Οι ξένοι επενδυτές ζητάνε μεταρρυθμίσεις στη φορολογία ακινήτων

Φωτογραφία: Shutterstock

Στο μικροσκόπιο των ξένων επενδυτών έχουν μπει τα φορολογικά κίνητρα για τη μεταφορά της φορολογικής κατοικίας στην Ελλάδα και το συμπέρασμα είναι ένα: όσο δεν γίνεται πιο απλή και ελαφρύτερη η φορολογία, οι επενδυτές θα ψάχνουν αλλού για ευκαιρίες.

Όσο για τους ίδιους τους Έλληνες, θα συνεχίσουν να βλέπουν τα ακίνητα τους- μικρά και μεγαλύτερα- να αντιμετωπίζονται από το Κράτος ως η χήνα με τα χρυσά αυγά.

Σε μια συγκυρία, όπου η πανδημία έχει ανατρέψει τα πάντα, ο φορολογικός ανταγωνισμός αναμφίβολα αποτελεί ένα «εργαλείο» στα χέρια των κυβερνήσεων, προκειμένου να μπορέσουν να πάρουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο κομμάτι από την πίτα των ξένων κεφαλαίων, που παραμένουν διαθέσιμα για επενδύσεις. Η συγκριτική μελέτη του Τax Foundation εστιάζει στα κίνητρα για τη μεταφορά της φορολογικής κατοικίας στην Ελλάδα, παρατηρώντας ότι σε αντιδιαστολή με τους Πορτογάλους, που κατήργησαν το καθεστώς μηδενικής φορολογίας για τους αλλοδαπούς, η χώρα μας «κυνηγά» αυτά τα κεφάλαια ρίχνοντας στη «μάχη» φορολογικές απαλλαγές. Όσο, όμως, η φορολογία των ακινήτων διατηρείται με αυτή τη δομή και λειτουργία, το αποτέλεσμα αυτού του «σαφάρι» αλλοδαπών παραμένει αμφίβολο και κάπου εδώ ξεκινούν τα σενάρια για ριζικές αλλαγές στον ΕΝΦΙΑ.

Σύμφωνα με πληροφορίες, που επικαλείται το Tax Foundation, μια από τις αλλαγές που σχεδιάζονται αφορά στο Συμπληρωματικό Φόρο, ο οποίος ως γνωστόν επιβαρύνει πρόσθετα την ακίνητη περιουσία που ξεπερνά τις 250.000 ευρώ. Πάγιο αίτημα των ιδιοκτητών είναι η κατάργηση του Συμπληρωματικού Φόρου, ενώ μελέτες αναδεικνύουν τη θετική επίπτωση μιας τέτοιας κίνησης στο ΑΕΠ, καθώς η μικρότερη φορολογία στα ακίνητα- και δη των νομικών προσώπων- θα αυξήσει τις επενδύσεις στο real estate. Μέχρι να φτάσουμε, όμως, στην κατάργηση του, που αποφέρει περίπου 620 εκατ. ευρώ στον Κρατικό Προϋπολογισμό, εξετάζεται η αύξηση του αφορολογήτου του κατά 50.000 ή 100.000 ευρώ, δηλαδή να ανέβει στις 350.000 ευρώ.

Όπως αναδεικνύει η μελέτη, η Ελλάδα είναι μια από τις ευρωπαϊκές χώρες που βασίζεται στους φόρους ακινήτων, για να γεμίζει τα κρατικά ταμεία. Το 2018, όλοι οι φόροι στην ακίνητη περιουσία αντιπροσώπευαν το 7,9% του συνόλου των φορολογικών εσόδων, έναντι 4,6% του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Αναμφίβολα, η φορολογία στα ακίνητα είναι ένας εύκολος τρόπος να συλλέξεις χρήμα, καθώς η φοροδιαφυγή είναι σαφώς πιο δύσκολη. Από την άλλη, είναι προφανές ότι λειτουργεί συν τοις άλλοις ως αντικίνητρο για επενδύσεις, πόσο μάλλον όταν χαρακτηρίζεται ως εξαιρετικά σύνθετη.

Πέρα από τη φορολόγηση της γης, επιβάλλεται φόρος και στα κτίρια, ενώ και ο τρόπος υπολογισμού του ΕΝΦΙΑ είναι πολύπλοκος, καθώς πέρα από τον Κύριο Φόρο, ο οποίος προκύπτει βάσει επιφάνειας, τιμής ζώνης και ειδικών συντελεστών, έρχεται και ο Συμπληρωματικός Φόρος στο σύνολο της ακίνητης περιουσίας, με κλιμακωτούς συντελεστές. Το αποτέλεσμα; Μεγάλο βάρος στα πάγια κεφάλαια, που φτάνει στο 1,1% σε αντίθεση με το 0,1% που καταγράφεται στην Αυστρία, στην Τσεχία, στο Λουξεμβούργο, στην Ελβετία. Το κερασάκι στην τούρτα; Η Ελλάδα είναι μεταξύ των 8 μόλις χωρών του ΟΟΣΑ, όπου οι φόροι επί των ακινήτων δεν εκπίπτουν από τα φορολογητέα εισοδήματα των νομικών προσώπων.

Το συμπέρασμα; Ο συνδυασμός αυτών των τριών παραγόντων- υψηλό βάρος, πολυπλοκότητα, επιβάρυνση κτιρίων χωρίς δυνατότητα έκπτωσης- θέτει την Ελλάδα σε μη ανταγωνιστική θέση και είναι ενδεικτικό ότι κατατάσσεται στην 33η θέση επί συνόλου 36, στο International Tax Competitiveness Index 2019, «σπρώχνοντας» έτσι τα ξένα κεφάλαια σε πιο «φιλικούς» προορισμούς.

Η ίδια μελέτη έχει, όμως, μια ακόμα ενδιαφέρουσα παρατήρηση. Όσο η κυβέρνηση αναζητά και «κυνηγά» ξένα κεφάλαια, παρέχοντας φορολογικά κίνητρα, ΔΕΝ θα πρέπει να αναβάλει μια ευρύτερη φορολογική μεταρρύθμιση προς όφελος των ίδιων των Ελλήνων πολιτών, έτσι ώστε η χώρα να καταστεί ελκυστική για εργασία, δημιουργία οικογενειών, επενδύσεις και δημιουργία νέων εγχώριων επιχειρήσεων…

ΣΧΕΤΙΚΑ