ανεργίας συνέχισε την οκταετή πτώση του. Η αύξηση της απασχόλησης και η οικονομική ανάπτυξη, που πιθανόν είχαν υποχωρήσει σε ένα υφεσιακό σπιράλ, ανέβασαν ταχύτητα.

Είναι μια στιγμή που ο πρόεδρος της Fed Τζερόμ Πάουελ και οι υπόλοιποι αξιωματούχοι θέλουν να ζήσουν ξανά, επιδιώκοντας να επιτύχουν μια ήπια προσγείωση από τις πιέσεις των τιμών. Πλέον οι χρηματαγορές έχουν επικεντρωθεί στο πότε θα ανοίξει ο κύκλος της μείωσης των επιτοκίων, με τις απόψεις να διίστανται.

Οι επενδυτές στοιχηματίζουν ότι θα ξεκινήσει το αργότερο μέχρι τον επόμενο Μάιο, ενώ οι νέες προβλέψεις των αξιωματούχων της Fed την προσεχή Τετάρτη μετά τη διήμερη συνεδρίαση, αναμένεται να υποδείξουν χαμηλότερα επιτόκια μέχρι το τέλος του 2024. Ωστόσο δεν αναμένεται να ανακοινωθούν λεπτομέρειες σχετικά με το χρονοδιάγραμμα του πότε θα ξεκινήσουν οι πρώτες επιτοκιακές μειώσεις.

Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πιθανότατα θα κρατήσουν μια επιφυλακτική στάση και να μην κηρύξουν νίκη κατά του πληθωρισμού, παρόλο που τα οικονομικά δεδομένα μοιάζουν όλο και περισσότερο με τις συνθήκες που αντιμετώπισε ο Γκρίνσπαν το 1995, με τον πληθωρισμό να φαίνεται ότι θα επιβραδυνθεί, τα υπερπλήρη αποθέματα να αποτελούν τροχοπέδη για τις μελλοντικές επενδύσεις, μια πιθανή σύσφιξη των κρατικών δαπανών και τις καταναλωτικές δαπάνες που αναμένεται να μειωθούν.

Το 1995, οι συνθήκες αυτές έθεταν το ερώτημα γιατί το βασικό επιτόκιο της Fed θα έπρεπε να παραμείνει τόσο ψηλά στο 6%. Είναι ένα ερώτημα που οι σημερινοί αξιωματούχοι της Fed πιθανότατα δεν θα μπορούν να απαντήσουν προς το παρόν, ιδίως μετά τα ισχυρά στοιχεία για την απασχόληση τον Νοέμβριο.

Η συνεδρίαση αυτής της εβδομάδας «είναι πιο πιθανό να είναι η τελευταία που θα είναι παρούσα η επιφυλακτικότητα», έγραψε ο αντιπρόεδρος της Evercore Κρίσνα Γκούχα πριν από τη συνεδρίαση της Fed. «Αναμένουμε λίγες ενδείξεις για τι θα καθοδηγήσει τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής ως προς τον χρόνο και την έκταση των μειώσεων των επιτοκίων».

Εάν το 1995 αποτελεί οδηγό, οι επόμενες κινήσεις μπορεί να εξαρτηθούν από το πώς συμπεριφέρονται η αγορά εργασίας, οι πιστώσεις, οι καταναλωτικές δαπάνες και ο ίδιος ο πληθωρισμός τους επόμενους μήνες.

Υπό τον Γκρίνσπαν, καθώς εξελισσόταν το 1995, η Fed ήταν βέβαιη ότι είχε θέσει τις βάσεις για τη συνέχιση του «αποπληθωρισμού», δεδομένου ότι η οικονομική ανάπτυξη ήταν χαμηλότερη από τη δυνητική και φαινόταν έτοιμη να κατεβάσει ταχύτητα.

Σήμερα, μπορεί να πλησιάζει στο ίδιο σημείο. Η καλύτερη του αναμενομένου οικονομική ανάπτυξη του γ΄ τριμήνου οφείλεται στην κατανάλωση και τις επενδύσεις, όμως τα ισχυρά στοιχεία αυτά δεν αναμένεται να επαναληφθούν, ενώ η πληθώρα των αποθεμάτων είναι πιθανό να επιβραδύνει την παραγωγή τους επόμενους μήνες.

Οι καταναλωτικές δαπάνες θεωρείται επίσης ότι κινούνται πτωτικά, εν μέρει καθώς τα υψηλότερα επιτόκια επιβαρύνουν το καταναλωτικό κλίμα. Οι εταιρείες ενδέχεται επίσης να έχουν να αντιμετωπίσουν αυστηρότερα πλαίσια στη χορηγία δανείων.

Όλα αυτά αναμένεται να επιβραδύνουν την ενίσχυση της απασχόλησης και των μισθών σε ένα περιβάλλον με σταθερά επιβραδυνόμενο τον πληθωρισμό.

Οι αναλυτές της Citi υποστήριξαν πρόσφατα ότι η αγορά εργασίας «θα καθίσταται όλο και πιο σημαντική για τις προοπτικές μείωσης των επιτοκίων», με τα ισχυρά στοιχεία για την απασχόληση να αποτελούν σημαντικό λόγο για να παραμείνει αμετάβλητο το τρέχον επιτόκιο στο εύρος 5,25% έως 5,5%.

