Απαλλαγμένο από ειδικό φόρο το ελληνικό κρασί

Φωτογραφία: SOOC

Μετά τη- σύντομη ευτυχώς- περιπέτεια του με την επιβάρυνση από Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης και την αναστάτωση των παραγωγών όχι μόνο λόγω των προφανών επιβαρύνσεων και του πλήγματος ανταγωνιστικότητας αλλά και λόγω των τελωνειακών διαδικασιών που συνεπάγεται η εφαρμογή ΕΦΚ, το ελληνικό κρασί φιλοδοξεί να κερδίσει έδαφος στις ευρωπαϊκές- και όχι μόνο- αγορές.

Όπως προκύπτει από τη συγκριτική μελέτη του Tax Foundation, η Ελλάδα επέστρεψε στις χώρες της Ευρώπης που είτε δεν εφαρμόζουν είτε εφαρμόζουν ελάχιστο ΕΦΚ στο κρασί, όπως για παράδειγμα η Γαλλία, όπου ο φόρος περιορίζεται στα 3 λεπτά ανά φιάλη. Την ίδια ώρα, σε 12 άλλα κράτη- μέλη το κρασί επιβαρύνεται με ΕΦΚ ως και με 3,19 ευρώ ανά φιάλη, κάτι που σημαίνει πολύ απλά ότι οι Έλληνες παραγωγοί για να μπορέσουν να διεισδύσουν και να πάρουν μερίδιο σε αυτές τις αγορές, όπου οι λιανικές τιμές μοιραία διαμορφώνονται σε υψηλά επίπεδα, θα πρέπει να αποκτήσουν πλεονέκτημα ποιότητας αλλά και... πλασαρίσματος.

Το Βέλγιο, για παράδειγμα, λόγω της σχεδόν ανύπαρκτης τοπικής παραγωγής, τροφοδοτείται από εισαγωγές. Σύμφωνα με τη σχετική Έκθεση του Γραφείου Οικονομικών κι Εμπορικών Υποθέσεων της ελληνικής πρεσβείας, η βελγική αγορά οίνου είναι ώριμη και αποτελείται από καταναλωτές οίνου υψηλής εκπαίδευσης. Τα γαλλικά κρασιά κυριαρχούν στην αγορά του Βελγίου, κυρίως στον τομέα των κόκκινων κρασιών και των ποιοτικών κρασιών. Ενώ, όμως, το Βέλγιο είναι μια παραδοσιακή χώρα κατανάλωσης κρασιού, το βόρειο τμήμα της Φλάνδρας είναι ιδιαίτερα ανοικτό σε νέες γεύσεις και κρασιά από άγνωστη προέλευση. Η αγορά βιώσιμων, ελαφρύτερων, εύκολα πόσιμων οίνων ιδίως προσφέρει ευκαιρίες για τους προμηθευτές αναπτυσσόμενων χωρών.

Τα βιολογικά κρασιά, τα οργανικά κρασιά και τα κρασιά που έχουν παραχθεί με φιλικές προς το περιβάλλον μεθόδους εδραιώνονται σταδιακά στις καταναλωτικές συνήθειες των Βέλγων. Περίπου το 38% των Βέλγων καταναλωτών έχουν ήδη αγοράσει βιολογικά κρασιά ή κρασιά που έχουν παραχθεί με φιλικές προς το περιβάλλον μεθόδους, και το 26% οργανικά κρασιά. Η ελκυστικότητα αυτών των τύπων κρασιού είναι πολύ πιο έντονη στις Βρυξέλλες, όπου σχεδόν ένας στους δύο κατοίκους έχει ήδη αγοράσει βιολογικό κρασί, το 40% του πληθυσμού έχει αγοράσει κρασί περιβαλλοντικά φιλικό και το 27% φυσικό κρασί.

Στο Βέλγιο το Bag-in-Box (BiB) είναι ένα ιδιαίτερα αποδεκτό φαινόμενο. Από το 2007, το 20% του συνόλου του κρασιού είχε ήδη συσκευαστεί ως BiB. Οι ανησυχίες των καταναλωτών σχετικά με το περιβάλλον τόνωσαν περαιτέρω τη χρήση της έννοιας BiB, καθώς οι BiBs είναι εύκολα ανακυκλώσιμες. Επί του παρόντος, τουλάχιστον το ένα τρίτο όλου του οίνου που πωλείται στο Βέλγιο συσκευάζεται ως BiB. Τα κρασιά Premium έχουν υψηλές πωλήσεις στο διαδίκτυο καθώς οι καταναλωτές είναι πρόθυμοι να πληρώσουν περισσότερα για ένα λιγότερο κοινό κρασί που δεν μπορούν να αγοράσουν στο σούπερ μάρκετ.

