Στα χαμηλά της Ευρώπης η απασχόληση στην Ελλάδα

Φωτογραφία: Shutterstock

Αυξήθηκε μεν, αλλά όχι τόσο ώστε να καλύψει τη διαφορά από την υπόλοιπη Ευρώπη κι όπως σημειώνει και η Τράπεζα της Ελλάδας, κεντρικό στοίχημα/ πρόκληση είναι η ανάπτυξη της αγοράς εργασίας.

Σύμφωνα με τις μετρήσεις της Eurostat, tο 2024, το 75,8% (197,6 εκατομμύρια άτομα) των ατόμων ηλικίας 20 έως 64 ετών στην ΕΕ ήταν εργαζόμενοι. Πρόκειται για το υψηλότερο ποσοστό που έχει καταγραφεί από την έναρξη της χρονολογικής σειράς το 2009. Το ποσοστό απασχόλησης αυξήθηκε κατά 0,5 ποσοστιαίες μονάδες (π.μ.) σε σύγκριση με το 2023 και κατά 1,2 π.μ. σε σύγκριση με το 2022. 

Μεταξύ των χωρών της ΕΕ, τα υψηλότερα ποσοστά απασχόλησης καταγράφηκαν στις Κάτω Χώρες (83,5%), τη Μάλτα (83,0%) και την Τσεχία (82,3%). Τα χαμηλότερα ποσοστά καταγράφηκαν στην Ιταλία (67,1%), την Ελλάδα (69,3%) και τη Ρουμανία (69,5%).    

Η πρόκληση   

Η αγορά εργασίας σημείωσε σημαντική βελτίωση το 2024, συνεχίζοντας την ανοδική πορεία που έχει ξεκινήσει από το 2014, αντισταθμίζοντας τις αρνητικές συνέπειες της οικονομικής κρίσης στην απασχόληση κατά το πρώτο ήμισυ της προηγούμενης δεκαετίας. Η συνολική απασχόληση εξακολούθησε να αυξάνεται με σημαντικό ρυθμό (2,0% το 2024, έναντι 1,3% το 2023), ενώ το ποσοστό ανεργίας υποχώρησε σε 10,1% το 2024 από 11,1% το 2023.   

Όπως σημειώνει, όμως, η ΤτΕ, η μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας και η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών προϋποθέτουν την περαιτέρω ανάπτυξη της αγοράς εργασίας. Γι’ αυτό το λόγο, είναι επιτακτικά αναγκαίο να υλοποιηθούν συγκεκριμένες πολιτικές που θα ενισχύσουν τη συνολική απασχόληση και θα οδηγήσουν στη μείωση του ποσοστού ανεργίας, ιδιαίτερα σε ένα περιβάλλον αυξανόμενης στενότητας και έλλειψης καταρτισμένου εργατικού δυναμικού.    

Η αυξανομένη στενότητα στην αγορά εργασίας που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια ενδέχεται να αποτελέσει τροχοπέδη για την περαιτέρω σύγκλιση της ελληνικής οικονομίας προς το μέσο όρο της Ευρωζώνης. Για την αποκλιμάκωση της στενότητας, απαιτείται τόσο η αύξηση του εργατικού δυναμικού όσο και η επιμόρφωση του υπάρχοντος εργατικού δυναμικού και ιδιαίτερα των ανέργων, για να καλυφθούν οι ανάγκες των επιχειρήσεων.   

Για την αύξηση του εργατικού δυναμικού, χρειάζεται να δοθούν περαιτέρω κίνητρα ιδίως σε εκείνες τις κοινωνικές ομάδες που παρουσιάζουν χαμηλό ποσοστό συμμετοχής, όπως οι γυναίκες και οι νέοι, ώστε να εισέλθουν στη δεξαμενή του εργατικού δυναμικού. Τέτοια μέτρα είναι η ενίσχυση των δομών προσχολικής αγωγής και φροντίδας ηλικιωμένων και η περαιτέρω ανάπτυξη ευέλικτων μορφών απασχόλησης όπως η μερική απασχόληση και η τηλεργασία.     Ταυτόχρονα, χρειάζονται επιπρόσθετα κίνητρα για τον επαναπατρισμό των Ελλήνων του εξωτερικού με υψηλές δεξιότητες (brain regain) που έφυγαν κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης, καθώς και για την προσέλκυση μεταναστών, οι οποίοι θα απασχοληθούν σε κλάδους που παρουσιάζουν σημαντικές ελλείψεις σε εργαζομένους, όπως η γεωργία, οι κατασκευές και ο τουρισμός.    

Αντίστοιχα, είναι απαραίτητη η ενίσχυση της τεχνικής εκπαίδευσης και της κατάρτισης των μακροχρόνια ανέργων σε νέες δεξιότητες, ενώ και η ραγδαία εξάπλωση της τεχνητής νοημοσύνης στην αγορά εργασίας ενέχει τον κίνδυνο να διευρυνθεί η αναντιστοιχία μεταξύ των απαιτούμενων προσόντων και των δεξιοτήτων των εργαζομένων. Για να καλυφθεί αυτό το χάσμα, χρειάζεται η δημιουργία νέων εκπαιδευτικών και επιμορφωτικών προγραμμάτων τόσο για ήδη εργαζομένους όσο και για ανέργους.    

Τέλος, θα πρέπει να συνεχιστούν οι πολιτικές για την αντιμετώπιση της αδήλωτης εργασίας και τον περαιτέρω περιορισμό του εργατικού κόστους, μετά και την πρόσφατη μείωση των εργοδοτικών εισφορών από την 1η Ιανουαρίου 2025. 

ΣΧΕΤΙΚΑ