Το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε τον Νοέμβριο στο 3,7% από 3,9% και ο μέσος όρος των τριμήνων για την αύξηση των θέσεων εργασίας παραμένει πάνω από τις 200.000, υψηλότερος από τις 183.000 των 10 ετών πριν από την πανδημία.

Ο οικονομολόγος της Bank of America Μάικλ Γκέιπεν, θεωρεί ότι το «σύνθημα» θα δοθεί από τα στοιχεία για τον πληθωρισμό. Σύμφωνα με τον ίδιο, οι μειώσεις των επιτοκίων έρχονται στο προσκήνιο, όταν ο δείκτης τιμών των προσωπικών καταναλωτικών δαπανών (που λαμβάνει υπόψη της πολύ σοβαρά η Fed) πέσει σαφώς κάτω από το 3% σε ετήσια βάση, με την τάση σε χρονικά πλαίσια τριών και έξι μηνών να υποχωρήσει ίσως στο 2,5% ή χαμηλότερα. Κάτι που όπως επισημαίνει θα παρέχει περαιτέρω εμπιστοσύνη ότι ο πληθωρισμός επιβραδύνεται.

Στα τελευταία σχόλια του, ο Πάουελ σημείωσε ότι ο δείκτης των προσωπικών καταναλωτικών δαπανών είχε πράγματι φθάσει το 2,5% τους τελευταίους μήνες, ενώ ο διοικητής της Fed Κρίστοφερ Γουόλερ σημείωσε ότι μια συνεχιζόμενη σταθερή μείωση του πληθωρισμού για τρεις, τέσσερις, πέντε μήνες θα δικαιολογούσε μειώσεις των επιτοκίων.

Εάν η πρόοδος αυτή σταματήσει, ωστόσο, οι μειώσεις των επιτοκίων θα είναι λιγότερο πιθανές και κάθε ένδειξη αναζωπύρωσης του πληθωρισμού πιθανόν να φέρει μια νέα συζήτηση για περαιτέρω αυξήσεις των επιτοκίων.

Η Fed πιθανότατα δεν θα προσπαθήσει να εφαρμόσει μια πολιτική για να διασώσει την οικονομία, αντίθετα θα επιδιώξει να την διατηρήσει σε ευθυγράμμιση με την πτώση του πληθωρισμού. Θα διαχειρίζεται, με άλλα λόγια, τον κίνδυνο να περιορίσει την οικονομία περισσότερο από όσο χρειάζεται για να τελειώσει τη μάχη με τον πληθωρισμό.

Η κατάρρευση των τεχνολογικών μετοχών το 2000, για παράδειγμα, ώθησε τη Fed να μειώσει σχεδόν κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες το επιτόκιο που βρισκόταν στο 6,5% από τον Ιανουάριο έως τον Δεκέμβριο του 2001. Από τον Σεπτέμβριο του 2007 έως τον Δεκέμβριο του 2008 η Fed μείωσε τα επιτόκια με παρόμοιο επιθετικό τρόπο ως απάντηση στην κατάρρευση της αγοράς ακινήτων και τη χρηματοπιστωτική κρίση.

Αντίθετα, τον Ιούλιο του 1995 μετά από εκείνη τη μείωση, η επόμενη αποφασίσθηκε τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους και τον επόμενο Ιανουάριο. Από εκεί και πέρα τα επιτόκια παρέμειναν σταθερά μέχρι τον Μάρτιο του 1997, οπότε και αυξήθηκαν.

Ήταν μέρος της «Μεγάλης Μετριοπάθειας», μιας εποχής κατά την οποία ο πληθωρισμός παρουσίασε στασιμότητα μετά τις ασταθείς εξάρσεις των δεκαετιών του 1970 και 1980 και τόσο η ανάπτυξη όσο και η απασχόληση παρέμειναν ισχυρές κατά το μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας.

Ο Πάουελ έχει αναφερθεί συχνά σε παρόμοιες περιόδους μακράς επέκτασης ως την καλύτερη περίπτωση, όπου τα οφέλη της χαμηλής ανεργίας διαχέονται στους λιγότερο εύπορους και τα νοικοκυριά σημειώνουν σταθερή πρόοδο.

Στα τελευταία δημόσια σχόλιά του πριν από τη συνεδρίαση του Δεκεμβρίου, ο Πάουελ δήλωσε ότι η προσεχής περίοδος είναι μια περίοδος κατά την οποία η Fed θα πρέπει να κινηθεί προσεκτικά, καθώς ο μονόπλευρος κίνδυνος του πληθωρισμού έρχεται σε μεγαλύτερη ισορροπία με τον κίνδυνο η Fed να το παρακάνει.

«Οι κίνδυνοι της υπο- και της υπερ-συσφίγξης εξισορροπούνται όλο και περισσότερο. Δεν χρειάζεται να βιαζόμαστε τώρα... Παίρνουμε αυτό που θέλαμε να πάρουμε», δήλωσε ο Πάουελ.

ΣΧΕΤΙΚΑ