Από πλευράς ελληνικών εξαγωγών, παρατηρείται μία συνεχής αύξηση, ωστόσο οι ποσότητες και οι αξίες τους παραμένουν σχετικά μικρές. Επίσης, παρατηρείται συνεχής βελτίωση της ποιότητας των εισαγόμενων ελληνικών κρασιών, ωστόσο τα ελληνικά κρασιά πάσχουν από ανεπαρκή εικόνα που έχουν στους Βέλγους καταναλωτές. Η παρουσία των ελληνικών κρασιών περιορίζεται σχεδόν αποκλειστικά στο ελληνικό δίκτυο διανομής και στα ελληνικά εστιατόρια, μικρό μέρος ωστόσο τοποθετείται σε ράφια λιανεμπορικών αλυσίδων.

Οι Βέλγοι λάτρεις και γνώστες του οίνου προτιμούν τα ελληνικά κρασιά που έχουν παραχθεί από γηγενείς ποικιλίες, με ελκυστικές συσκευασίες και προ πάντων σε ελκυστική τιμή. Οι Βέλγοι έμποροι και καταναλωτές έχουν γενικά θετικές εντυπώσεις ως προς την ποιότητα και την αυθεντικότητα των ποικιλιών, ωστόσο διατυπώνουν αρνητικές εντυπώσεις ως προς την διαφήμιση, την πληροφόρηση που παρέχεται στις ετικέτες, την σταθερότητα της ποιότητας και το επίπεδο τιμών. Ο Φλαμανδός καταναλωτής, παραδοσιακός καταναλωτής μπύρας, έχοντας πρόσφατα αλλάξει τις καταναλωτικές του προτιμήσεις υπέρ του κρασιού, αποτελεί σημαντικό στόχο για την αύξηση του μεριδίου ελληνικών κρασιών στο Βέλγιο.

Αντίστοιχα στην Ολλανδία, λόγω χαμηλής παραγωγής κρασιού, η χώρα αποτελεί μία πρόσφορη εξαγωγική αγορά. Μάλιστα, το 2018 ήταν ο όγδοος εισαγωγέας οίνου παγκοσμίως σε αξία εισαγωγών. Οι (χαμηλές) τιμές διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο, τόσο για τους καταναλωτές που δεν αποδίδουν μεγάλη σημασία στην επωνυμία, όσο και για τους λιανοπωλητές στη συνεργασία τους με τους προμηθευτές. Ωστόσο, παρατηρείται μία τάση για εισαγωγές στη χώρα όλο και ακριβότερων οίνων.

Σύμφωνα με την Έκθεση του Γραφείου ΟΕΥ στη Χάγη, το μερίδιο ελληνικών οίνων στην Ολλανδία είναι χαμηλό: το 2019 κατευθύνθηκε στη χώρα μόλις το 1,5% των ελληνικών εξαγωγών οίνου. Κατά το ίδιο έτος επίσης, μόλις το 0,1% του συνόλου των εισαγωγών οίνου της Ολλανδίας προήλθε από την Ελλάδα. Ακόμη, κατά τα τελευταία έτη διαμορφώνεται στις ελληνικές εξαγωγές οίνου προς την Ολλανδία η τάση για διάθεση όλο και φθηνότερων οίνων, ενώ στις συνολικές εισαγωγές οίνου της Ολλανδίας παρατηρείται η αντίστροφη τάση. Κυριάρχη στη χώρα είναι η off-trade αγορά οίνου με μερίδιο έως και 85%. Στην αγορά αυτή κυριαρχούν τα σούπερ μάρκετ όπου υπερισχύουν πέντε μεγάλοι «παίκτες». Ο ανταγωνισμός μεταξύ των προμηθευτών στην ολλανδική αγορά οίνου είναι υψηλός, ειδικά στη μεσαία και premium αγορά. Συνεπώς οι προμηθευτές θα πρέπει να προβάλλουν στοιχεία μοναδικότητας (USP) του προϊόντος τους, όπως η (αυθεντική ή μοναδική-ιθαγενής) ποικιλία σταφυλιών, η προέλευση, η επωνυμία, η γεωγραφική ένδειξη, οι πιστοποιήσεις ή τυχόν οι διακρίσεις σε διαγωνισμούς που έχει λάβει το προϊόν, η βιωσιμότητα και η διαδικασία παραγωγής κ.ά.

ΣΧΕΤΙΚΑ