«Επιτακτική ανάγκη να σχεδιαστεί η κλιματική προσαρμογή της Πάτρας μετά τις φωτιές» λέει καθηγητής Πανεπιστημίου
«Η μεγάλη φωτιά που εκδηλώθηκε στην περιοχή των Συχαινών της Πάτρας στις 12 Αυγούστου και ο σχεδιασμός για την αποκατάσταση των ζημιών και του φυσικού περιβάλλοντος, παράλληλα με την ευαισθητοποίηση των πολιτών, καθιστούν επιτακτική την ανάγκη για την προσαρμογή και τον μετριασμό των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στην πόλη».
Αυτά τονίζει, μεταξύ άλλων, μιλώντας στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο καθηγητής - πρόεδρος του τμήματος Φυσικής του Πανεπιστημίου Πατρών και Διευθυντής του Εργαστηρίου Φυσικής της Ατμόσφαιρας, Ανδρέας Καζαντζίδης.
Όπως προσθέτει, «τα πράγματα δεν θα είναι τα ίδια από εδώ πέρα, διότι, λόγω της φωτιάς στα Συχαινά, άλλαξε η βλάστηση στην περιοχή και ως εκ τούτου θα αλλάξει και το μικροκλίμα, για αυτό θα πρέπει να σχεδιαστεί το μέλλον της κλιματικής προσαρμογής της Πάτρας».
Μεγάλες ιδιαιτερότητες
Μάλιστα, όπως λέει χαρακτηριστικά στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ο Ανδρέας Καζαντζίδης, «η Πάτρα, όσον αφορά τις ατμοσφαιρικές συνθήκες, έχει πολύ μεγάλες ιδιαιτερότητες» και προσθέτει: «Είναι μία πόλη, η οποία έχει δίπλα της ένα πολύ μεγάλο βουνό και παράλληλα μία τοξωτή ανάπτυξη. Δηλαδή, από την μία πλευρά της πόλης, όπως συνέβη στην περίπτωση της πυρκαγιάς στα Συχαινά, μπορεί να πνέει ένας βορειοανατολικός άνεμος και στην ακριβώς αντίθετη πλευρά να φυσάει ένας νοτιοδυτικός άνεμος.
Άρα λοιπόν, είναι μία πόλη που έχει που έχει ιδιαίτερα μετεωρολογικά χαρακτηριστικά, με αποτέλεσμα να διαμορφώνεται ένα μικροκλίμα, είτε στις χαμηλές, είτε και στις πιο υψηλές περιοχές, το οποίο καθιστά ιδιαίτερες τις συνθήκες».
«Τέτοια φαινόμενα», σημειώνει, «μπορεί να έχουν μεγάλες χωροχρονικές διακυμάνσεις, δηλαδή δεν αυξομειώνεται η ρύπανση με τον ίδιο τρόπο στο χώρο και στον χρόνο σε όλες τις περιοχές της Πάτρας» και συνεχίζει: «Ένα τέτοιο φαινόμενο είχαμε την πρώτη ημέρα των πυρκαγιών στην Δυτική Αχαΐα αρχικά και στα Συχαινά αργότερα, όπου ουσιαστικά, από την πλευρά της Δυτικής Αχαΐας έπνεε ένας ήπιος δυτικός, νοτιοδυτικός άνεμος που βοήθησε στον έλεγχο της φωτιάς, ενώ στα Συχαινά έπνεε ένας βορειοανατολικός άνεμος, έντασης περίπου 5 μποφόρ, που έφερε τα αντίθετα αποτελέσματα».
Το δίκτυο «Αιθέρας»
Αναφερόμενος στην ρύπανση που προκλήθηκε από σωματίδια στην ευρύτερη περιοχή της Πάτρας, λόγω της φωτιάς στην περιοχή των Συχαινών, ο Ανδρέας Καζαντζίδης λέει στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ότι «το Εργαστήριο Φυσικής της Ατμόσφαιρας πραγματοποίησε μετρήσεις, μέσω του δικτύου ‘Αιθέρας’, το οποίο ξεκινήσαμε να λειτουργούμε για ερευνητικούς σκοπούς πριν από περίπου εννέα χρόνια».
Σκοπός του δικτύου, σύμφωνα με τον καθηγητή, «είναι να καταγράφει τα αιωρούμενα σωματίδια και μάλιστα τα μικρά αιωρούμενα σωματίδια στην πόλη της Πάτρας».
Όπως περιγράφει στο ΑΠΕ – ΜΠΕ, σχετικά με την εκδήλωση των πυρκαγιών στην Δυτική Αχαΐα και στα Συχαινά της Πάτρας, «έτσι όπως είχαν διαμορφωθεί οι συνθήκες, ο καπνός από την φωτιά στην Δυτική Αχαΐα δεν επηρέασε την Πάτρα, διότι είχε κατεύθυνση προς το Ιόνιο πέλαγος, όμως η μεγάλη πυρκαγιά που ξεκίνησε από την περιοχή των Συχαινών επηρέασε την πόλη σε όλο της το μήκος» και συνεχίζει:
«Η φωτιά των Συχαινών επηρέασε την Πάτρα από το ύψος της γέφυρας του Ρίου – Αντιρρίου και νότια, ενώ στην περιοχή του Ρίου η κατάσταση ήταν κάπως καλύτερη. Οι συνθήκες ήταν άσχημες από όλες τις πλευρές και βέβαια και από την πλευρά της ρύπανσης.
