Από «κόσκινο» τα 109 δισ ευρώ των οφειλών προς την εφορία- Μόλις 5% των χρεών σε ρύθμιση

Χαρτονομίσματα του ευρώ/ Φωτογραφία Eurokinissi

Από την εποχή των Μνημονίων κιόλας, οι υπηρεσιακοί του υπουργείου Οικονομικών και της Φορολογικής Διοίκησης φώναζαν ότι πρέπει να γίνει επιτέλους ξεκαθάρισμα στο «βουνό» των ληξιπρόθεσμων οφειλών, έτσι ώστε το Κράτος να ξέρει τι μπορεί να εισπράξει. Το μεγάλο «ξεκαθάρισμα» είχε χαρακτηριστεί, μάλιστα, ζήτημα επιβίωσης απέναντι στις ασφυκτικές πιέσεις της Τρόικας, που ζητούσε γη και ύδωρ από τις ελληνικές Αρχές, θεωρώντας ότι αυτό το τεράστιο stock χρεών, μπορεί και πρέπει να καταλήξει στα κρατικά ταμεία.

Τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι παλιά και νέα χρέη ανέρχονται στα 109 δισ ευρώ, δηλαδή γύρω στο 62% του ΑΕΠ! Φυσικά μια απλή ματιά αποκαλύπτει ότι το πραγματικό ληξιπρόθεσμο χρέος είναι μικρότερο. Συγκεκριμένα, ποσοστό 22,8%, που αντιστοιχεί σε 24,8 δις ευρώ, αφορά σε οφειλές που χαρακτηρίζονται ως ανεπίδεκτες είσπραξης. Πρόκειται για οφειλές των οποίων η είσπραξη είναι αντικειμενικά αδύνατη, για παράδειγμα περιπτώσεις στις οποίες ο οφειλέτης και οι συνυπόχρεοί του δε διαθέτουν περιουσιακά στοιχεία και ολοκληρώθηκε η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης επί κινητών, ακινήτων και απαιτήσεων του οφειλέτη και έπαυσαν οι εργασίες πτώχευσης.

Έτσι από αυτό το πρώτο φιλτράρισμα, το «πραγματικό» ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο, δηλαδή το συνολικό υπόλοιπο μετά την αφαίρεση του ανεπίδεκτου είσπραξης υπολοίπου, ανέρχεται στα 84,2 δις ευρώ. Η αλήθεια είναι, όμως, πως ούτε αυτά θεωρούνται εισπράξιμα. Ανεπίσημοι υπολογισμοί, για τα χρέη που μπορούν πράγματι να εισπραχθούν, κατεβάζουν τον πήχη γύρω στα 20 δισ ευρώ. Το γεγονός, άλλωστε, ότι μόλις το 5,1% όλων αυτών των χρεών, δηλαδή κάτι λιγότερο από 5,5 δισ ευρώ, είναι σε κάποια ρύθμιση, ενισχύει αυτούς τους υπολογισμούς.

Με νέα Απόφαση του, ο Διοικητής της ΑΑΔΕ ζητάει να γίνει νέα εκκαθάριση των ληξιπρόθεσμων οφειλών, έτσι ώστε τα ανεπίδεκτα να βγουν από την εξίσωση, να μπουν στο ειδικό βιβλίο και κάποια στιγμή να διαγραφούν οριστικά. Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές χαρακτηρίζονται ως ανεπίδεκτες είσπραξης, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά τα ακόλουθα:

έχουν ολοκληρωθεί οι έρευνες με βάση τα εκάστοτε πρόσφορα διαθέσιμα ηλεκτρονικά μέσα της Φορολογικής Διοίκησης και από τις έρευνες αυτές δεν διαπιστώθηκε η ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη και των συνυπόχρεων προσώπων ή διαπιστώθηκε η καθ’ οιονδήποτε τρόπο εκποίηση των περιουσιακών τους στοιχείων που δεν υπόκεινται σε ακύρωση ή σε διάρρηξη και ειδικότερα διαπιστώθηκε η ολοκλήρωση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης επί κινητών, ακινήτων ή απαιτήσεων και η παύση των εργασιών της πτώχευσης

έχει υποβληθεί αίτηση ποινικής δίωξης, σε όσες περιπτώσεις συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις ή δεν είναι δυνατή η υποβολή αυτής

έχει πραγματοποιηθεί έλεγχος από ειδικά οριζόμενο ελεγκτή της αρμόδιας υπηρεσίας της Φορολογικής Διοίκησης, ο οποίος πιστοποιεί, με βάση ειδικά αιτιολογημένη έκθεση ελέγχου, ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις των προηγούμενων περιπτώσεων και ότι είναι αντικειμενικά αδύνατη η είσπραξη των οφειλών από τον οφειλέτη και τα συνυπόχρεα πρόσωπα.

Από την ημερομηνία καταχώρισης της οφειλής στα βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης και για χρονικό διάστημα 10 ετών από τη λήξη του έτους μέσα στο οποίο έγινε η καταχώριση, επέρχονται οι ακόλουθες συνέπειες:

αναστέλλεται αυτοδίκαια η παραγραφή της οφειλής

δεν χορηγείται στον οφειλέτη και σε όλα τα συνυπόχρεα πρόσωπα, αποδεικτικό φορολογικής ενημερότητας για οποιαδήποτε αιτία, παρά μόνο εφόσον πρόκειται για είσπραξη χρημάτων που θα διατεθούν για την ικανοποίηση του Δημοσίου

δεν χορηγείται στον οφειλέτη και σε όλα τα συνυπόχρεα πρόσωπα, άλλο πιστοποιητικό για μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων

δεσμεύονται στο σύνολό τους οι τραπεζικοί και επενδυτικοί λογαριασμοί και το περιεχόμενο των θυρίδων σε τράπεζες ή άλλα πιστωτικά ιδρύματα των παραπάνω προσώπων

Το Δημόσιο διατηρεί, πάντως, το δικαίωμα λήψης όλων των προβλεπόμενων αναγκαστικών ή μη μέτρων και διενέργειας συμψηφισμού σε περίπτωση διαπίστωσης ύπαρξης περιουσιακών στοιχείων και μετά την καταχώριση της οφειλής στο ειδικό βιβλίο ανεπίδεκτων είσπραξης, ενώ διαγράφεται από το βιβλίο αυτό και επαναχαρακτηρίζεται ως εισπράξιμη, εάν πριν από την παραγραφή της διαπιστωθεί ότι υπάρχει ή αποκτήθηκε από τον οφειλέτη ή συνυπόχρεο πρόσωπο περιουσιακό στοιχείο που καθιστά δυνατή τη μερική ή ολική εξόφληση της οφειλής.

ΣΧΕΤΙΚΑ