Πριν από έναν χρόνο, το περασμένο φθινόπωρο συντελέσθηκε μια αλλαγή-ορόσημο στο παγκόσμοι εμπόριο: για πρώτη φορά μετά το άνοιγμα της οικονομίας της πριν από τέσσερις και πλέον δεκαετίες, η Κίνα πραγματοποίησε περισσότερες συναλλαγές με τις αναπτυσσόμενες χώρες από ότι με τις ΗΠΑ, την Ευρώπη και την Ιαπωνία μαζί. Ήταν μια από τις πιο σαφείς ενδείξεις ότι η Κίνα και η Δύση κινούνται προς διαφορετικές κατευθύνσεις, καθώς αυξάνονται οι εντάσεις για το εμπόριο, την τεχνολογία, την ασφάλεια και άλλα ακανθώδη ζητήματα.
Για δεκαετίες, οι ΗΠΑ και άλλες δυτικές χώρες προσπαθούσαν να κάνουν την Κίνα τόσο εταίρο όσο και πελάτη σε μια ενιαία παγκόσμια οικονομία υπό την ηγεσία των πλουσιότερων χωρών. Τώρα στις εμπορικές και επενδυτικές ροές έχουν εισέλθει νέα πρότυπα τα οποία έχουν οικοδομηθεί γύρω από τα δύο ανταγωνιστικά κέντρα εξουσίας.
Σε αυτή την ολοένα και πιο διαιρεμένη παγκόσμια οικονομία, η Ουάσινγκτον συνεχίζει να αυξάνει την πίεση προς την Κίνα με επενδυτικούς περιορισμούς και απαγορεύσεις στις εξαγωγές προς αυτήν, ενώ η Κίνα επαναπροσανατολίζει μεγάλα τμήματα της οικονομίας της μακριά από τη Δύση προς τον αναπτυσσόμενο κόσμο.
Τα οφέλη για τις ΗΠΑ και την Ευρώπη είναι ότι εξαρτώνται λιγότερη από τις αλυσίδες εφοδιασμού της Κίνας και δημιουργούνται περισσότερες θέσεις εργασίας για τους Αμερικανούς και τους Ευρωπαίους. Υπάρχουν όμως και σημαντικοί κίνδυνοι, όπως η επιβράδυνση της παγκόσμιας ανάπτυξης. Πολλοί οικονομολόγοι ανησυχούν ότι το κόστος τόσο για τη Δύση όσο και για την Κίνα θα είναι μεγαλύτερο από τα πλεονεκτήματα.
Οι στρατηγικές γίνονται όλο και πιο δύσκολο να αποκαλυφθούν κι ενώ και οι δύο πλευρές διαθέτουν περισσότερους πόρους για αυτές.
Τα εργοστάσια της Κίνας αντικαθιστούν τις χημικές ουσίες προερχόμενες από τις χώρες της Δύσης, τα εξαρτήματα και τα μηχανικά εργαλεία με εκείνα από τη χώρα τους ή από αναπτυσσόμενες χώρες. Το 2019 εμπόριο της Κίνας με τη Νοτιοανατολική Ασία ξεπέρασε το εμπόριο της με τις ΗΠΑ. Επί του παρόντος, η Κίνα συναλλάσσεται περισσότερο με τη Ρωσία από ότι με τη Γερμανία και σύντομα αναμένεται να συμβεί το ίδιο και με τη Βραζιλία.
Οι εξερχόμενες επενδύσεις της Κίνας κατευθύνονται πλέον κυρίως σε πλούσιες σε πόρους χώρες, όπως η Ινδονησία ή η Μέση Ανατολή, παρά στις ΗΠΑ.
Κάνουν πίσω οι εταιρείες της Δύσης
Μεγάλες εταιρείες της Δύσης, όπως η Apple, η Stellantis και η HP, επιδιώκουν να μεταφέρουν την παραγωγή τους από την Κίνα. Χρηματοοικονομικές εταιρείες όπως η Sequoia Capital έχουν περιορίσει τις δραστηριότητές τους στην Κίνα.
Περισσότερες από το ένα τρίτο των αμερικανικών εταιρειών που συμμετείχαν σε έρευνα του U.S. China Business Council, το οποίο εκπροσωπεί αμερικανικές εταιρείες στην Κίνα, δήλωσαν ότι μείωσαν ή ανέστειλαν τις προγραμματισμένες επενδύσεις στην Κίνα κατά το περασμένο έτος, ποσοστό ρεκόρ και πολύ υψηλότερο από το 22% πέρυσι.
«Ο κόσμος διασπάται σε αντίπαλες σφαίρες», δήλωσε ο Νόα Μπάρκιν, ανώτερος σύμβουλος της Rhodium Group, μιας συμβουλευτικής εταιρείας με έδρα τη Νέα Υόρκη. «Υπάρχει μια δυναμική... που κατά κάποιον τρόπο είναι αυτοτροφοδοτούμενη. Υπάρχει ο κίνδυνος να επιταχυνθεί με την πάροδο του χρόνου και να καταστεί πιο δύσκολο για τις κυβερνήσεις να το διαχειριστούν».