Η ρύπανση
Μάλιστα, κάποια στιγμή, καταγράψαμε και τριψήφια νούμερα σε μικρογραμμάρια σωματιδίων ανά κυβικό μέτρο αέρα, με δεδομένο ότι πάνω από τα 25 μικρογραμμάρια σωματιδίων ανά κυβικό μέτρο, η ποιότητα του αέρα θεωρείται ότι είναι κακή πια».
Χαρακτηριστικό της επιβαρυμένης κατάστασης ήταν το γεγονός ότι, σύμφωνα με τον καθηγητή, «οι σταθμοί του δικτύου μας, εκ της θέσεως τους, δεν ήταν κοντά στις καμένες περιοχές, γιατί το δίκτυο έχει δημιουργηθεί για να ‘κοιτάει’ προς την πόλη και τα προβλήματά της».
Όπως υπογραμμίζει σε αυτό το σημείο, «η πιο δύσκολη ημέρα ήταν το ξημέρωμα της Τετάρτης 13 Αυγούστου, όπου αργά το βράδυ της 12ης Αυγούστου εκδηλώθηκε η φωτιά στα Συχαινά και οι σταθμοί μέτρησης στις περιοχές των Συνόρων και των Κρητικών, που ήταν σχετικά κοντά στην φωτιά, έδειχναν υψηλές τιμές ρύπανσης, ενώ την Πέμπτη 14 Αυγούστου νομίζω ότι η κατάσταση στην πόλη ήταν κάπως καλύτερη».
«Τώρα», όπως τονίζει, «τα πράγματα άλλαξαν και προσπαθούμε, στο πλαίσιο των ερευνητικών μας δραστηριοτήτων, να επεκτείνουμε το δίκτυό μας, διότι υπάρχει για εμάς ένα καινούργιο φαινόμενο που τρέχει, χωρίς βέβαια να θέλουμε να υποκαταστήσουμε οποιονδήποτε φορέα που θα μπορούσε να κάνει μετρήσεις, πέρα από το να ενημερώνουμε όταν μας το ζητούν».
«Με βάση τα όσα προανέφερα», συνεχίζει ο καθηγητής, «έχουμε τοποθετήσει από τις 19 Αυγούστου έναν σταθμό στα Άνω Συχαινά και έναν άλλο σταθμό στην Άνω Ανθούπολη, ενώ βρίσκεται σε στάδιο εγκατάστασης ένας ακόμη σταθμός στην περιοχή του Ρωμανού».
Επανερχόμενος ο Ανδρέας Καζαντζίδης στις μετρήσεις της ρύπανσης εξ΄ αιτίας της φωτιάς στην περιοχή των Συχαινών, αναφέρει στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ότι «από τις 14 Αυγούστου και μετά ξεκινήσαμε να κάνουμε κάποιες δειγματοληπτικές μετρήσεις, κυρίως τις πρωινές ώρες, κατά μήκος της περιμετρικής οδού της Πάτρας, από την περιοχή του Προαστίου, που βρίσκεται κοντά στα Συχαινά, έως την αντίθετη πλευρά, δηλαδή μέχρι την Οβρυά» και συμπληρώνει:
«Εκεί είδαμε ότι στις 14, 15 και 16 Αυγούστου η ποιότητα του αέρα δεν ήταν καλή. Δηλαδή, μέχρι και την περιοχή της Εγλυκάδας, όπου εκεί λόγω της κατάστασης της ατμόσφαιρας εμφανίζονται ευνοϊκότερες συνθήκες για να έχουμε επεισόδιο ρύπανσης, διαπιστώσαμε ότι τιμές του αέρα ήταν μη ικανοποιητικές.
Όμως, στις 17 και 18 Αύγουστου η ποιότητα του αέρα ήταν καλύτερη, αλλά αυτό ήταν κατά βάση θέμα συνθηκών. Δηλαδή, άλλαξε η κατεύθυνση του ανέμου και ο καπνός έφευγε προς το βουνό, αντί να διαχέεται προς την πόλη. Όμως, όλες αυτές οι μετρήσεις ήταν δειγματοληπτικές και έτσι οδηγηθήκαμε στην απόφαση να εγκαταστήσουμε περισσότερους σταθμούς.
Οι σταθμοί που εγκαταστήσαμε, όπως προσέφερα, στις 19 Αυγούστου, στις περιοχές των Άνω Συχαινών και της και της Άνω Ανθούπολης έδειξαν τις δύο πρώτες ημέρες της λειτουργίας τους ότι στα Άνω Συχαινά υπήρχαν αυξημένες τιμές ρύπανσης τις πρώτες πρωινές ώρες και τις βραδινές ώρες, χωρίς όμως να φτάνουν σε ανησυχητικά επίπεδα».
Όπως σημειώνει ο Ανδρέας Καζαντζίδης, «όλα εξαρτώνται από τι εκπομπές ρύπων υπάρχουν, αν υπάρχουν ενεργές εστίες φωτιάς, ή όχι και προφανώς και από τις μετεωρολογικές συνθήκες, οι οποίες διασπείρουν με διαφορετικό τρόπο τα σωματίδια».