Αργή ανάπτυξη
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο δήλωσε ότι ο κατακερματισμός μεταξύ της Κίνας και της Δύσης επιβαρύνει την παγκόσμια οικονομική ανάκαμψη φέτος. Μια πιο σοβαρή ρήξη των ΗΠΑ και της Κίνας θα μπορούσε να κοστίσει στην παγκόσμια οικονομία έως και 7% του ΑΕΠ που μεταφράζεται σε τρισ. δολάρια, σύμφωνα με έρευνα του ΔΝΤ.
Η οικονομική διάσπαση στερεί από τις εταιρείες την πρόσβαση σε ζωτικές αγορές που οδηγούν σε κέρδη και καθιστά δυσκολότερη την ανταλλαγή τεχνολογίας και κεφαλαίων, συμπιέζοντας την ανάπτυξη.
Το κόστος ήδη αυξάνεται για τις μεγάλες εταιρείες, ιδίως στις ευρωπαϊκές χώρες όπως η Γερμανία, η οποία ευημερούσε τις τελευταίες δεκαετίες πουλώντας αυτοκίνητα και μηχανήματα υψηλής τεχνολογίας στην Κίνα. Οι γερμανικές και ιαπωνικές αυτοκινητοβιομηχανίες, όπως η Volkswagen και η Toyota, αντιπροσωπεύουν επί της παρούσης σχεδόν το 30% της αγοράς αυτοκινήτων της Κίνας, από σχεδόν 50% πριν από τρία χρόνια, χάνοντας μερίδιο από τις κινεζικές εταιρείες που διαρκώς αναπτύσσονται, σύμφωνα με την Ένωση Κατασκευαστών Αυτοκινήτων της Κίνας.
Από τη σκοπιά της Κίνας, η οικονομική σφαίρα επιρροής με το Πεκίνο στο επίκεντρο μπορεί να μην προσφέρει αρκετή ανάπτυξη για να συγκρατήσει τη χώρα από το να διολισθήσει σε μακροχρόνια στασιμότητα, την ώρα που η υπογεννητικότητα και τα υπερβολικά χρέη είναι μεγάλα προβλήματα. Η επιτυχία της Κίνας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την πρόσβαση στους καταναλωτές που δαπανούν πολλά χρήματα και τις τεχνολογίες της Δύσης.
Οι εισαγωγές των ΗΠΑ από την Κίνα στα μέσα του 2018 αντιπροσώπευαν το 22% του συνόλου των εισαγωγών τους. Τους 12 μήνες μέχρι τον Αύγουστο, το ποσοστό αυτό είχε συρρικνωθεί στο 14%, σύμφωνα με τα στοιχεία του Γραφείου Απογραφής, αν και σε όρους δολαρίου το διμερές εμπόριο έχει αυξηθεί.
Τα κεφάλαια της Δύσης
Κάποια από τα κεφάλαια της Δύσης επιστρέφουν στις ΗΠΑ ή κατευθύνονται σε χώρες όπως το Μεξικό και η Ινδία, οι οποίες προσέλκυσαν πέρυσι τέσσερις φορές περισσότερες επενδύσεις σε νέα εργοστάσια και γραφεία από ό,τι η Κίνα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Διάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη.
Η Kempower, μια κατασκευάστρια εταιρεία γρήγορων φορτιστών για ηλεκτρικά οχήματα με έδρα τη Φινλανδία, σχεδιάζει να επενδύσει 40 εκατομμύρια δολάρια σε διάστημα πέντε ετών στις ΗΠΑ, όπως έχει δηλώσει ο διευθύνων σύμβουλός της, Τόμι Ριστιμάκι.
Ο ίδιος ελπίζει ότι η αγορά των ΗΠΑ θα καταστεί εξίσου σημαντική με αυτή της Ευρώπης και δήλωσε ότι δεν έχει σχέδια να εισέλθει στην αγορά ηλεκτρικών οχημάτων της Κίνας. «Η πολιτική ατμόσφαιρα έχει αλλάξει. Δεν επικεντρωνόμαστε στην Κίνα», τονίζει.
Η Jungheinrich, κατασκευάστρια περονοφόρων οχημάτων με έδρα το Αμβούργο στη Γερμανία και ετήσια έσοδα σχεδόν 5 δισ. ευρώ , έθεσε την Κίνα στην κορυφή της στρατηγικής της ατζέντας που δημοσίευσε το 2020, με στόχο να επεκτείνει το αποτύπωμά της εκεί. Η εταιρεία αντικατέστησε πρόσφατα την Κίνα με τις ΗΠΑ ως αγορά προτεραιότητας, όπως δήλωσε ο διευθύνων σύμβουλός της, Λαρς Μπρζόσκα.
Η Jungheinrich δεν έχει λάβει απόφαση σχετικά με το αν θα μετακινηθεί από την Κίνα, όπου διαθέτει δύο εργοστάσια και σχεδόν 1.000 άτομα προσωπικό, ιδιαίτερα σε περιόδους αυξημένων γεωπολιτικών εντάσεων.
«Όλοι σκέφτονται μια πιθανή εισβολή της Κίνας στην Ταϊβάν», αναφέρει ο Μπρζόσκα. «Αν αυτό συμβεί, είναι ένα μεγάλο, μεγάλο ζήτημα για ολόκληρο τον κόσμο. Ίσως να είμαστε καλύτερα με διαφορετικό αποτύπωμα».